Του Φώτη Βέργη
Στην αρχή ήρθαν για τους Μουσουλμάνους…
…και εμείς, οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι αμέσως αντιδράσαμε και υψώσαμε τις φωνές μας για να φωνάξουμε
«γρήγορα, κλείστε τα σύνορα! Βυθίστε τις βάρκες τους! Αφήστε τους να πνιγούν!
Πάρτε τους, κλειδώστε τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και πετάξτε το κλειδί, να μην τους βλέπουμε!
Γυμνώστε τους από μετρητά και χρήματα –αφού θέλουν Ευρώπη, να πληρώσουν!
Πάρτε τους τα αποτυπώματα, μικρούς και μεγάλους, καταγράψτε τους και μαρκάρετέ τους με ένα νούμερο!
Πετάξτε τους πίσω σε ένα νησάκι του Αιγαίου, πίσω στο πέλαγο, αν γίνεται! Έστω, στείλτε τους ίσια στα χέρια εκείνου του Ανατολίτη! Μα τι μου λέτε τώρα για το αυταρχικό καθεστώς του και για τους χιλιάδες κακόμοιρους που στοιβάζονται στις φυλακές του; Ποιος είναι καλύτερος πελάτης για τα τζετ που πουλάει η θεία Τερέζα πόρτα πόρτα; Γρήγορα, δώστε του ό,τι ζητήσει για να τους πάρει μακριά από τις όμορφες πόλεις μας, αυτούς και τις βάρβαρες μαντίλες τους!
Ασφαλώς είμαστε ανοιχτόμυαλοι και συνεπείς στις υποχρεώσεις μας και σεβόμαστε το δίκαιο πάνω από όλα, μα είναι απόλυτη ανάγκη να αλλάξουμε αίφνης τους κανόνες και να εισάγουμε σε μία νύχτα μια εντελώς αυθαίρετη διάκριση σε βάρος των προσφύγων, με βάση το ποιος από δαύτους ξεβράστηκε στις ακτές μας μετά από μια εντελώς τυχαία ημερομηνία που βγάλαμε από το διαφωτισμένο κεφάλι μας!
Εδώ κινδυνεύει ο πολιτισμός μας! Έρχονται στρατιές ασυνόδευτα τετράχρονα!»
Και μετά, καθησυχασμένοι, καθώς εκείνα τα πρόσωπα που δεν μας μοιάζουν και τόσο θα είναι πια κλειδωμένα κάπου μακριά από τις ζωές και τις οθόνες μας, μπορούμε να παραστήσουμε πως τάχα μας πιάνει φρίκη που αυτός ο άθλιος Πορτοκαλί Κακός στην άλλη όχθη του Ατλαντικού κηρύσσει το μίσος, διακρίνει και τιμωρεί με βάση το που κανείς βγήκε από την κοιλιά της μάνας του , και σηκώνει εν μία νυκτί τείχη.
Πώς είναι δυνατόν; Είναι φρικτό! Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ στην Ευρώπη μας!
Την Παρασκευή 27 Ιανουαρίου ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα (executive order) σύμφωνα με το οποίο απαγορεύθηκε άμεσα, και για τις επόμενες 90 ημέρες, η έκδοση visa και η είσοδος στην χώρα σε οποιονδήποτε έχει την υπηκοότητα επτά μεσανατολικών και αφρικανικών χωρών, επιλεγμένων κατά τα φαινόμενα με μόνο κριτήριο την επικρατούσα σε αυτές θρησκεία, ή κατάγεται από αυτές, και ανεξάρτητα από την νομική ιδιότητα των ατόμων που επηρεάζονται από την απαγόρευση (επισκέπτες, κάτοχοι πράσινης κάρτας ή άτομα διπλής υπηκοότητας). Ταυτόχρονα, και για 120 ημέρες, ανεστάλη το σύνολο του ομοσπονδιακού Προγράμματος Υποδοχής Προσφύγων, προκειμένου να «επανεξεταστούν οι προϋποθέσεις και διαδικασίες ελέγχου των αιτήσεων». Ειδικά για τους πρόσφυγες από την Συρία, και τον ελάχιστο αριθμό εξ αυτών που είχαν κατορθώσει να επιτύχουν την μετεγκατάστασή τους στις ΗΠΑ, η