Η μετάβαση από την κεϋνσιανή πολιτική στο μονεταρισμό του νεοφιλελευθερισμού και από την τρίτη βιομηχανική επανάσταση στην τέταρτη.
- του Κώστα Νάκου
Η ΤΡΙΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Οι σημερινοί 60άρηδες, και άνω, έζησαν στην επαγγελματική τους ζωή την καλύτερη μέχρι τώρα περίοδο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης. Ήταν η περίοδος της άνθισης του καπιταλισμού και είχε την υπογραφή του Τζων Μέυναρντ Κέυνς. Ήταν η εποχή που ο μισθωτός πήγαινε να πιστέψει ότι τα ιδιαίτερα δεινά των κεφαλαιοκρατικών οικονομιών ανήκαν πλέον στο παρελθόν.
Από τον καθησυχασμό της καπιταλιστικής ευδαιμονίας τον ξύπνησαν οι νέες τεχνολογίες. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80 που όλα άρχισαν να αλλάζουν με την είσοδο των νέων τεχνολογιών, που συνέπεσε με την άνοδο στην πολιτική εξουσία του νεοφιλελευθερισμού και του οικονομικού μονεταρισμού. Η πλήρης απασχόληση της κευνσιανής πολιτικής θεωρήθηκε ξεπερασμένη, γι’ αυτό και αντικαταστάθηκε από τις νέες εργασιακές σχέσεις. Και το πουλόβερ άρχισε να ξηλώνεται.
Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι η φύση αρέσκεται να κρύβεται. Αυτό όμως δεν συμβαίνει μόνο στη φύση, συμβαίνει και στην κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι παράμετροι που χρησιμοποιεί η κεφαλαιοκρατική οικονομία για να κρύψει τις συνέπειες της τεχνολογικής επανάστασης για την κοινωνία. Μία τέτοια παράμετρος, στην οποία και θα αναφερθούμε εδώ, είναι η μερική απασχόληση που επιβλήθηκε στα πλαίσια των νέων εργασιακών σχέσεων. Σαφώς και όχι η σπουδαιότερη, ούτε η επικρατέστερη, αφού η αλλαγή των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ίδιας της εργασίας (ως εργασίας χρήσιμης), είναι αυτή που καθορίζει πλέον και την ίδια την πορεία εξέλιξης της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Είναι όμως, στο σύνολό τους, μορφές εργασίας που ξεκίνησαν να επιβάλλονται με την εμφάνιση της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης των νέων τεχνολογιών, για να κρυφτεί η ιδιαιτέρως βλαπτική επίδραση που είχε αυτή στο επίπεδο ζωής των μισθωτών.
Από την καταγεγραμμένη σήμερα ανεργία αποκρύπτεται το πραγματικό της μέγεθος, αφού δεν υπολογίζεται σε αυτήν η μερική (απασχόληση) ανεργία, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ιδιαιτέρως υψηλή, όπως στην Ολλανδία που έχει φτάσει στο ποσοστό του 50,1%. Έτσι διαπιστώνεται ότι υπάρχουν εργαζόμενοι με 4 ώρες απασχόληση ημερησίως, που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας, και που η επίσημη στατιστική τους εμφανίζει ως πλήρως απασχολούμενους. Αν τις χαμένες ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης τις μετατρέπαμε σε ανεργία, τότε στις χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, με το πιο χαμηλό ποσοστό καταγεγραμμένης ανεργίας, αυτή θα αυξανόταν από το 3,4% στο 17,1% και από το 3,7% στο 28,8% αντίστοιχα. Ενώ στις ΗΠΑ το επίσημο 8,4% θα αυξηθεί στο 21,3%. Και τα ποσοστά της μερικής απασχόλησης όλο και αυξάνουν, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο. Το ποσοστό απασχολούμενων με μερική απασχόληση, ηλικίας μεταξύ 15 και 64 ετών, που δεν μπόρεσαν να βρουν θέση πλήρους απασχόλησης το 2018, για την Ελλάδα ανέρχεται στο 70,1%, για την Ιταλία στο 65,7%, για την στο Ισπανία 55,8%.[1]
Μειώνοντας βέβαια τις ώρες απασχόλησης, μειώνεται και ο συνολικός όγκος των προϊόντων, δηλαδή μειώνονται οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 μέχρι και σήμερα, ο μέσος όρος του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ να έχει μειωθεί αισθητά στις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη κευσιανή περίοδο.
