Επικαιρότητα

Στην κολυμβήθρα της Αγάπης σου

By Γιάννης Δημογιάννης

August 26, 2016

Από τον Γιάννη Δημογιάννη

Και ο προφήτης είπε:

«Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου.                                                                         

Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή…                           

Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου                        

αφού ιδέες έχουν δικές τους.                                                                                

Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους            

αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο                                                   

που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου…»

Με είπες σάρκα από τη σάρκα σου. Αίμα της καρδιάς σου. Μοναδικό όνειρο της ζωής. Αιτία, που σε κάνει να νιώθεις ευτυχία, πληρότητα, περηφάνια. Με είπες σκοπό, νόημα και προορισμό. Αρχή και τέλος… Το ξέρω, την άκουσα τόσες φορές, την αναπότρεπτη ιστορία σου. Και οι δικοί σου γονείς, εξάλλου, τα ίδια έλεγαν, όταν σ’ έφερναν στον κόσμο. Γιατί και εσύ – μην το ξεχνάς – ήσουν κάποτε, παιδί, όπως, τώρα, εγώ. Ήσουν εικόνα απ’ την εικόνα μου. Ανάσα απ’ την πνοή μου, κλάμα απ’ το αναφιλητό μου, παλμός απ’ το καρδιοχτύπι μου. Μέχρι που μεγάλωσες, το πρόσωπο σου άλλαξε, σκλήρυνε, κι έγινες και εσύ, γρανάζι του ρολογιού, και κρίκος της αλυσίδας.

Η αλήθεια, όμως, είναι μία, κι ας στρέφεις αλλού το πρόσωπο. Ποτέ σου, δεν με άκουσες. Ποτέ σου, δεν αφουγκράστηκες μονάχα τη φωνή μου, ή τουλάχιστον, πριν ακούσεις τη δική σου, αλάθητη φωνή. Ποτέ σου, δεν ένιωσες τη μοναξιά, την αγωνία μου. Δεν είδες τον κόσμο, με τα μάτια μου. Δε μοιράστηκες έστω, την εκδοχή μου, για το παρόν, το μέλλον. Δε χώρεσες τις ανάγκες, τα όνειρα, τους σκοπούς μου.

Οι ρόλοι, και για τους δύο μας, γνωστοί, απαράλλαχτοι και μοιρασμένοι. Πάντα, κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα σου, αποκλειστικά. Λες και ήμουν φάντασμα, σκιά του εαυτού σου, δίχως καμία παρουσία, λόγο, και δικαίωμα ελευθερίας. Με συνταγή – το ξέρεις καλά – προαιώνια και απαράβατη. Με Νόμο αδιαπραγμάτευτο, που βαφτίστηκε, δήθεν, υπερκόσμιος και ανυπέρβλητος:

«Αυτή η Μοίρα μάς δόθηκε, ποιος είμαι εγώ, που θα αντιταχθώ, που θα τ’ αλλάξω;» ∙ αυτό σε θυμάμαι να λες, να επικαλείσαι, κάθε που έπρεπε να σιγήσει έως και ο παραμικρός, παιδικός ψίθυρος!

Το άλλοθι, οικείο σε σένα, γιατί, πίσω απ’ την προβλέψιμη δικαιολογία, θα έγραφες τις ζωές, τ’ όνειρά μας. Με όρους τετελεσμένους, ανεπίστρεπτους. Με συμβόλαιο, βαρύ και αδιαμφισβήτητο: Εσύ, ο τοξότης, εσύ το τόξο, και εγώ, διαρκώς, το βέλος, που με έστελνες, όπου ακριβώς εσύ ήθελες.

Ποτέ σου, βέβαια, δε ζήτησες τη γνώμη μου, δεν μπήκες καν στον κόπο να ρωτήσεις. Έστρωνες απλά το χαλί που σου άρεσε, που σε βόλευε, κι ύστερα η φωνή ρίζωνε μέσα μου, κι όριζε:

«Περπάτα ∙ από εδώ και πέρα, τούτη είναι η Τύχη σου. Αυτό το γραμμάτιο σού κλήρωσε, αυτό σού πρέπει να φορτωθείς, να ξεπληρώσεις… Και αν τα μυαλά σου πάρουν αέρα – ούτε που να το σκεφτείς. Είσαι μικρός, είσαι μικρή, θα το λουστείς, θα το χωρέσεις, θα το συνηθίσεις ∙ όπως και εγώ, όπως και τόσοι άλλοι, αναρίθμητοι, πριν από εσένα, κι από ’μένα».

Οι απορίες, οι ανησυχίες μου, ατέλειωτες. Όποτε γεννιόταν και μία νέα – στο λέω να το μάθεις – ο λόγος σου, με στοίχειωνε από τις πρώτες, κιόλας, ώρες της ζωής μου: «Συμβαίνουν, δυστυχώς, και αυτά». Βρόχος, συνάμα, δίχτυ αδιαπέραστο, κι άδικη παρηγοριά, που με ’πνιγαν στα δύσκολα. Κάθε φορά που συναντούσαμε στο δρόμο μας, δοκιμασίες, και με πολιορκούσε το παράπονο ή ένα δέος, για όσα δεν μπορούσα ν’ αγγίξω ή να εξηγήσω. Να βλέπω διαρκώς, τον εαυτό μου να σκοντάφτει στην ίδια, αφοπλιστική εξήγηση των μεγάλων, για όλα τα διφορούμενα αινίγματα τούτου του κόσμου. «Συμβαίνουν και αυτά»…