απαγόρευση εισόδου, συμμετοχής στο παραπάνω πρόγραμμα και μετεγκατάστασης είναι απόλυτη και αορίστου διάρκειας. Το διάταγμα, το οποίο έχει άμεση κανονιστική ισχύ, χωρίς να χρειάζεται την έγκριση του Κογκρέσου, συνιστά καταφανώς παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου καθώς και διμερών διακρατικών συμφωνιών. Ταυτόχρονα όμως, φαίνεται πως αντίκειται και στο ίδιο το Αμερικανικό Σύνταγμα, σύμφωνα τόσο με ακαδημαϊκούς σχολιαστές όσο και μια χούφτα Πολιτειακών Δικαστών επιλαμβανόμενων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων που κατατέθηκαν άμεσα από εθελοντές δικηγόρους, οι οποίοι έσπευσαν σε αεροδρόμια και σταθμούς υποδοχής, ιδίως στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ, για να υποστηρίξουν τα δικαιώματα των εκατοντάδων που αίφνης βρέθηκαν στο καθαρτήριο της Υπηρεσίας Συνόρων. Η άποψη αυτή επικυρώθηκε μια εβδομάδα αργότερα, την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου, από απόφαση Ομοσπονδιακού Δικαστή στο Σηάτλ, με αποτέλεσμα την προσωρινή αναστολή εφαρμογής του διατάγματος στο σύνολο της επικράτειας της χώρας. Η απάντηση της κυβέρνησης Τραμπ ήταν δριμεία και τουλάχιστον συνταγματικά άκομψη. Η κυβέρνηση προσέφυγε, χωρίς επιτυχία, κατά της απόφασης, ενώ ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, σε μια κίνηση πρωτοφανή μεν για Πρόεδρο, χαρακτηριστική όμως για τον ίδιο και την επικοινωνιακή περσόνα που έχει επιλέξει, κατακεραύνωσε με σειρά Tweet «αυτόν τον δήθεν δικαστή» και την «γελοία του απόφαση», που έκανε «τους κακούς πολύ χαρούμενους» (sic) και «έθεσε την χώρα σε κίνδυνο», καθιστώντας τον ίδιο όσο και εν γένει το δικαστικό σύστημα υπεύθυνους «αν συμβεί κάτι».
Από την πρώτη στιγμή η λαϊκή και πολιτική αντίδραση στις ΗΠΑ ήταν άμεση και έμπρακτη. Διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και απεργίες οργανώθηκαν, ιδίως στα σημεία εισόδου της χώρας, προς υποστήριξη όσων πλήττονταν άμεσα και βρέθηκαν αίφνης αντιμέτωποι με την νέα κατάσταση σε τέρμιναλ αεροδρομίων ή ακόμα και καταμεσής της πτήσης τους. Ταυτόχρονα, δεκάδες εθελοντές δικηγόροι, με τα λαπτοπ ανά χείρας, προσέφυγαν για να βοηθήσουν, συντάσσοντας επί τόπου αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων εκ μέρους μεταναστών, προσφύγων και λοιπών θιγομένων, ενώ πολυάριθμες οργανώσεις για την υποστήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έθεσαν σε κίνηση υποστηρικτικές νομικές διαδικασίες αμφισβήτησης της νομιμότητας του διατάγματος. Οι ενέργειες αυτές το παρόν έχουν οδηγήσει στην παραπάνω δικαστική αναστολή του διατάγματος αλλά και στην δημιουργία ενός κλίματος υποστήριξης προς τους θιγόμενους μετανάστες και τους (αριθμητικά πολύ λιγότερους) πρόσφυγες, καθώς και προς την μουσουλμανική κοινότητα, με την συγκρότηση αντίστοιχων δικτύων έμπρακτης αρωγής, που λίγα χρόνια πριν θα ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητη.
