του Μάκη Γεφυρόπουλου
«Βαδίζεις με γοργό βηματισμό. Σχεδόν τρέχεις. Έχεις καθυστερήσει στο ραντεβού σου και φοβάσαι ότι ο πελάτης μπορεί να έχει κάνει φτερά. Έχεις ανάγκη αυτά τα χρήματα. Αποφασίζεις να αφήσεις στην άκρη τους τρόπους καλής συμπεριφοράς. Τρέχεις.
Κάθε φορά που τα τακούνια που φοράς απειλούν να σε γκρεμοτσακίσουν, εσύ βρίσκεις το σθένος και ισορροπείς ξανά. Έτσι κι αλλιώς έχεις ήδη την εμπειρία. Χρόνια τώρα ακροβατείς σε τεντωμένο σχοινί. Αιωρείσαι αδιάκοπα ανάμεσα στις ολισθηρές συμβάσεις και τα πνιγηρά πρέπει.
Νιώθεις άρρωστη. Αναρωτιέσαι μήπως άρπαξες κάποια ουρανοκατέβατη τροφική δηλητηρίαση. Λες και δεν σου έφταναν όλα τα υπόλοιπα. Ο ιδρώτας κάνει την εμφάνισή του, μα αυτό που σε προβληματίζει είναι το ρίγος που διαπερνά ανηλεώς τη ραχοκοκαλιά σου, όμοια με μία καυτή λαβίδα που ανασκολοπίζει συθέμελα όλο σου το είναι.
Επιχειρείς να ρίξεις το φταίξιμο για την αναπάντεχη αδιαθεσία σου στη ψύχρα που κάνει. Όμως η νύχτα είναι καθάρια. Τα αστέρια διαφεντεύουν το ουράνιο πάπλωμα με τον ίδιο επιτακτικό τρόπο που η μοίρα επιτάσσει τις επιλογές σου μια ζωή τώρα, από την πρώτη στιγμή δηλαδή που το κλάμα σου ενόχλησε το σύμπαν.
Κατηγορείς σκληρά τον εαυτό σου, αλλά δεν σου μένει χρόνος για να βυθιστείς περαιτέρω στο βάλτο με τα φίδια. Η αστεακή σου καθημερινότητα εξάλλου πάντα θύμιζε κινούμενη άμμο, ένα τέρας έτοιμο ανά πάσα ώρα και στιγμή να ανοίξει τα σαγόνια του για να καταβροχθίσει μαζί με σένα και τα όνειρα σου για μία καλύτερη μέρα.
Φρούδες ελπίδες, ζοφεροί εφιάλτες. Ένα παρόν που καταρρέει στην αγκάλη της παρελθοντικής, καθησυχαστικής ψευδαίσθησης, τότε που αφελώς πίστευες ότι όλα θα πήγαιναν εξαιρετικά. Αλίμονο.
Επιτέλους φτάνεις στο σημείο συνάντησης. Το πάρκο μέσα στη νεκρική σιγαλιά μοιάζει με νεκροταφείο και τα παγκάκια με τάφους. Θυμώνεις με τον εαυτό σου, προσπαθώντας να αντλήσεις την απαιτούμενη δόση γενναιότητας που χρειάζεσαι για να εκπληρώσεις το καθήκον σου.
Τα ρημάδια τα λεφτά είναι καλά και το σημαντικότερο είναι ότι δουλεύεις ως ανεξάρτητη. Κάθε φορά σου σε φέρνει κοντύτερα στο μεγάλο σου στόχο, που δεν είναι άλλος από το να αφήσεις τους έρημους, αποπνικτικούς δρόμους της επαναλαμβανόμενης μοναξιάς και να ανοίξεις το παράθυρο εκείνο που θα σε οδηγήσει επιτέλους σε ένα πιο ελεύθερο παρόν. Σε ένα ίσως ευτυχέστερο μέλλον.
Αντικρύζεις την όψη του πελάτη σου και αποκαρδιώνεσαι. Παιδαρέλι απροσδιόριστης ηλικίας, κάτι μεταξύ σχολιαρόπαιδου που αποζητά ένα γρήγορο, εκτονωτικό πήδημα και σε «δραπέτη» φρεσκοπαντρεμένο, που το έσκασε στα κρυφά για να απολαύσει τα οφέλη της πληρωμένης σεξουαλικής έξαψης.
