Της Βάλιας Κάλντα
Στα λεωφορεία παρατηρώ τους ανθρώπους σαν να είναι σινεμά, μοιάζουν συχνά με άδεια κτήρια και με κήπους. Έξω μυρίζει μαζούτ και εμείς είμαστε όλοι μαζεμένοι σαν σαρδέλες στην κοιλιά μιας φάλαινας που μας κατάπιε και θα μας φτύσει τον καθένα αλλού.
Έξω μυρίζει μαζούτ και οι γριές θα ανοιγοκλείνουν τα παράθυρα του οχήματος σαν να είναι παιχνίδι, όπως μια φάλαινα ανοιγοκλείνει τα μάτια της -σε ποιον θα πέσει ο κλήρος σήμερα- όμως σήμερα είναι όμορφα, γιατί όπως πάντα παίζουν μες την κοιλιά του κήτους μουσικές καρέκλες ποιος θα κατσει, φωνάζουν τον γηραιότερο να του χαρίσουν θέση δίχως να παίζει, μα εκείνος λέει “να καθίσει ο κύριος καλύτερα που έχει το παιδί” και είναι όμορφα γιατί είναι άντρας και κρατάει ένα παιδί στην αγκαλιά του σαν γυναίκα και είναι άντρας και λέει σε έναν άλλον άντρα να καθίσει γιατί κρατάει παιδί και τον λέει Κύριο, στη χώρα μου αποκαλούν κυρίους μονάχα τους λευκούς, μα αυτός έχει το χρώμα που έχει η θάλασσα. Είναι σα μαύρο γάλα, όπως το αίμα που ξεκινάει από το Κερατσίνι και χύνεται πίσω απ’τη Δραπετσώνα, εκεί που ξεκινάει μια πηγή που τρέχει και δεν κλείνει.
Μια γριά κάθεται δίπλα μου με κείνη την οστεϊκή μάζα προ του τέλους, μια γριά συρρικνωμένη, γελάει που εκείνος κάθεται και μου κουνάει με χαρά το κεφάλι, στέκει από πάνω της όρθιο ένα από ‘κείνα τα παιδιά που φτάσανε από τις μακρινές Ινδίες, του λέει “κάτσε κι εσύ, κάτσε”, του δείχνει μια άδεια θέση όπως αν ήταν γιος της θα του τηγάνιζε πατάτες, “κάτσε, κατσε” του ξαναλέει κάτσε, λες και γιορτή έχουμε εδώ μέσα και πρέπει όλοι να κάτσουν και να τους βγάλεις πιάτο.
Διαολεμένοι άνθρωποι, τη μια σου τρων τα σωθικά την άλλη σε κάνουν να πιστεύεις ότι υπάρχει ελπίδα, πως κάτι θα επιβιώσει από όλα αυτά. Σε ένα καράβι στοιβάζεται άσπρη σκόνη, άσπρη σκόνη, μαύρη θάλασσα- κάτι θα επιβιώσει από όλα αυτά, όπως εκείνη αποκοιμιέται δίπλα μου και κάνει τη μαγκούρα μαξιλάρι, πέφτει πάνω της το πρώτο φως της μέρας καθώς κουνιόμαστε όλοι μες την κοιλιά της φάλαινας που θα μας φτύσει όλους κάπου. Τις πρώτες ώρες πριν το φως δεν τις αγαπάω, είναι σαν ζώνη μεταξύ ζωής και θανάτου, μου θυμίζουν τις ήττες μου. Κοιμάται και θα ξυπνήσει για να φωνάξει “στην επόμενη, στην επόμενη”, λες και είμαστε πειρατικό καράβι, όταν ένα κορίτσι ψάχνει που να κατέβει για τα μεγάλα μαγαζιά με είδη υγιεινής.
Ύπουλα πλάσματα οι άνθρωποι. Σε κάνουν να πιστεύεις ότι υπάρχει ελπίδα. Σαν τα πουλιά, πετάνε πάνω απ’τα πετρέλαια. Κάτι θα αντέξει από όλα αυτά. Κάτι θα περισώσω.
Πεθύμησα έναν άνθρωπο-άνθρωπο. Ζεστό κι ανώδυνο.Θα πάρω ένα καράβι που θα πηγαίνει αργά-αργά, “λόγω δυσμενών μολυσματικών συνθηκών”.