Στην Ευρώπη, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτα αντανακλαστικά αλληλεγγύης και δημοκρατικότητας, αμέσως μόλις έγινε γνωστή η προεδρική εντολή, τα πληκτρολόγια πήραν φωτιά και πύρινα άρθρα εμφανίστηκαν σε κάθε μεγάλο μέσο, έντυπο ή ηλεκτρονικό, υπερασπιζόμενα (τα πιο συντηρητικά) τις αρχές του δυτικού φιλελευθερισμού και του διεθνούς και διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου ή (τα πιο προοδευτικά) την αρχή της ελεύθερης μετακίνησης ανεξαρτήτως οποιασδήποτε ιδιότητας. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας οργανώθηκαν αυθόρμητα σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου πλήθη χιλιάδων πλημμύρισαν τους δρόμους την περασμένη Δευτέρα ενάντια στην Πρωθυπουργό Μέι, που ήδη είχε προλάβει να επισκεφθεί τον Πρόεδρο Τραμπ και, την προηγουμένη της διαβόητης πια εντολής του, να τον κρατήσει από το χέρι, να τον προσκαλέσει να επισκεφθεί επισήμως, και με όλες τις δέουσες παρεπόμενες προβλεπόμενες τιμές, το ΗΒ, και να αρνηθεί να σχολιάσει την ξενοφοβική μεταναστευτική πολιτική του, σχολιάζοντας επανειλημμένα σε σχετικές ερωτήσεις πως «η πολιτική των ΗΠΑ είναι δικό τους θέμα». Πώς θα μπορούσε, εξάλλου, να πει κάτι άλλο η πρώην Υπουργός Εσωτερικών, υπεύθυνη για την χάραξη της πιο αυστηρής μεταναστευτικής πολιτικής και, ως έναν βαθμό, δημιουργός του ξενοφοβικού κλίματος που οδήγησε στον αντιμεταναστευτικό ρατσιστικό οργασμό που κυριάρχησε στην συζήτηση πριν το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου;
Την ίδια στιγμή, ανακοινώθηκε πως η Καγκελάριος Μέρκελ επικοινώνησε με τον Ντόναλντ Τραμπ για να του «υπενθυμίσει τι προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες», ο Γάλλος Πρόεδρος έσπευσε να αναφερθεί στις θεμελιώδεις «δυτικές» αξίες και αρχές, ενώ ο Ντόναλντ Τουσκ διατράνωσε τον θεμελιώδη σεβασμό της ΕΕ στις ανθρωπιστικές αξίες, τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και την αρχή της μη διάκρισης, καλώντας τους ηγέτες της Ένωσης να «σταθούν ενωμένοι» στο ζήτημα αυτό. Λίγες μέρες αργότερα, στην σύνοδο του Συμβουλίου ηγετών της ΕΕ στην Μάλτα για το προσφυγικό, όχι μόνο οι τόνοι ανέβηκαν και οι καταδίκες έγιναν πιο έντονες, αλλά στο άρμα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των προσφύγων και των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας έσπευσαν να ανέβουν και ηγέτες χωρών όπως η Αυστρία, η Δανία και η Λιθουανία. Η Ύπατη Εκπρόσωπος Εξωτερικών και Ασφάλειας Φεντερίκα Μογκερίνι, μάλιστα, έσπευσε να διατρανώσει πως «η ΕΕ δεν πιστεύει σε τείχη και απαγορεύσεις» και πως αποτελεί παγκόσμιο σημείο αναφοράς σε ζητήματα διαφύλαξης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και σεβασμού των θεμελιωδών αρχών και αξιών του διεθνούς δικαίου.
Για έναν εξωτερικό παρατηρητή, που θα είχε προσγειωθεί στον πλανήτη την περασμένη εβδομάδα, θα ήταν εμφανές πως η προοδευτική και ανθρωπιστική Ευρώπη αποτελεί το τελευταίο προπύργιο ελευθερίας και δημοκρατίας, θεματοφύλακα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ασφαλές λιμάνι για οποιονδήποτε κατατρεγμένο, ανεξαρτήτως της θρησκείας, της καταγωγής, της κουλτούρας ή του χρώματος του δέρματός του, και, εν τέλει, ανάχωμα στην επιστροφή αντιδραστικών ξενοφοβικών αντιλήψεων και πολιτικών.
Αν όμως ο επισκέπτης μας ήταν και καταναγκαστικά επιμελής αναγνώστης του ημερησίου τύπου, ίσως θα είχε προσέξει μια μικρή είδηση, που, περιορισμένη σε μονόστηλο, δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα με την δημοσίευση του διατάγματος Τραμπ και τον ορυμαγδό της αγανάκτησης που το ακολούθησε: Το Τείχος του Καλαί είχε ολοκληρωθεί και παραδοθεί. Οι εργασίες περατώθηκαν από τον Γάλλο εργολάβο, με τις ίδιες μπουλντόζες που λίγο καιρό πριν, με την υποστήριξη στρατού και δυνάμεων καταστολής και με απαγορευμένη την δυνατότητα καταγραφής από τους εκπροσώπους του τύπου, είχαν διαλύσει την «Ζούγκλα του Καλαί». Σκοπός του; Να προστατεύσει την Δυτική Ευρώπη (εν προκειμένω, Γαλλία και ΗΒ) από τις ορδές των μεταναστών και των προσφύγων. Την ίδια στιγμή, αντίστοιχα τείχη ύψωνε η Σερβία, όπου και έχει αρχίσει να δημιουργείται «το νέο Καλαί», ενώ κεράκι έσβηναν εκείνα που έστησαν και έντυσαν με συρματοπλέγματα ακριβώς πριν έναν χρόνο χώρες όπως η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Τσεχία.