Συμβαίνουν – γιατί όχι – τα λάθη μες τη Φύση, κι ας στιγμάτιζαν το κορμί μου, ισόβια. Συμβαίνουν οι τρύπιες σκηνές, κι ας μπάζουν βροχή και χιόνι, Γενάρη, καταχείμωνο. Συμβαίνουν τα παιδιά ζητιάνοι, αρκεί να θρέφουν τη φαμίλια τους. Συμβαίνει να ονειρεύονται νεκρούς, και να ξυπνούν – γιατί όχι – δίπλα σε νεκρούς. Να ζώνονται σαν μαχητές, με δυναμίτες, και να τινάζονται, δείχνοντας την πίστη στο Θεό. Να υποφέρουν, αλλά ν’ αντέχουν. Να κλαίνε, αλλά να συνεχίζουν. Να καθηλώνονται, αλλά να βλέπουν στα σκοτάδια… «Συμβαίνουν και αυτά», αυτό επαναλάμβανες ανώδυνα, και έμοιαζε, λες και μού ’κλεινες πρόχειρα το στόμα, για να σταματήσω τα «γιατί», την ενοχλητική μουρμούρα.

Ποτέ σου, όμως, δεν αναρωτήθηκες, αν μπορώ ν’ αντέξω όλα όσα συμβαίνουν, και για πόσο.

Πόσο ν’ αντέξω το χειμώνα, τις οβίδες, την πολιορκία; Πόσο ν’ αντέξω να μετρώ νεκρούς φίλους και άδεια θρανία; Πόσο, να ονειρεύομαι νεκρούς, και να ξυπνώ δίπλα σε νεκρούς; Πόσο, να κρύβομαι, αλλά όχι από χαρά; Πόσο, να περπατώ, αλλά όχι στα χαμένα; Πόσο, να ζω, αλλά όχι σ’ αντίσκηνα; Πόσο, να βλέπω στην ταυτότητα μου, όχι πια όνομα, αλλά «Ασυνόδευτος ανήλικος»;

Πολλά άντεξα, έως τώρα, Μάνα. Όχι, όμως, αυτό.

– Θυμάσαι εκείνη τη μέρα, που δε σταμάτησαν καθόλου οι οβίδες; Θυμάσαι που δεν μπόρεσες να με παρηγορήσεις, όσο κι αν προσπάθησες;

Εκείνο το απόγευμα, δεν άντεξα, άλλο, μάνα. Κρυβόμουν κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας, γιατί δεν μπόρεσα άλλο ν’ ακούω τις οβίδες να σφυρίζουν πάνω απ’ το σπίτι μας.

Δεν το ’πα σε κανέναν σας, γιατί κανείς δε θα με πίστευε, αλλά, εκείνη τη μέρα συνάντησα σαν μαύρο φάντασμα, το Θάνατο. Με πλησίασε βουβός, και στάθηκε δίπλα από το τραπέζι, πάνω μου. Έκλεισα στην αρχή τα μάτια, προσευχήθηκα με όλη μου τη δύναμη να φύγει, αλλά τότε ένιωσα την ανάσα του, να διαπερνά τ’ αυτιά μου. Όταν τόλμησα και τον κοίταξα, το αίμα μου πάγωσε. Με άγγιξε δύο φορές, κι ήταν σαν να άδειασε η ζωή, μέσα μου.

Βγήκα, ζωντανός νεκρός, έξω από το «καταφύγιο» – έτσι, κορόιδευες το φόβο μου, όταν κρυβόμουν εκεί κάτω. Σύρθηκα δίπλα σου, δίχως να ξέρω αν θα με αποπάρεις,  και σε τράβηξα επίμονα, απ’ την ποδιά σου.

Έπλενες τα πιάτα, και ούτε που κατάλαβες, πότε βρέθηκα πίσω σου.

Ένιωσες, αμέσως, το τράβηγμα – ήτανε, βλέπεις, το σύνθημά μας, κάθε που ήθελα να σε ρωτήσω, δίχως να μας καταλάβουν άλλοι. Γύρισες, με κοίταξες κατάματα, έπιασες την αγωνία μου, κι ύστερα έσκυψες πάνω μου τρυφερά:

«Τι έχει το αγόρι μου; Γιατί είναι κάτασπρο το μουτράκι του;»

Δίστασα, ξανά και ξανά – ήταν το  χειρότερο λεπτό της ζωής μου – έσφιξα, όμως, τα δόντια, και σε ρώτησα: «Μάνα, θα πεθάνεις;»

Ξαφνιάστηκες – κι ούτε που το ’κρυψες – δίστασες λίγο, τα μάτια σου βυθίστηκαν σε μία μαύρη τρύπα, αλλά προσποιήθηκες, δήθεν, την ανέμελη, τη χαρούμενη:

«Καλέ, τι σκέφτηκε, τώρα, το γενναίο, το αγόρι μου; Δεν είπαμε να μη φοβόμαστε τις βόμβες; Δεν είπαμε πως η μανούλα θα είναι πάντα, δίπλα σου; Δεν είπαμε πως ο Προφήτης προστατεύει το σπίτι μας; Δεν…»

Όλα μού τα ’πες, μάνα, αλλά δεν πρόλαβες ν’ απαντήσεις στην τελευταία μου απορία. Γιατί δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω, «μήπως συμβαίνουν και αυτά»…

Και ο προφήτης είπε:

«Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου…                                                                                  

Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις

αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα

αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες

Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου                                                             

ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά»