Δεκαετίες ολόκληρες είδαμε σε αυτό τον τόπο τη Νέα Δημοκρατία να βυσσοδομεί πάνω στην έννοια «Δημοκρατία».
Είδαμε το ΠΑΣΟΚ, το… «σοσιαλιστικό κίνημα», να βυσσοδομεί, να συκοφαντεί, να λερώνειτην έννοια του σοσιαλισμού.
Τώρα ήρθε η ώρα της ψευτοαριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθεί να κοντύνει, να αμαυρώσει, να μαγαρίσει την έννοια «Αριστερά» και να την κατατάξει στη συνείδηση των ανθρώπων σαν μια ακόμα συνιστώσα του καθεστώτος της γύμνιας και της εκμετάλλευσης.
Τα πράγματα θα ήταν αστεία, ανάξια να ασχοληθεί κανείς με εκείνους που επιδίδονται στην γελοιογραφία της Αριστεράς αν οι συγκεκριμένοι δεν είχαν αναλάβει να φέρουν σε πέρας το κοινωνικό έγκλημα που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί τους.
- «Ότι δεν έγινε σε 40 χρόνια στο ασφαλιστικό, εμείς θα το κάνουμε σε 40 μέρες», έλεγε τις προάλλες ο αρμόδιος υπουργός εξαΰλωσης των συντάξεων.
- «Ότι χαράτσι δεν εισέπραξαν οι άλλοι, θα το εισπράξουμε εμείς» είναι πλέον η απάντηση για τον αιμοσταγή ΕΝΦΙΑ που μεταβαπτίστηκε σε «πατριωτικό» φόρο…
- Ότι παραμύθι δεν κατάφεραν να ψελλίσουν οι προηγούμενοι για να αποκοιμίσουν την κοινωνία, το έχουν αναλάβει οι σημερινοί μέσω της αναγωγής της ισοπέδωσης σε… «ισοδύναμο».
- Ότι αγριότητα δεν μπορούσε να επιβάλλει το «παλιό» πολιτικό σύστημα (από τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας μέχρι την κατάργηση ακόμα και του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης) έχουν αναλάβει να την σερβίρουν τα «αριστερά» ανδρείκελα της πλουτοκρατίας με τη μάσκα της «νιότης» και της «φρεσκάδας».
- Ότι μεθόδευση που ανάγεται στην τακτική «σοκ και δέος» δεν μετήλθαν οι προηγούμενοι, έρχονται τώρα να την εφαρμόσουν αυτοί ποντάροντας στην ικανότητά τους – «αριστεροί» γαρ – να μοιράζουν σε ισχυρότερες δόσεις τα υπνοστεντόν της κοινωνικής απογοήτευσης, της αμηχανίας, της παραζάλης, της παραίτησης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στην Ελλάδα και στον κόσμο την πιο βρώμικη δουλειά να την αναλαμβάνουν οι δήθεν «αριστεροί». Αυτοί που πουλούν αριστερή πολιτική «γεωγραφία» για να δράσουν ως θρασύτατες μαριονέτες της πιο στυγνής κεφαλαιοκρατίας.
Μόνο που τούτη τη φορά εκείνο που διακυβεύεται είναι η ίδια η ύπαρξη ενός μεγάλου μέρους του λαού. Είναι η ίδια η ύπαρξη της πατρίδας με ό,τι πιο πατριωτικό και εθνικό κουβαλάει επάνω της: Τους ανθρώπους της.
Αν, λοιπόν, οι άλλοι βρήκαν μπροστά τους το «κίνημα των αγανακτισμένων», με την εμπειρία που πλέον αποκτήθηκε ότι ακόμα κι όταν δεν μανιπουλάρεται η αγανάκτηση δεν αρκεί, ετούτοι είναι ζήτημα επιβίωσης και αξιοπρέπειας να βρούνε απέναντί τους το πραγματικό κίνημα: Το κίνημα των αποφασισμένων.
Το κίνημα των αποφασισμένων! Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να συγκροτηθεί τώρα! Χωρίς καμία ανοχή απέναντι στους «αριστερούς», δεξιούς και κεντροαριστεροδεξιούς «δήμιους» και χωρίς καμία καθυστέρηση!
Αυτό το κίνημα, το κίνημα των αποφασισμένων δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από μια πλατιά λαϊκή συμμαχία, που θα λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη τα λόγια του Ισπανού φιλοσόφου Ντανιέλ Ινεράριτι:
«Η αγανάκτηση παύει να είναι ένα ανώδυνο αστείο που είναι ανίκανο να αλλάξει αφόρητες καταστάσεις, όταν συνοδεύεται από µία λογική ανάλυση του “γιατί”, όταν εντοπίζει ξεκάθαρα τα προβλήµατα αντί να αρκείται να ξεφωνίζει τους ενόχους και όταν προτείνει συγκεκριµένο πρόγραµµα δράσης».
Είναι η ώρα της προετοιμασίας και της οργάνωσης για την απόκρουση και την ανατροπή του «αφόρητου».
Αλλά ο Ινεράριτι έχει δίκιο: Οι αφόρητες αυτές καταστάσεις είναι αδύνατο να ανατραπούν αν η αγανάκτηση δεν µετουσιωθεί σε πρόγραµµα δράσης που θα ξεδιπλώνεται παντού ώστε τα ρυάκια να γίνουν χείμαρρος και ο χείμαρρος κοινωνική φουσκοθαλασιά, που θα βγει στους δρόμους και θα πάρει «σβάρα κάθε τι παλιό».
Κίνημα αποφασισμένων! Οικοδομημένο πάνω στα θεμέλια της λαϊκής συμμαχίας των καταπιεσμένων, των καταληστευμένων, των κατατρεγμένων.
Που θα γίνει κτήμα κάθε συνοικίας, κάθε γειτονιάς, υπόθεση του κάθε κοινωνικού χώρου, και που για να έχει προοπτική θα πρέπει να ανδρωθεί και να οξυγονωθεί στους τόπους δουλειάς.
Εκεί δηλαδή που µειώνονται οι µισθοί, που απολύονται οι εργαζόµενοι, που εκβιάζονται οι εργάτες, εκεί που συντελείται η εκµετάλλευση, εκεί τελικά που παίρνει σάρκα και οστά το σύνθηµα της εποχής: «Η µεγαλύτερη βία είναι η φτώχεια».