Και επειδή η ιστορία λατρεύει τις μικρές ειρωνείες, ακριβώς έναν χρόνο πριν, τα πρωτοσέλιδα περιέγραφαν πως, μεταξύ άλλων, Γερμανία και Δανία, με ηγέτες τους ίδιους που μόλις προχθές διατράνωναν την ιερή οργή τους στην Μάλτα, γύμνωναν τους πρόσφυγες από τα λιγοστά τους υπάρχοντα, εν είδει παραβόλου για την «κάλυψη των εξόδων υποδοχής τους». Στις 26 Ιανουαρίου του 2016, έναν χρόνο ακριβώς προ του διατάγματος Τραμπ, το Δανέζικο Κοινοβούλιο ψήφισε 34 μέτρα που σκοπούσαν στο να αποθαρρύνουν τις αιτήσεις ασύλου. Μεταξύ αυτών, προβλέφθηκε η κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων των προσφύγων (όπως μετρητών ή κοσμημάτων) πέραν του ποσού των 1000 Ευρώ. Παρόμοια νομοθεσία υπήρχε ήδη σε ισχύ στην Γερμανία εδώ και δεκαετίες, εντός του ομοσπονδιακού πλαισίου των διαδικασιών παροχής ασύλου (Asylbewerberleistungsgesetz). Οι αιτούντες άσυλο υποχρεούνται να δηλώσουν το σύνολο του εισοδήματος και της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, ενώ από την κατάσχεση προστατεύεται κατ’ελάχιστον μόνο ένα ποσό 200 Ευρώ πλέον εκείνων των περιουσιακών στοιχείων που είναι «αναγκαία για την άσκηση επαγγέλματος». Καθώς το Ομοσπονδιακό πλαίσιο αφήνει ευελιξία στα κρατίδια, τον Γενάρη του 2016 ζητούνταν από τους αιτούντες άσυλο που κατέφθαναν στην Βαυαρία (έχοντας συχνά διασχίσει με τα πόδια την απόσταση από τις Ελληνικές και Ιταλικές ακτές) να παραδώσουν στην αστυνομία οτιδήποτε πέραν του ποσού των 750 Ευρώ κατ’άτομο. Για εκείνους που θα είχαν την ατυχία να επιλέξουν την Βάδη-Βυρτεμβέργη, το όριο ήταν μόλις 350 Ευρώ. Συχνά, τα σχετικά ποσά θα κατάσχονταν άμεσα, κατά την εκτέλεση αστυνομικών ελέγχων. Στην Ολλανδία, τέλος, η νομοθεσία προβλέπει πως οι αιτούντες άσυλο που θα καταφέρουν να βρουν εργασία οφείλουν για διάστημα 24 εβδομάδων τον χρόνο, και για όσο διαρκεί η διαδικασία εξέτασης της αίτησής τους, να καταβάλουν το σύνολο του μηνιαίου τους εισοδήματος, με εξαίρεση ένα ελάχιστο όριο 185 Ευρώ/μήνα, ως εισφορά για την κάλυψη των «εξόδων υποδοχής».
Όλα αυτά σε μια ήπειρο όπου οι εικόνες από βουνά κατασχεμένων τιμαλφών και καθημερινών αντικειμένων θα έπρεπε να στοιχειώνουν όχι μόνο τους νομοθέτες, αλλά και την συλλογική συνείδηση. Και ενώ υπήρχαν σοβαρές ενστάσεις ως προς το αν τέτοιου είδους ρυθμίσεις είναι συμβατές με το διαβόητο ευρωπαϊκό κεκτημένο, τόσο αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) όσο και με το Ενωσιακό Δίκαιο (πχ την Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ σε συνδυασμό με την Οδηγία περί Όρων Υποδοχής 2013/33), ουδέποτε υπήρξε κάποια πρακτική προσπάθεια αμφισβήτησής τους δια της δικαστικής οδού, κατά τα πρότυπα των Αμερικανών, που μέσα σε μια εβδομάδα μόλις κατάφεραν να αναδείξουν τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα του διατάγματος Τραμπ. Ακόμα και στο στενό, συστημικό θεσμικό πλαίσιο του πολυεπίπεδου δικαστικού της μηχανισμού, η Ευρώπη αποδείχθηκε δειλή και λειψή. Η αντίδραση έμεινε στα λόγια, που λίγο θα μπορούσαν να βοηθήσουν εν τοις πράγμασι εκείνους που βρέθηκαν, κυνηγημένοι και μετά από χιλιάδες χιλιόμετρα στον δρόμο, να πρέπει να παραδώσουν και τα τελευταία ψίχουλα που όχι μόνο εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους αλλά ίσως και θα μπορούσαν να τους διατηρήσουν για ένα μικρό διάστημα αυτόνομους και πέραν της ανάγκης εξάρτησης από τις δομές «υποδοχής» – εξ ορισμού δομές περιορισμού, αν όχι εγκλεισμού, και περιθωριοποίησης.
Τις ίδιες μέρες που έβρισκαν τους «τυχερούς» που είχαν προλάβει να φτάσουν στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη να απογυμνώνονται των τελευταίων τους μέσων διαβίωσης ως αντίδωρο της «σωτηρίας» τους, είχε πια καταστεί θλιβερή ρουτίνα η καταγραφή, σε μονόστηλα πλέον, του αριθμού των νεκρών που ανασύρονταν καθημερινά το Αιγαίο, ανάμεσά τους δεκάδες παιδιά που χάνονταν στα κύματα της Καλόλιμνου, του Φαρμακονησίου, των στενών της Λέσβου. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το ένα μετά το άλλο τα Ευρωπαϊκά κράτη θα έκλειναν τα σύνορα τους, αφήνοντας χιλιάδες πρόσφυγες, ένα καραβάνι ξεριζωμένων, εξαθλιωμένων, αλλά αποφασισμένων να ζήσουν, που προσπαθούσαν να διασχίσουν βαδίζοντας την ήπειρο προς την ασφάλεια, εγκλωβισμένους στις λάσπες και τα συρματοπλέγματα του κολαστηρίου της Ειδομένης. Ήταν η εποχή που η Ευρώπη αποφάσιζε να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση πετώντας δεκάδες χιλιάδες ψυχών στα ανθρωπιστικά χέρια της Κυβέρνησης Ερντογάν, και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ανέλαβε να διαχειριστεί η Τουρκία, χρησιμοποιώντας τα έκτοτε προς εξυπηρέτηση των εσωτερικών πολιτικών της αυταρχικών σχεδιασμών και ως μόνιμη διαπραγματευτική μάρκα έναντι της ΕΕ.
Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας λίγο απείχε από την ουσία του διατάγματος που τώρα ξαφνικά άγγιξε τα δημοκρατικά ένστικτα των ηγετών της Ένωσης. Όπως και το διάταγμα Τραμπ, η συμφωνία έθετε ένα εντελώς αυθαίρετο χρονικό όριο (την 15η Μαρτίου 2016), με βάση το οποίο ύψωνε νομικά και πραγματικά τείχη αποκλεισμού των προσφύγων που προσπαθούσαν να φτάσουν στην Ευρώπη. Όσοι έφταναν (διάβαζε: «ξεβράζονταν») στις Ευρωπαϊκές ακτές μετά από αυτήν την ημερομηνία, θα συγκεντρώνονταν και θα κρατούνταν, έγκλειστοι, προτού εκδιωχθούν προς την Τουρκία, που θα αναλάμβανε ουσιαστικά την περαιτέρω κράτησή τους, θεωρητικά όσο οι αιτήσεις ασύλου τους εξετάζονταν. Προκειμένου να τηρηθούν τα θεσμικά προσχήματα, τα κράτη μέλη της ΕΕ υποχρεώνονταν να αναγνωρίσουν την Τουρκία ως «ασφαλή τρίτη χώρα» – κι ας μιλάμε για ένα αυταρχικό καθεστώς, με πολλαπλές παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια μακρά συνεχιζόμενη διαδικασία συνταγματικής εκτροπής, από το οποίο μάλιστα μια συγκεκριμένη μερίδα των προσφυγικών πληθυσμών που υποχρεώνονταν τώρα να παραδοθούν στον έλεγχό του, οι Κούρδοι της Συρίας και του Βορείου Ιράκ, είχαν προσπαθήσει να διαφύγουν, καταφεύγοντας στην προσφυγιά. Στους μήνες που ακολούθησαν, οι συνθήκες στα προσφυγικά στρατόπεδα της Τουρκίας έχουν αποτελέσει αντικείμενο καταγγελιών Διεθνών Οργανισμών και Οργανώσεων, με την ίδια την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, επιφορτισμένη υποτίθεται με την επίβλεψή τους, να παραδέχεται πρόσφατα πως της αρνείται η αποτελεσματική εποπτεία και διαχείριση – συχνά ακόμα και η ίδια η είσοδος.
