Συλλογικό*
Σε ό,τι έχει παραχθεί, εφαρμόζεται και αξιολογείται στο πεδίο της πρόληψης, οφείλουμε πλέον να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι -λόγω της κορύφωσης της ολόπλευρης, παγκόσμιας κρίσης, μάλιστα με τη χώρα μας ως ένα από τα επίκεντρά της- αντιμετωπίζουμε έναν συνδυασμό διόγκωσης και ραγδαίων, βαθειών ποιοτικών μετατοπίσεων στο πεδίο της ψυχοκοινωνικής επιβάρυνσης και των επιπτώσεών της, μάλιστα με συμπίεση των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας. (1)
Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται επιτακτική τουλάχιστον η ανάγκη αναστοχασμού επί του επιστημονικού και επιστημολογικού υποβάθρου των παρεμβάσεων που υλοποιούνται, στη βάση της εμπειρίας των εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης (ΚΠ), όπως αυτή προκύπτει από σχέσεις, από τη συμμετοχή μας στις πραγματικές, καθημερινές διεργασίες των τοπικών κοινωνιών – ώστε να βελτιωθεί η προσφορά μας.
Ξεκινάμε με τη διαπίστωση ότι ο κυρίαρχος επιστημονικός λόγος και οι πρακτικές που συνδέονται με αυτόν βαρύνονται από μια α-πολιτική και α-χρονική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Φυσικά, η στάση αυτή δεν σταματά ούτε τη χρονικότητα ούτε τις θεμελιώδεις πολιτικές συνάψεις των κοινωνικών φαινομένων, πράγμα που σημαίνει τη δημιουργία ενός κενού μεταξύ υπαρκτών ζητημάτων και αντιμετώπισής τους. Σημαίνει, όμως, και κάτι παραπάνω: Ειδικά όσον αφορά τη σύνδεση πολιτικού και κοινωνικού στις κοινωνικές υπηρεσίες, «ιδιαίτερα απ’ το τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης, που απασχολείται σε υπηρεσίες προνοιακού χαρακτήρα, αναμένονται συγκεκριμένες στάσεις και αντιλήψεις, συγκεκριμένοι σχεδιασμοί και εφαρμογές, που αντιστοιχούν στα ιδεολογήματα, τις επιδιώξεις και τα μέσα του εφαρμοζόμενου κάθε φορά μοντέλου “Κράτους Πρόνοιας”. Το τέτοιου τύπου επιστημονικό έργο είναι, λοιπόν, κατ’ εξοχήν πολιτικό, είτε ως εναρμονιζόμενο στα κυρίαρχα πολιτικά προτάγματα είτε ως αντιτασσόμενο και αντιστεκόμενο σ’ αυτά. Το κομμάτι των αντιναρκωτικών πολιτικών δεν αποτελεί εξαίρεση. […] Ο όχι σπάνιος ισχυρισμός ότι επιστημονικό έργο και πολιτική θέση και δράση είναι διαχωριστέα, εθελοτυφλεί μπρος στην πραγματική ιστορική κίνηση και την καθημερινή συμμετοχή σ’ αυτήν όλων των ανθρώπων, ιδιαίτερα μάλιστα των εργαζομένων, επιστημόνων και μη. Τέτοια άρνηση κατοχυρώνει για τον εαυτό της μια -ανεπαρκώς- απενοχοποιημένη θέση παθητικής στήριξης των εκάστοτε πολιτικών, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτές εφαρμόζονται με -προσαρμοσμένα στο εκάστοτε κυρίαρχο μοντέλο “Κράτους Πρόνοιας”- επιστημονικά μέσα». (2), (3)
«Άτομο» ή Άνθρωπος;
Οι λειτουργοί πρόληψης δεν είμαστε απαλλαγμένοι/ες από αυτά τα άχθη, τόσο ως προς την προσέγγιση του φαινομένου της εξάρτησης όσο και ως προς τον ρόλο των «επαγγελματιών», κατά συνέπεια. Οι τελευταίοι/ες δεν παύουν να είναι υποκείμενα συγκεκριμένων ιστορικών συγκειμένων – δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη «ανοσία» ως προς τις κυρίαρχες επιταγές, τουλάχιστον όχι ντετερμινιστικά, εκ θέσεως και ρόλου. Η υιοθέτηση ατομοκεντρικών και μηχανιστικών/τεχνοκρατικών προσεγγίσεων της πρόληψης, ως αποτέλεσμα, κάθε άλλο παρά εκλείπει, ιδιαιτέρως καθώς τροφοδοτείται από τη διάχυτη πίεση για «ποσοτικά αποτελέσματα», μάλιστα σε ένα πεδίο παρέμβασης εντάσεως ποιότητας και χωρίς ενίσχυση των δομών με προσωπικό. Έτσι προκύπτουν, για παράδειγμα, παρεμβάσεις με στόχο κατά κύριο λόγο την «ενδυνάμωση του ατόμου» και στην καλύτερη περίπτωση του οικογενειακού του περιβάλλοντος, θεωρώντας αμετάβλητο ή δευτερεύουσας σημασίας το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο οι παρεμβάσεις αυτές υλοποιούνται. Στο πλαίσιο αυτό, συχνά προτείνονται -σε μια κλίμακα που ξεκινά από τα Υπουργεία, περνά από τον ΟΚΑΝΑ και φτάνει ως τις 67 διαφορετικές διοικήσεις των αντίστοιχων αστικών εταιρειών που λειτουργούν Κέντρα Πρόληψης καθώς και σε δημοτικές και περιφερειακές αρχές- «δράσεις» αποσπασματικές, κατακερματισμένες και με ελάχιστες δυνατότητες όσον αφορά τους διακηρυγμένους στόχους της πρόληψης, με λειτουργούς ενίοτε να τις υιοθετούν παρ’ όλα αυτά.