Αυτό όμως που πραγματικά σε τρομοκρατεί είναι το γεμάτο λαγνεία, παρανοϊκό βλέμμα του. Πίσω από την ανθρώπινη μάσκα που με το ζόρι συγκρατεί την αποστροφή του, σου θυμίζει το λαίμαργο κτήνος. Το γνώριμο κτήνος που σε ακολουθεί κατά πόδας καθημερινά. Όσες φορές και αν πέσεις πάνω του δεν μπορείς να το συνηθίσεις. Πώς θα μπορούσες άλλωστε;
Ξέρεις πολύ καλά αυτό το τρελό βλέμμα που προσπαθεί να σε ξεντύσει μία ώρα αρχύτερα. Το βλέπεις στη φωτιά που καίει μέσα στα μάτια του. Θέλει να σου χιμήξει. Γουστάρει να σε πονέσει. Να σε τιμωρήσει. Δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνους τους περαστικούς, με τα πρόσωπα σφιγμένα από το μίσος, που σε περιφρονούν τη μέρα. Με το φως του ήλιου. Όπως και εκείνοι, έτσι κι αυτός σε έχουν κατατάξει στα «απόβλητα βδελύγματα» της κοινωνίας. Της κοινωνίας αυτής που ζέχνει καθωσπρεπισμό και ρατσισμό. Ξέρεις τι εννοώ.
Συνειδητοποιείς ότι για τον αμούστακο, νυχτερινό πελάτη σου, το σεξ και η βία είναι έννοιες ταυτόσημες. Καταστάσεις παρόμοιας φρίκης. Έχεις υποστεί και άλλες φορές το ξύλο στο πετσί σου, γνωρίζεις λοιπόν ότι η ζωή σου σε κάτι τέτοιες στιγμές κρέμεται κυριολεκτικά από μία κάτισχνη κλωστή. Όσες είναι δηλαδή και οι ενοχικές κοινωνικές συμβάσεις που νοηματοδοτούν το παράφορο ζόμπι που κατεβάζει τώρα βιαστικά τα χιλιομπαλωμένα εσώρουχά του, απέναντί σου.
Σφίγγεις τα χείλη. Εύχεσαι να χτυπήσει το κινητό τηλέφωνο. Να βρεις την παραμικρή αφορμή για να δραπετεύσεις. Ελπίζεις να εμφανιστεί ως άλλος από μηχανής θεός –ή έστω φάντασμα του παρελθόντος- η μητέρα σου. Να σε πάρει στην αγκαλιά της. Να σε προστατεύσει όπως τότε που έτρεχες κλαμένος κατά πάνω της, επειδή έγδαρες λιγάκι τα γόνατά σου.
«Οι άντρες» σου ψιθύριζε παρηγορητικά «δεν κλαίνε», μα εσύ τόλμησες να το αντικρούσεις στην πράξη χρόνια αργότερα, φορώντας μία ξανθιά περούκα και ξοδεύοντας ένα σκασμό λεφτά σε σιλικονάτα στήθη, για να της αποδείξεις με καμάρι ότι και οι γυναίκες όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις μπορούν να κρατήσουν τα δάκρυά τους βαθιά φυλακισμένα μέσα τους.
Δεν σε κατάλαβε. Σε έδιωξε. Ας είναι. Έχεις μάθει πια ότι κανένας δεν θα νοιαστεί για σένα, πέρα από σένα. Ίσως βρεις τη στήριξη μερικών αδελφών ψυχών, ίσως πάλι είσαι άτυχη. Ξέρεις είναι σύνηθες οι γυναίκες να είναι περισσότερο «άτυχες» από τα αρσενικά. Και όμως εσύ επέλεξες να ακολουθήσεις το δύσκολο μονοπάτι, της απομόνωσης.
Δεν δίστασες όταν η μοίρα της πατριαρχικής δομής και του φτηνού καθωσπρεπισμού στάθηκαν απέναντί σου. Δεν έκλαψες όταν συγγενείς και φίλοι σου έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα. Δεν φοβήθηκες την ώρα που ο εξοργισμένος πατέρας σου σε έδιωχνε κακήν κακώς από το πατρικό σου, με την ιαχή «Δεν θέλω πούστηδες εδώ μέσα» να σχίζει μαζί με τον αέρα και τις λιγοστές ελπίδες που είχες για πλέρια αποδοχή.
Είσαι άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι γαμώτο. Έχεις επιθυμίες και ανάγκες. Δικαιώματα. Ο έρωτας κι η αγάπη σου ανήκουν.
Χαμογελάς τώρα. Καταλαβαίνω. Ελπίζω αυτή να είναι η τελευταία σου φορά».
Στο φιλμ «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα, παρακολουθούμε την ιστορία μίας νεαρής εκδιδόμενης τρανς γυναίκας που προσπαθεί αδιάλειπτα να ανταπεξέλθει στα βάσανα που θέτει η ελληνική κοινωνία για ανθρώπους όπως αυτή, που προσανατολίζονται στη ζωή τους δηλαδή με όρους «ξένους» προς τα καθιερωμένα της πρότυπα.