Παράλληλα, η κατάσταση δεν ήταν απαραίτητα πολύ καλύτερη στα δεκάδες κέντρα υποδοχής που ξεπήδησαν μάλλον πρόχειρα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, σε μια προσπάθεια της Ελληνικής κυβέρνησης να παίξει τον δικό της ρόλο στην πολιτική περιορισμού και αποκλεισμού που υιοθέτησε η ΕΕ, με ιδιαίτερα προβλήματα να παρουσιάζονται στα «κλειστά» καμπ που φιλοξενούν όσους είχαν την ατυχία να πατήσουν σε ελληνικό έδαφος μετά την 15η Μαρτίου 2016 (πχ σε εκείνο της Μόριας στην Λέσβο). Ταυτόχρονα ελάχιστα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν τηρήσει την συμφωνία σχετικά με τον αριθμό αιτούντων άσυλο στην Ένωση που θα αναλάμβαναν να αποδεχτούν στα εδάφη τους για μετεγκατάσταση. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις (όπως της Ουγγαρίας), ουσιαστικά οι εθνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν πλήρως την τήρηση των συμφωνηθέντων, επιτείνοντας το δράμα εκείνων που έχουν εγκλωβιστεί στα εν Ελλάδι καμπ και τις δαιδαλώδεις, γελοιωδώς γραφειοκρατικές διαδικασίες ασύλου, μετεγκατάστασης και οικογενειακής επανένωσης.
Εντούτοις η αυθαίρετη διάκριση που εισήγαγε η συμφωνία του Μαρτίου και η ουσία του αποκλεισμού δεκάδων χιλιάδων οικογενειών ικετών πίσω από τείχη δεν προκάλεσαν το κοινό ευρωπαϊκό θυμικό ούτε ξεσήκωσαν αντιδράσεις, θεσμικές και κοινωνικές, αντίστοιχης μαζικότητας, έντασης και αμεσότητας με εκείνες που ξέσπασαν στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα. Τουναντίον, μάλλον ανακούφισαν την μεγάλη μάζα των Ευρωπαίων νοικοκυραίων, που είχαν πλήρως υιοθετήσει το αφήγημα της εισβολής των «βάρβαρων» και επικίνδυνων για την κοινωνική συνοχή ισλαμιστών, που θα ήταν αδύνατο να ενταχθούν ομαλά στην δυτική ευρωπαϊκή κουλτούρα. Δεν είναι τυχαίο πως τις ίδιες ημέρες εμφανίστηκαν στα ΜΜΕ της Βόρειας Ευρώπης αμφισβητούμενης αλήθειας ειδήσεις περί μαζικών επιθέσεων σε (δυτικές) γυναίκες, που αποδίδονταν σε νεαρούς πρόσφυγες και μετανάστες, παρά την αδυναμία να επιβεβαιωθούν οι σχετικές πηγές τους. Όπως δεν είναι τυχαία η πολιτική προέκταση αυτού του αισθήματος, με την ολοένα και ευρύτερη στήριξη ξενοφοβικών θέσεων και πολιτικών στην Ευρώπη, από τις Προεδρικές εκλογές στην Αυστρία και την πρόσφατη προσέγγιση των συντηρητικών της μείζονος αντιπολίτευσης στην Σουηδία με τους ξενόφοβους ακροδεξιούς, ως την άνοδο της Λε Πεν στην Γαλλία και την απόλυτη επιτυχία της φοβικής αντιμεταναστευτικής ρητορικής στο δημοψήφισμα του Brexit.
Οι χρονικά περιορισμένες, και μάλλον επίσης περιορισμένης έκτασης, εκδηλώσεις υποδοχής προσφύγων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (ιδίως την Γερμανία) την Άνοιξη του 2016, το μαζικό κίνημα αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα και η ροή εθελοντών από όλη την Ευρώπη που έσπευσαν να απλώσουν χέρι βοήθειας, μπορεί να προσπάθησαν να σώσουν την τιμή των λαών της Ευρώπης, αλλά σίγουρα δεν μπορούν να σώσουν τους μηχανισμούς της θεσμικής της έκφρασης από την κατηγορία της υποκρισίας.
