”Κάποιοι λιάζονται και κάποιοι καίγονται”
Από τον Johnny Brokovich
Μετά το Bank Bang (μία αξιοπρεπή προσπάθεια με αδύναμο σενάριο αλλά συμπαθητικές ερμηνείες και έξυπνη/μοντέρνα σκηνοθεσία) και το Wasted Youth, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος επιστρέφει με το Suntan.
”Κάποιοι λιάζονται και κάποιοι καίγονται” λέει το moto της ταινίας και αποτυπώνει πλήρως το θέμα της. Ο Κωστής (ο πάντα καλός ερμηνευτής Μάκης Παπαδημητρίου) είναι ο 40άρης λουζεράς, τον οποίο η μοίρα θα φέρει ως αγροτικό γιατρό στην Αντίπαρο. Ο χειμώνας είναι απάλευτος, αλλά το καλοκαιράκι στο νησί θα είναι συναρπαστικό. Τόσο που δεν θα μπορέσει να το διαχειριστεί. Και θα μπλέξει. ”Για ένα γκομενάκι ρε Κωστή;”
Ο λαϊκής καταγωγής όχι και τόσο νέος πια που δεν είχε τα γονίδια ωστε να γίνει Κούρος, θα τα βρει σκούρα γιατί θα θελήσει να πετάξει σαν τον Ίκαρο δίπλα στα λαμπερά παιδιά από τα ΒουΠου που κάνουν ντόλτσε βίτα το χειμώνα σπουδάζοντας προπτυχιακά στα Λονδίνα και το καλοκαίρι σκορπάνε τα λεφτά τους στο πιώμα, αλλά όλα κι όλα, η φάση είναι ελεύθερο κάμπινγκ ε. Και φυσικά θα καεί. Από τον ήλιο, την αϋπνία, τη ζήλια, την εμμονή.
Μία πολύ απλή αλλά εμπνευσμένη ιδέα είναι συχνά αρκετή για να κάνεις μία ταινία ενδιαφέρουσα και ελκυστική. Εδώ έχουμε ως έξτρα εφόδιο και την γοητευτικά στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία του Παπαδημητρόπουλο σε συνδυασμό με τις καταλυτικές αποδόσεις των ηθοποιών του. Φανερές οι επιρροές του Οικονομίδη (Σπίρτόκουτο, Ψυχή στο Στόμα, Μαχαιροβγάλτης, Μικρό Ψάρι), ο οποίος κρατάει και έναν μικρό ρολάκο στην ταινία.
Το μείγμα είναι ένα δροσερό κοκτέιλ, το οποίο ανά πάσα στιγμή μπορεί να μετατραπεί σε μολότοφ. Ο ρεαλισμός εδώ είναι αμήχανος, συχνά και ενοχλητικός. Γιατί αναδεικνύει συμπεριφορές, κοινωνιολογικά στερεότυπα και κάθε λογής discrimination, τα οποία είναι δίπλα μας, είτε θέλουμε να τα δούμε είτε αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Και όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται, η επιτυχία της ταινίας είναι ότι σε μεθάει αρκετά ώστε να τα δεις όσο πιο καθαρά γίνεται.
Νομίζω ότι το σενάριο δεν καταφέρνει να σηκώσει στο τέλος την μετάβαση στο είδος του ‘θρίλερ’, αλλά η ταινία σε αποζημιώνει πλήρως με τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια της. Η όποια επίδειξη σε κινηματογραφικό επίπεδο δεν χάνει ποτέ τη γείωση της με την πραγματικότητα και στο τέλος μένει μία ικανοποιητικότατη επίγευση.
Υ.Γ. Στην ταινία και το τρέιλερ της ακούγεται ένα μπομπάτο track από τους Felizol σύμφωνα με τους τίτλους, το οποίο δεν υπάρχει πουθενά, ούτε με τη βοήθεια του shazam ή του soundhound. Ούτε το είδος το πολυξεχωρίζω, είναι από δαύτα τα ελέκτρο που ακούει η νεολαία. Παιζόταν πάντως σε λούπα στο ισόγειο του Odeon Star City στη Συγγρού, ίσως ξαναπάω τις επόμενες μέρες μόνο γι αυτό.