Το καθεστώς της μερικής απασχόλησης, ως καθεστώς μειωμένων αποδοχών, αλλά και η υπολειτουργία της ίδιας της παραγωγικής μηχανής, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και την αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Είναι χαρακτηριστικό το πώς οι πραγματικοί μισθοί από την επόμενη της εισόδου των νέων τεχνολογιών, υπόκεινται σε μια συνεχή συρρίκνωση. Αυτό καταγράφεται και στο παρακάτω γράφημα για τη μεγαλύτερη σήμερα οικονομία, των ΗΠΑ.[2] Κάτι αντίστοιχο βέβαια έχει συμβεί και σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο.
ΚΕΥΝΣΙΑΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
Τριανταπέντε περίπου χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και το «θαύμα» της Κευνσιανής ρύθμισης τερματίζεται. Η εποχή που όλοι οι πολιτικοί, δεξιοί και σοσιαλδημοκράτες, ζητωκραύγαζαν όπως ο πρόεδρος Νίξον, «είμαστε όλοι Κευνσιανιστές» τελειώνει. Το καθεστώς της πλήρους απασχόλησης διαδέχεται η «ωφέλιμη ανεργία». Της ενεργούς ζήτησης, η συγκράτηση των μισθών. Των «κοινωνικών παροχών», η περίσσεια αναλγησία. Και μόνο ορισμένοι, ακραία νεοφιλελεύθεροι, ακόμα και σήμερα ισχυρίζονται ότι τότε ζούσαμε με δανεικά τα οποία πληρώνουμε σήμερα. Γιατί ίσως δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι το χρέος πήρε την ανιούσα, όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα,[3] από τότε που στην διεθνή πολιτική σκηνή άρχισαν να κυριαρχούν οι μονεταριστικές πολιτικές τύπου Ρήγκαν, Θάτσερ και Κολ.
Ο Λόρδος Τζων Μέυναρντ Κέυνς βέβαια δεν ήταν κομμουνιστής. Αρνιόταν κατηγορηματικά ότι ήταν και σοσιαλιστής. Όπως ο ίδιος έλεγε «ο προσωπικός μου πατριωτισμός… με τοποθετεί στο δικό μου κοινωνικό περιβάλλον. Ο ταξικός πόλεμος θα με βρει στην πλευρά της μορφωμένης αστικής τάξης».[4] Ο Κέυνς υπήρξε ο κορυφαίος οικονομολόγος του 20ου αιώνα, ο οποίος ήθελε αλλά και ήξερε πώς να υπερασπιστεί καλύτερα τα συμφέροντα της τάξης του.
Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα σε μια εποχή όπου αμφισβητείται πλέον από πολλές πλευρές το «αόρατο χέρι της αγοράς». Και το μεγάλο ζήτημα για την κεφαλαιοκρατική οικονομία είναι αυτό που έβαζε ο Κέυνς: η πλήρης απασχόληση. Γιατί, κατά τον Κέυνς, η παραγωγή εξαρτάται από την ολική ζήτηση και η ζήτηση από το βαθμό απασχόλησης. Γι’ αυτό και ο αποκλειστικός στόχος του Κέυνς ήταν η πλήρης απασχόληση. Το μεγάλο κράτος δεν ήταν ο στόχος του. Το μεγάλο κράτος και οι κρατικές επενδύσεις προέκυψαν από την αδυναμία του ιδιωτικού κεφαλαίου να ανταποκριθεί στην αναγκαιότητα της εποχής, για επενδύσεις μεγάλων και μακροπρόθεσμων σε απόδοση κεφαλαίων. Ο Κέυνς είχε διαπιστώσει ότι «Επενδύσεις βασιζόμενες σε γνήσιες μακροπρόθεσμες προσδοκίες είναι τόσο δύσκολες ώστε σπάνια πραγματοποιούνται».[5]
Οι κεφαλαιοκράτες φυσικό ήταν να επιλέγουν τότε τις βραχυχρόνιες επενδύσεις, τις επενδύσεις δηλαδή με το μικρότερο ρίσκο, από τις κοινωνικά αναγκαίες μακροχρόνιες επενδύσεις υποδομών, που ήταν όμως και οι πλέον ανασφαλείς ως προς την κερδοφορία τους. Γιατί όπως έλεγε ο Κέυνς «Δεν υπάρχει σαφής απόδειξη από την εμπειρία ότι η επενδυτική πολιτική που κοινωνικά είναι συμφέρουσα συμπίπτει με εκείνη που είναι και η πιο κερδοφόρα».[6] Για να καταλήξει έτσι στο συμπέρασμα ότι «Μια κάπως περιεκτική κοινωνικοποίηση της επένδυσης θα αποδειχτεί το μόνο μέσο διασφάλισης της προσέγγισης προς την πλήρη απασχόληση».[7] Το μεγάλο κράτος λοιπόν για τον Κέυνς ήταν το μέσον για να φτάσει η οικονομία στην πλήρη απασχόληση και από εκεί στην ανάκαμψή της.
ΚΕΥΝΣΙΑΝΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;
Η πλήρης απασχόληση λοιπόν έχει εκλείψει από τις κοινωνίες μας εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Και αποτελεί το σημαντικότερο ίσως ζήτημα για το αν και πώς μπορούμε να επιζητούμε σήμερα την εφαρμογή της. Σε κάθε περίπτωση όμως για την εφαρμογή της δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία εκείνης της περιόδου. Γιατί η σημερινή οικονομική δραστηριότητα δεν έχει ανάγκη από στοχευμένη μεγέθυνση κεφαλαίου. Γι’ αυτήν άλλο είναι το ζητούμενο. Είναι ότι οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας από αυτές που χάνονται εξαιτίας τους. Όπως έγινε γνωστό, τα επόμενα πέντε χρόνια εκτιμάται ότι θα χαθούν 7,1 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και αντίστοιχα θα ανοίξουν 2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, σύμφωνα με ανάλυση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) αναφορικά με τα Επαγγέλματα του Μέλλοντος (Future Jobs). Και η τεχνολογία βέβαια δεν προβλέπεται να σταματήσει να εξελίσσεται.
Πλήρη απασχόληση λοιπόν, για την παγκόσμια οικονομία, χωρίς τη σύνδεση της τεχνολογίας με τις ώρες εργασίας δεν μπορεί να υπάρξει. Και εκεί έρχεται η σύγκρουση. Πλήρη απασχόληση με κατάργηση του ελαστικού ωραρίου σε καιρούς δύσκολους για την παγκόσμια οικονομία, που σημαίνει αύξηση του κόστους παραγωγής, θεωρούν ορισμένοι ότι μπορούν να προτείνουν μόνο αδιόρθωτοι κομμουνιστές που, ως συνήθως, βρίσκονται εκτός πραγματικότητας.
Αυτή όμως είναι μια απλοϊκή και έμμονη αντίληψη. Ο Κέυνς έβγαλε από το αδιέξοδο την οικονομία, σε συνθήκες μάλιστα απόλυτης οικονομικής κρίσης. Γιατί η κρίση του 1928 δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Το 1932 η ανεργία στις ΗΠΑ και την Αγγλία, στις δυο μεγαλύτερες οικονομίες, έφτανε το 25%, στη δε Γερμανία το 44%. Παρ’ όλα αυτά ο Κέυνς επέμενε: πλήρη απασχόληση. Πλήρη απασχόληση όμως σε μια οικονομία που η ανεργία αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο; Ακουγόταν εξωπραγματικό. Δημόσιες επενδύσεις από πτωχευμένες οικονομίες; Εμφανιζόταν ως πρόταση χωρίς καμία λογική. Γι’ αυτό και η χώρα του η Βρετανία, ο μεγαλύτερος τότε πιστωτής του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος, αρνήθηκε κατηγορηματικά τις προτάσεις του.
Ο πρώτος που τον εμπιστεύτηκε ήταν ο Αμερικάνος πρόεδρος Ρούσβελτ εφαρμόζοντας προπολεμικά την περίφημη οικονομική πολιτική του Νιου Ντηλ. Ήταν αυτή η πολιτική που τον έβγαλε επικυρίαρχο, έναντι των άλλων οικονομιών, στις διεθνείς αγορές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Ακολούθησαν φυσικά αμέσως μετά και όλες οι αναπτυγμένες τότε οικονομίες.
Πλήρης απασχόληση με πλήρεις αποδοχές θα έλεγε και σήμερα ο Κέυνς. Γιατί όπως έλεγε: «“Το να ανοίγουμε τρύπες στο έδαφος”, με χρηματοδότηση από αποταμιεύσεις, θα αυξήσει όχι μόνο την απασχόληση, αλλά και το πραγματικό εθνικό μερίδιο χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών».[8] Γιατί δεν είναι απλά ότι ο εργαζόμενος θα είχε έτσι ένα μισθό, πράγμα που λίγο ενδιέφερε τον Κέυνς. Είναι ότι με την εργασία του θα συνέβαλλε στη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου. Γιατί όταν η τεχνολογία (σήμερα) ανάβει πράσινο και η οικονομία πατάει φρένο, απαιτείται μια έξωθεν δύναμη για να υπάρξει κίνηση.
ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Η πραγματική οικονομία έχει πολλούς δείκτες μέτρησης. Ο σπουδαιότερος όμως όλων είναι η καταγραφή της οικονομικής πραγματικότητας που βιώνει ο εργαζόμενος. Όλοι οι άλλοι δείκτες, σταθμισμένοι και αστάθμητοι, χρήσιμοι για την οικονομική επιστήμη, άψυχα νούμερα όμως για το μισθωτό. Αν χειροτερεύουν οι εργασιακές σχέσεις και οι αμοιβές, αν ο μισθωτός απλά ζει για να δουλεύει και να συντηρεί οριακά την οικογένειά του, την εποχή που οι τεχνολογίες κάνουν θαύματα, τότε κάτι πάει στραβά στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της κεφαλαιοκρατίας.
Γιατί είναι αδιανόητο η εποχή του ηλεκτρονικού αυτοματισμού να είναι υποδεέστερη από την εποχή των συμβατικών μηχανών. Και είναι να αναρωτιέται ο καθένας τι θα συμβεί όταν η οικονομία φτάσει σε συνθήκες κβαντικής παραγωγής. Γιατί θα φτάσουμε, είναι θέμα χρόνου. Αν θεωρήσουμε ότι σήμερα βρισκόμαστε σε μια αναπτυγμένη φάση της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης και ότι η τέταρτη μπορεί να οριστεί ως εκείνη της κβαντομηχανικής και της τεχνικής νοημοσύνης, τότε βρισκόμαστε στο λυκόφως μια τέτοιας εξέλιξης. Και από την εμπειρία του πλέον ο μισθωτός φτάνει στο σημείο να την απεύχεται. Να απεύχεται αυτό που εξ ορισμού προσδιορίζει την πρόοδο, την εξέλιξη, την ευημερία. Ο τρόμος πλανιέται πάνω από το κεφάλι του, όσο δεν συνδέεται η εξέλιξη της τεχνολογίας με την πλήρη απασχόληση και τις μειωμένες ώρες εργασίας. Έστω στοιχειωδώς. Εδώ και χρόνια έπρεπε να είχε καθιερωθεί η 35ωρη εργασία με σύνταξη στα 60 και όχι ακόμη και σήμερα να εκλαμβάνεται ως υπερβολικό αίτημα.
Ο μισθωτός δεν μπορεί, όσο ζει, συνεχώς να «κατανοεί» και να υποχωρεί, περιμένοντας μια καλύτερη μεταθανάτια ίσως ζωή. Ο νέος άνθρωπος δεν θα ξανανιώσει για να δικαιολογεί όλα αυτά που συμβαίνουν στη νιότη του. Απτή άλλη η μείωση των ωρών εργασίας, δηλαδή ο ελεύθερος χρόνος για το μισθωτό, είναι πλούτος. Γιατί ο μισθωτός, όπως είχε πει ο Μαρξ, «βρίσκει τον εαυτό του μόνο έξω από την εργασία του», γιατί μόνο εκεί ζει. Το να διαθέτει πέντε ακόμη ώρες τη βδομάδα όπως αυτός θέλει, το να ζει πέντε ακόμη ώρες τη βδομάδα ελεύθερος, τότε ναι, θα έχει υπάρξει και γι αυτόν κάποιο κέρδος από τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Γιατί η μη εξασφάλιση από την οικονομική κοινωνία της καθιέρωσης της πλήρους απασχόλησης δεν αποτελεί απλά ένα σφάλμα, όπως θέλουν ορισμένοι να λένε, αλλά μια επιλογή. Μια επιλογή προς όφελος της αισχροκέρδειας και του παρασιτισμού.
[1] Πηγή: Eurostat
[2] Πηγή: The Confusion Over Inflation
[3] Πηγή: Bank of America Merill Lynch
[4] Σαμουέλ Μπόουλς και Ρίτσαρντ Έντουαρντς, Καναοώναντας τον καπιταλισμό, τόμος 1ος, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 67
[5] Τζων Μέυναρντ Κέυνς, Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 185
[6] Τζων Μέυναρντ Κέυνς, Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 186
[7] Τζων Μέυναρντ Κέυνς, Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 394
[8] Τζων Μέυναρντ Κέυνς, Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 245