Εξάλλου, το προσφυγικό, παρότι ήρθε στην επιφάνεια στις αρχές του 2015, με την αύξηση στην ένταση του Συριακού πολέμου και την συνακόλουθη επίταση των κυμάτων φυγής, δεν είχε χτυπήσει τότε για πρώτη φορά την πόρτα της Ευρώπης. Ήταν το Φλεβάρη του 2014, σε στιγμή ανύποπτη από άποψη δημοσιότητας του ζητήματος, που η τότε Αντιπρόεδρος της ΕΕ Βίβιαν Ρέντινγκ πραγματοποιούσε περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις πρώτες ημέρες της συζήτησης σχετικά με το μέλλον του εντός της ΕΕ, ενόψει του τότε διαφαινόμενου για το 2017 δημοψηφίσματος, προκειμένου να προωθήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως προπύργιο προστασίας των φιλελεύθερων δικαιωμάτων και δημοκρατικών αξιών, με προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας της την στάση της Ένωσης στην Ουκρανική «Επανάσταση». Λίγους μήνες νωρίτερα το ναυάγιο της Λαμπεντούζα συγκλόνιζε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, έχοντας ακολουθηθεί από το αντίστοιχο συμβάν στο Καστελόριζο. Ταυτόχρονα, Ευρωπαϊκά κονδύλια είχαν χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία νεοφανών στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών, όπως της τότε διαβόητης Αμυγδαλέζας. Μολαταύτα, όταν σε μεγάλη δημόσια ομιλία της στο Πανεπιστήμιο του Καίημπρητζ η Επίτροπος ρωτήθηκε σχετικά, αρνήθηκε ακόμα και να επιβεβαιώσει την ίδια την ύπαρξη της Αμυγδαλέζας ή αντίστοιχων καμπ στην Ιταλία. Η επίσημη θέση της ΕΕ ήταν πως το πρόβλημα απλώς «δεν υπήρχε». Και μόνο η περί του αντιθέτου νύξη συνιστούσε άρνηση της ουσίας της Ένωσης, αντιμετωπιζόμενη με δυσπιστία, αν όχι αριστοκρατική θυμηδία, από ακαδημαϊκούς και κοινό, που αδυνατούσε να πιστέψει πως εικόνες αντίστοιχες εκείνων των στρατοπέδων συγκέντρωσης του παρελθόντος θα μπορούσαν να αποτελούν την πραγματικότητα του παρόντος της Ένωσης. Η πραγματικότητα έπρεπε να συνάδει με το επικρατούν αφήγημα, και αν δεν το έκανε, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Έκτοτε είναι προφανές ότι μέχρι και τα ελάχιστα προσχήματα κατέπεσαν, και η πραγματικότητα κοίταξε την Ευρώπη καταπρόσωπο.
Σιωπηλές πομπές χιλιάδων ανθρώπων, που βάδιζαν κουβαλώντας στους ώμους τα παιδιά, τους ανήμπορους και τους ηλικιωμένους τους, με βλέμματα γεμάτα κούραση, απώλεια, και αποφασιστικότητα, ξεδιπλώνονταν για χιλιόμετρα τους πρώτους μήνες του 2016 στους αυτοκινητοδρόμους που διέσχιζαν την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι έναντι των οποίων προσπαθούσε να οχυρωθεί η πολιτισμένη Ευρώπη. Εχθρός του πολιτισμού της ήταν ο γιος που κουβαλούσε στους ώμους τον γέρο πατέρα του – μια εικόνα που είναι η πεμπτουσία του πολιτισμού του ίδιου.
