Του Δημήτρη Βεργίνη
Στις πόλεις των ξεστολισμένων δέντρων η μελαγχολία περιμένει το ξημέρωμα να περάσουν τα σκουπιδιάρικα να τη μαζέψουν. Σαν πλάνης σκύλος που σε κάθε γωνία βρίσκει ένα αφημένο μήνυμα για έναν γνωστό που πέθανε από φόλα, από κάποιον άλλον αλήτη που νωρίτερα πέρασε από εκεί. Σαν παγωνιά που περονιάζει τα κόκκαλα των αστέγων σε όποιο παγκάκι τους επιτρέπει ακόμη ο λουσάτος δήμαρχος να κοιμούνται. Σαν μια γειτονιά άφωτη γιατί κανείς δε σήκωσε ένα τηλέφωνο να πει για τα σκοτάδια του δρόμου (των δρόμων) του.
Στις πόλεις των ξεστολισμένων δέντρων όλοι είναι θλιμμένοι κι όλοι είναι μόνοι κι ας ποστάρουν ευτυχισμένοι κι ας ταγκάρουν παρέες. Είναι τύποι με ακροφοβία που προσπαθούν να ισορροπήσουν στην άκρη του κόσμου. Είναι κορίτσια με ωραιοπάθεια που ζουν κουβαλώντας έναν καθρέφτη για να ‘χουν πάντα εύκαιρο το φλερτ. Είναι αγόρια που ψάχνουν τη φάση για να ‘χουν μετά να αφηγηθούν κάτι που δε θα θυμούνται καν ότι το έζησαν. Είμαστε εμείς σε σχέσεις αλλοτριωμένες που δε βρίσκουμε δυο έρμες λέξεις να κρατήσουν το ενδιαφέρον για πέντε λεπτά στις μεταξύ μας συζητήσεις.
Ζούμε νεκροί από χρόνια και παριστάνουμε τους ζωντανούς για να ‘χουν σε κάποιο μέλλον οι ιστορικοί να αναφέρουν και τη δική μας εποχή. Ζούμε διοργανώνοντας συλλαλητήρια για γεωγραφικά ονόματα όταν κανείς μας δεν ξέρει να αναφέρει το όνομα του διπλανού του, του γείτονά του, αυτού που στον πρώτο όροφο μένει χωρίς ρεύμα, του άλλου απέναντι που δεν έχει να πληρώσει τα φάρμακα για τον καρκίνο του, του παρ’ άλλου που στα δικαστήρια χάνει το σπίτι του. Ζούμε χειροκροτώντας παραστάσεις που στιλιζαρισμένα λάμπουν στο σανίδι, μα πίσω απ’ τη σκηνή άντρες βαρβάτοι χτυπάν συμπρωταγωνίστριές τους γιατί τους στέρησαν μιαν ατάκα. Με την παρουσία μας επικροτούμε την τιμωρία του θύματος που αντικαταστάθηκε γιατί δε σιώπησε, επικροτούμε τη διαιώνιση της φαλλοκρατίας, την παγίωση του σεξισμού. Ζούμε αντιστεκόμενοι με τρίωρες στάσεις εργασίας σε πολυνομοσχέδια που παλουκώνουν και τα τελευταία επιζήσαντα δικαιώματα από το πογκρόμ της τελευταίας δεκαετίας. Ζούμε νεκροί. Περιφερόμενα ζόμπι από mall σε mall, από Black Friday σε Blue Monday, από shopping therapy σε ψυχανάλυση.
Έχω ένα φίλο που κάθεται στα μπαρ και παρατηρεί τους ανθρώπους από την εφηβεία του ακόμη. Είναι το χόμπι του πες. Αν μπορούσε αυτό να το μετρήσει θα ‘χε ήδη καταχωρήσει μπορεί εκατοντάδες χιλιάδες πρόσωπα, εκατομμύρια γκριμάτσες, πολλά ονόματα, αμέτρητες χροιές φωνής. Αυτός ο φίλους μου, πια κάθεται πλάτη στην μπάρα και κοιτάζει στον τοίχο. “Δεν έχει νόημα” μου λέει. “Αρκεί να δεις έναν και τους έχεις δει όλους. Ένα διαρκές scroll down σε οθόνες που παρεμβάλλονται της όποιας επικοινωνίας”.
Στις πόλεις των ξεστολισμένων δέντρων μόνο ξέπνοες ομορφιές μπορείς να συναντήσεις. Αν δεν ψάξεις, αν δεν τις βοηθήσεις, τούτες οι πόλεις το ‘χουν χάσει το παιχνίδι. Έξω από κάθε κάδο κι ένα ξεραμένο έλατο σαν αποτυχημένη απόπειρα του βουνού να προσαρμοστεί και να ακολουθήσει τις νόρμες της τσιμεντένιας πολιτείας. Σαν ηρωικά ξεψυχίσματα του πράσινου, που λίγο πριν είχε κάνει είσοδο με Ωσαννά, να σπάσει τη μονοτονία του γκρι.
Στις πόλεις των ξεστολισμένων δέντρων κάποιοι ακόμη αγκαλιάζονται. Είναι οι εξαιρέσεις. Κι είναι τόσο λίγοι που δεν μπορούν να τα βάλουν με την τόση ασχήμια. Συνήθως λυγίζουν και παραιτούνται της όποιας προσπάθειάς τους στο πρώτο σήκωμα των ματιών στον ουρανό. Στην πρώτη στιγμή της παρατήρησης των σβησμένων λαμπιονιών, αφημένων εκεί για τον επόμενο χρόνο, για κάποια επόμενη γιορτή, για κάποια επόμενη μυθική γέννηση που θα “κινήσει” την αγορά.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 20.12.2017