Μοναδικό της αληθινό στήριγμα είναι ο πατέρας της, ο οποίος αποφυλακίζεται έπειτα από πολλά χρόνια εγκλεισμού του για φόνο. Ο πατέρας δεν γνωρίζει ότι ο γιος του Λεωνίδας, άφησε τη βιολογική του ταυτότητα στην άκρη και επέλεξε να ακολουθήσει τον δύσβατο, μα θαρραλέο δρόμο της χειραφέτησης της θηλυκής του ύπαρξης.
Ο πατέρας δε γνωρίζει το παραμικρό. Η Στρέλλα τα πάντα. Παρακολουθεί συνεχώς και από απόσταση τον άντρα που στερήθηκε βιαίως από τα παιδικά της χρόνια. Με την αποφυλάκισή του, τον πλησιάζει. Τον σαγηνεύει. Ερωτεύονται.
Παρακολουθούμε τα σπάργανα μιας εν εξελίξει σύγχρονης τραγωδίας. Τα φύλα ενώνονται όπως τα σώματα των πρωταγωνιστών, η συγγένεια συνθλίβεται κάτω από το αφόρητο πάθος ενός καταδικασμένου έρωτα, μα πάνω από όλα η «πραγματικότητα» διαρρηγνύει περιπαικτικά τους στρεβλούς συνεκτικούς δεσμούς που συνθέτουν την κοινωνία της θλίψης.
Της κοινωνίας που καταδικάζει βάναυσα, τιμωρεί ασύστολα και αποπέμπει ξεδιάντροπα, ακριβώς γιατί έχει μάθει να υπεκφεύγει. Έχει μάθει να κρίνει, γιατί έχει λησμονήσει να αναπνέει. Έχει ξεχάσει να ζει.
To «Σε αγάπησα με όλους τους δυνατούς τρόπους» σοκάρει, μα παράλληλα βεβαιώνει ότι καμία αγάπη δεν είναι εύκολη. Πόσο μάλλον η αληθινή.
Και είναι ακριβώς τούτη η ανυπέρβλητη δυσκολία που μπορεί να οδηγήσει την ανθρώπινη ύπαρξη στην πλέρια ελευθερία, υπερνικώντας ακόμα και την υποκριτική, γενικευμένη κοινωνική κατακραυγή.
Η ταινία Στρέλλα (A Woman’s Way) του ακτιβιστή Κούτρα είναι μία παραγωγή του 2009 και στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε την Μίνα Ορφανού και τον Γιάννη Κοκκιασμένο. Η ταινία αποτελεί μία ζωντανή πρόκληση που αντιτίθεται ευθέως στα συνήθη περιοριστικά μουσικοχορευτικά όρια του παραδοσιακού ελληνικού κινηματογράφου.
Παράλληλα δε διστάζει να συγκρουστεί με τα στερεότυπα της εποχής μας και μάλιστα τολμά να επιστρέψει το ράπισμα πίσω στα μισαλλόδοξα καθεστωτικά μάγουλα, μην αντέχοντας πια να υπομένει το ρόλο του θύματος και του καλού Σαμαρείτη, που απορρέουν από την ενοχική ελληνορθόδοξη παράδοση, περνώντας έτσι στην ολομέτωπη αντεπίθεση.
Στέκεται αντικρυστά απέναντι στην κοινωνία και δεν δέχεται επ΄ ουδενί να χαμηλώσει τη ματιά της. Όχι τούτη τη φορά. Ποτέ πια. Γιατί να το πράξει άλλωστε;
Κανένας μας δεν αξίζει να απεμπολήσει τα αναφαίρετα δικαιώματα και τις ανθρώπινες επιθυμίες του, ειδικά για χάρη μίας κοινωνίας που έχει μάθει να περιθωριοποιεί και να αποκλείει ομάδες και ομάδες ανθρώπων που δεν «ταιριάζουν» στα αποπνικτικά της κανονιστικά πρότυπα, όχι τόσο γιατί ντρέπεται για τα «εξαμβλώματα» που μολύνουν την ούτως ή άλλως ήδη έκφυλη δομή της, αλλά επειδή τρομάζει με τον εαυτό της, τουλάχιστον τις λιγοστές εκείνες φορές που τυγχάνει να στρέψει το επηρμένο βλέμμα της πάνω στο παραμορφωμένο κι ευθυνόφοβο είδωλό της, στον καθρέπτη της αυτοκριτικής.
Η ζωή εξάλλου βιώνεται στο έπακρο, όταν η αγάπη υπερβαίνει ανερυθρίαστη τους κάθε λογής στιγματισμούς, παραδομένη μονάχα στις επιταγές του έρωτα, της ελευθερίας και του πάθους με όλους τους δυνατούς τρόπους. Η αγάπη δεν περιορίζεται. Βιώνεται.