Οι περιβόητες αρχές, που σήμερα επικαλούνται οι ηγέτες της Ευρώπης ως απόδειξη της ηθικής και αξιακής της υπεροχής έναντι μιας ξενοφοβικής Αμερικανικής κυβέρνησης, φαίνεται πως στην πραγματικότητα συνίστανται στην υπεροχή των οικονομικού αγαθού της «σταθερότητας» και της διατήρησης του συντηρητικού αφηγήματος που το υπηρετεί έναντι της προστασίας των ζωών εκείνων που προσέρχονται ως ικέτες στης πύλες της, πολλοί εξ αυτών προσπαθώντας να αποδράσουν από κινδύνους που η ίδια η Ευρώπη υποδαύλισε ή ανέχτηκε. Σε μια τέτοια πραγματικότητα, το νόημα λέξεων όπως «αξιοπρέπεια», «διαφορετικότητα» «αλληλεγγύη», που θεωρητικά αποτελούν την πεμπτουσία όσων εκπροσωπεί η Ευρώπη, φαίνεται πως έχει διαστρεβλωθεί τόσο ώστε να έχει καταστεί κενό περιεχομένου. Η γηραιά Αυτοκράτωρ Ευρώπη είναι γυμνή. Και αν το πνεύμα του Διαφωτισμού, που, κατά τους θιασώτες του Ενωσιακού οικοδομήματος, υποτίθεται πως υπήρξε η φιλοσοφική ψυχή της σύλληψης του, δεν είχε αφήσει το ταλαιπωρημένο, στρεβλό θεσμικό σώμα της Ένωσης τα χρόνια που προηγήθηκαν, σίγουρα πλέον το έχει κάνει. Αφήνοντας πίσω του ένα πτώμα που έχει αρχίσει να αποσυντίθεται.
Μέσα σε αυτήν την ηθική και θεσμική πραγματικότητα της Ένωσης, Μέρκελ, Ολάντ και λοιποί ηγέτες και θεσμικοί ταγοί θα έπρεπε τουλάχιστον να επιδείξουν στοιχειώδη συναίσθηση, μεταμέλεια και ταπεινοφροσύνη – αν όχι ντροπή. Μάλλον δεν θα έπρεπε να κουνούν εύκολα το δάκτυλο, καβαλώντας το επικοινωνιακό κύμα της εύλογης αγανάκτησης έναντι του Ντόναλντ Τραμπ και της ξενοφοβικής εκτροπής της Αμερικανικής Προεδρίας. Τα πεπραγμένα τους δεν δικαιολογούν την φαρισαϊκή αυτοπροβολή τους ως υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κατακεραυνώνουν την ανέγερση τειχών, ενώ κρύβονται πίσω από τα τείχη που οι ίδιοι ύψωσαν για να κρατήσουν έξω τους μελαμψούς αλλόθρησκους, τους «ξένους».
Και μαζί με τους ηγέτες μας, ίσως θα έπρεπε να δείχναμε λίγη ντροπή και οι απλοί Ευρωπαίοι νοικοκυραίοι, που επίσης φρίττουμε εκ τους ασφαλούς. Και ίσως να ρίξουμε μια ματιά στο πώς αντέδρασαν οι «απολίτικοι» Αμερικανοί. Ανεξαρτήτως της άνεσης τους ή του συνήθους βαθμού ενασχόλησής τους με τα κοινά, έτσι αντιδρούν οι άνθρωποι όταν βλέπουν μπροστά τους να υφίσταται επίθεση η εντελώς θεμελιώδης ανθρώπινη αξιοπρέπεια του διπλανού τους, όταν ο ρατσισμός και οι απαρχές του φασισμού χτυπούν την πόρτα τους: εξοργίζονται. Βγαίνουν στους δρόμους, αντιστέκονται, και ταυτόχρονα δίνουν το χέρι για να βοηθήσουν όσους το έχουν ανάγκη. Είναι τόσο απλό. Ανεξαρτήτως θεωριών και αναλύσεων, χωρίς αστερίσκους. Δεν αποδέχονται ό,τι συμβαίνει ως τετελεσμένο και νέα κανονικότητα. Εκτός κι αν κρυφά συμφωνούν με τις ιδέες και τις προκαταλήψεις που την υποδαυλίζουν.
Για εκείνους τους εραστές της ιστορίας της ηπείρου μας που αναρωτιούνται πώς είναι ανθρωπίνως δυνατόν ο μέσος Γερμανός να αποδεχόταν παθητικά, αν όχι να συναινούσε ρητά ή σιωπηρά, στις πολιτικές των ηγετών του, στα πογκρόμ και τα εγκλήματα μιας άλλης, σκοτεινής εποχής, πώς ήταν δυνατόν να τα εκλογικεύει ή να τα αποδέχεται ως τη νέα του κανονικότητα, η απάντηση είναι απλή: Ακριβώς όπως το κάνουμε εμείς σήμερα.
Ναι, ας οργιστούμε και ας αντιδράσουμε στο δόγμα Τραμπ.
Αλλά ας ρίξουμε και μια ματιά στον καθρέφτη. Ίσως δούμε ένα σκληρό πορτοκαλί πρόσωπο να μας κοιτάζει.
Φώτης Βέργης, για το Νόστιμον ήμαρ