Του Νίκου ΜπογιόπουλουTο φιρμάνι των Γερμανών δημοσιεύτηκε στις 30 Απρίλη 1944:
«…Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του (…) Ως αντίποινα θα εκτελεστούν: 1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944. 2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην…».
Στη γλώσσα των κατακτητών (και των συνεργατών τους) «ανανδρία» ήταν ο ηρωικός αγώνας ενάντια στην Κατοχή.
Στη γλώσσα των ναζί (και των ντόπιων ομοϊδεατών και επιγόνων τους) «δολοφονία» ήταν η ένοπλη αναμέτρηση του λαού με τις ορδές του Χίτλερ.
Την επομένη, μέρα Δευτέρα, ξημέρωνε Πρωτομαγιά. Η Πρωτομαγιά του ’44.Το προσκλητήριο του θανάτου είχε ήδη γίνει από τα χαράματα, στο Χαϊδάρι. Κι από κει στο Σκοπευτήριο. Στην Καισαριανή.
Στη διαδρομή από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, οι μελλοθάνατοι αποτυπώνουν τις στερνές τους σκέψεις στο χαρτί. Πετούν στο δρόμο τα στερνά τους σημειώματα.
Όσα απ’ αυτά διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το ’45 στην επιθεώρηση «Σήμερα».
Ανάμεσά τους ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Ο κομμουνιστής που αρνήθηκε να εξαιρεθεί από τον κατάλογο των μελλοθάνατων. Που αρνήθηκε να πάρει τη δική του θέση άλλος συγκρατούμενός του. Στο δρόμο προς το εκτελεστικό απόσπασμα, γράφει στον πατέρα του: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου».
Ο Νίκος Μαριακάκης στο δικό του σημείωμα έγραψε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος».
Ο Δημήτρης Σόφης: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα».
Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «…Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ…».
Οι 200 της Καισαριανής έδωσαν τη ζωή τους για εκείνα τα ανώτερα ιδανικά που δίνουν περιεχόμενο στην έννοια «άνθρωπος». Και δεν πέθαναν ποτέ.
Εκείνη την Πρωτομαγιά, την Πρωτομαγιά του ’44, την έγραψαν με το αίμα τους σε ένα κεφάλαιο της Ιστορίας που δε θα σβήσει ποτέ.
Οι 200 αντιφασίστες πατριώτες κομμουνιστές έγιναν θρύλος. Οι κομμουνιστές δεσμώτες, που η ελληνική πλουτοκρατία, η κυβέρνηση του Τσουδερού και το καθεστώς του Μεταξά κρατούσαν έγκλειστους στην Ακροναυπλία και την Ανάφη, οι κομμουνιστές που με την είσοδο των χιτλερικών στην Ελλάδα το καθεστώς του Μεταξά και οι δωσίλογοι τους παρέδωσαν στους ναζί, μετέτρεψαν με το αίμα τους το Σκοπευτήριο σε θυσιαστήριο της λευτεριάς.
Την Πρωτομαγιά του ’44, οι 200 της Καισαριανής σήκωσαν την Ελλάδα ένα μπόι ψηλότερα. Οι πάνω από 750 συνολικά εκτελεσμένοι πατριώτες στο θυσιαστήριο της Καισαριανής σήκωσαν την Ελλάδα ψηλότερα με εκείνο τον τρόπο που ξέρουν να το κάνουν οι κομμουνιστές. Τον τρόπο που περιέγραψε λίγα χρόνια αργότερα ο Μπελογιάννης: «Με την καρδιά μας και με το αίμα μας».
Και τώρα, χωρίς χαρακτηρισμούς, χωρίς επίθετα και προσδιορισμούς, ρωτάμε:
- Σε όποιον αλλάζει θέσεις σαν τα πουκάμισα, αλλά επικαλείται τον Σουκατζίδη, που απάντησε στους δολοφόνους του ότι αρνείται να του χαρίσουν τη ζωή γιατί ο συνεπής αγωνιστής δεν αλλάζει τις θέσεις του ούτε μπροστά στο πολυβόλο, πόσο μάλλον μπροστά στις Μέρκελ και στους Σόιμπλε,
- σε όποιον μετατρέπει τα «όχι» σε «ναι», αλλά μετά – «συνοδευόμενος» από τα ΜΑΤ – δείχνει τον τοίχο των εκτελεσμένων για να ισχυριστεί ότι «συνεχίζει στα βήματά τους»,
- σε όποιον παραδίδει για 99 χρόνια τον τόπο στην «υγιή επιχειρηματικότητα», την επιτήρηση της πατρίδας στους «θεσμούς» και την ΕΕ, την ενημέρωση στους «υπερθεματιστές», τα σύνορα προς «φύλαξη» στο ΝΑΤΟ, και όμως την ίδια ώρα προσπαθεί να μετατρέψει σε επικοινωνιακό λάφυρο την θυσία των νεκρών, αυτών που χωρίς καμία διαπραγμάτευση έπεσαν στον αγώνα για Λευτεριά και Λαοκρατία,
τι αξίζει;
Του αξίζει τιμή; Η’ καταισχύνη;