Ξύπνησε γεμάτος χαρά. Σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα, η μέρα που θα έδιναν το μεγάλο χτύπημα στο λαϊκισμό. Κοίταξε το αφημένο στο κομοδίνο βιβλίο του Σημίτη. Χαμογέλασε… ο πρωθυπουργός της καρδιάς του, ο άνθρωπος που προσπάθησε να κάνει την Ελλάδα πολιτισμένο κράτος, χωρίς βέβαια να τα καταφέρει, χαιρετούσε τα πλήθη. Έκλεισε πάλι τα μάτια· όχι δεν νύσταζε, ήθελε να ονειρευτεί τον Κούλη, τον άξιο διάδοχο του Σημίτη, τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε να βάλει την Ελλάδα στην τροχιά της ανάπτυξης και της ευημερίας. Αυτός, ναι αυτός, θα κατάφερνε ότι δεν κατάφερε ο αγαπημένος Κινέζος. Είχε όλα τα προσόντα: μόρφωση, καλλιέργεια, όραμα. Γι’ αυτό τον πολεμούν με τόση λύσσα ο λαϊκιστές, επειδή δεν τους μοιάζει. Σηκώθηκε, κατούρησε, έκανε γιόγκα, έφτιαξε καφέ· το μυαλό του κολλημένο στον Κούλη. Εγώ με τον Κούλη, μουρμούριζε συνεχώς, μέσα του και έξω του. Εγώ με τον Κούλη…
Έφαγε ανόρεχτα, λόγω του άγχους, τα γεμιστά με κάστανο κρουασάν και ετοιμάστηκε για να βγει. Ήθελε να ψηφίσει από τους πρώτους, να γεμίσει την κάλπη με θετική ενέργεια για τον Κούλη. Φόρεσε το παλτό του, τύλιξε το κασκόλ γύρω από το λαιμό, έφτιαξε τον κόμπο της γραβάτας. Ήταν έτοιμος. Απολύτως έτοιμος. Τώρα έμενε μόνο ένα… κι άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου για να πάρει το διαβατήριό του. Το πήρε στα χέρια του κι άρχισε να το εξετάζει, λες και το έβλεπε για πρώτη φορά. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Να ήταν, άραγε, αυτή η τελευταία του μέρα στην πατρίδα των γονιών του; -ο ίδιος δήλωνε Ευρωπαίος και όχι Έλληνας, πατρίδα του όλη η ήπειρος, πλην Ελλάδας. Ναι, ήταν αποφασισμένος, αν κι αυτή τη φορά δεν επικρατούσαν των λαϊκιστών, θα έφευγε. Τον Κούλη βέβαια, όπως και τον Σημίτη, θα τον είχε πάντοτε στην καρδιά του, αλλά δεν μπορούσε να μείνει άλλο σ’ αυτή την υπανάπτυκτη χώρα. Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα εκλεγόταν ένας τύπος με μουστάκι.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό του και έβαλε το διαβατήριο στην τσέπη. Ένα παράξενο πράγμα, ενώ ήταν αισιόδοξος αναφορικά με την εκλογή του Κούλη, κάτι μέσα του του έλεγε πως πρέπει να κοιτάξει σε ποια πόλη θα μείνει. Το Παρίσι ήταν η αγαπημένη του πόλη, αλλά δεν μπορούσε να ανεχθεί τη Λεπέν. Λονδίνο; Ναι, οι Αγγλοσάξωνες ήταν του γούστου του. Και τη Νέα Υόρκη όμως την αγαπούσε με πάθος. Κάποτε, στο Μανχάταν, είχε γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του, την Κριστίν, κόρη Ισπανοεβραίου κοσμηματοπώλη.
Βγήκε στο δρόμο. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει, σκέφτηκε, και πήρε το δρόμο για το εκλογικό κέντρο. Κι αν είναι γραφτό μου να εγκαταλείψω αυτή την παρηκμασμένη χώρα, ας την εγκαταλείψω. Ούτε πόνος, ούτε δάκρυα. Πολίτης του κόσμου…