Από καθέδρας ή από τη βάση;
Βασικό χαρακτηριστικό του κυρίαρχου επιστημονικού λόγου και των πρακτικών που συνδέονται με αυτόν, παραμένει η έμφαση στους/στις «ειδικούς», ως κατόχους, φορείς και μέσης κλίμακας διαχειριστές της επιστημονικής γνώσης – ρόλος που συχνά υιοθετείται στο πλαίσιο μιας κατ’ ουσία αμυντικής στάσης των λειτουργών πρόληψης, απέναντι σε αντιλήψεις επενδυμένες με ισχύ/κύρος και βιωμένες ως απειλητικές: «μόνο οι θεραπευτές προσφέρουν σοβαρό έργο», «η πρόληψη δεν είναι επιστημονική, αφού δεν έχει μετρήσιμα αποτελέσματα» κ.ά. Η ίδια η επικρατούσα ονομασία των λειτουργών πρόληψης ως «στελέχη πρόληψης» -ένα δάνειο που εμπεριέχει, καλλιεργεί και αναπαράγει ταυτότητες, ρόλους, αντιλήψεις επαγγελματικών χώρων άσχετων με την παροχή φροντίδας και τη δουλειά στην κοινότητα- είναι ενδεικτική μιας αμυντικής στάσης που απεμπολεί έναν πλούτο αξιών, γνώσεων, εμπειρίας, επιστημονικών κατακτήσεων και σχέσεων. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, που δεν εξασφαλίζει καν την παροχή εποπτείας των επιστημονικών ομάδων των ΚΠ και των παρεμβάσεών τους -προαπαιτούμενα σε κάθε πλαίσιο υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υγείας-, εντείνει τις έτσι εκφραζόμενες, ακραίες εναλλαγές μεταξύ αισθήματος αδυναμίας και παντοδυναμίας του/της «ειδικού της πρόληψης».
Σε κάθε περίπτωση, με την υιοθέτηση ενός αδιαπραγμάτευτου ρόλου «ειδικού» από τους/τις λειτουργούς πρόληψης, επιφυλάσσονται ρόλοι παθητικών αποδεκτών στους πολίτες, στους οποίους απευθύνονται οι παρεμβάσεις και που, έτσι, κινδυνεύουν με μια διαχειριστικού τύπου υπαγωγή σε τεχνητές και απρόσωπες καταστάσεις «αποδέκτη», «ωφελούμενου», «περιστατικού», «ομάδας-στόχου», κ.ο.κ. (4)
Από τα «εργαλεία» στις σχέσεις
Σε τέτοια συμφραζόμενα, τα «εργαλεία» υλοποίησης της παρέμβασης γίνονται αυτοσκοπός, αποκόπτονται από την πραγματικότητα της κοινότητας ή των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται και από την προσπάθεια για θετική αλλαγή των όρων ζωής τους, που οφείλουν να υπηρετούν. Περαιτέρω, ενώ στις παρεμβάσεις πρόληψης υπάρχουν εγγενείς και προφανείς ποιότητες συμμετοχής των ανθρώπων και των ομάδων τους, η συμμετοχή αφορά, πια, μια προκαθορισμένη παρέμβαση που σχεδιάζουν και εφαρμόζουν «κάποιοι άλλοι», πολλές φορές μάλιστα αρχικά επινοημένη ως πνευματικό προϊόν σε πολιτισμικά πλαίσια (εθνικά, τοπικά) πολύ διαφορετικά από τα πλαίσια και υπο-πλαίσια, στα οποία επιχειρείται η αυτούσια μεταφορά τους κατόπιν.
Έτσι, συχνά η υλοποίηση και αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων εξαρτάται κάθε φορά από τους ίδιους τους «ειδικούς», την αφοσίωση τους, τις γνώσεις τους, την ενέργεια που καταθέτουν. Ως συνέπεια, ναρκοθετείται η παραγωγή βιώσιμων αποτελεσμάτων, αφού οι παρεμβάσεις, δομημένες γύρω από συγκεκριμένα πρόσωπα, δυάδες, ομάδες «ειδικών», στην καλύτερη περίπτωση διαρκούν όσο αυτοί/ές είναι παρόντες/ούσες.
Ομοίως, η προσέγγιση της βιωματικής εκπαίδευσης σε δεξιότητες ζωής που εκπαιδεύουν, θεραπεύουν και προάγουν την προσωπική ανάπτυξη και την ψυχοκοινωνική υγεία του ανθρώπου (5), την οποία υιοθετούν οι λειτουργοί των ΚΠ, είναι βέβαια πιο αποτελεσματική σε σχέση με τις κυρίαρχες προσεγγίσεις του απώτερου παρελθόντος. Στον βαθμό, όμως, που οι δεξιότητες μεταλλάσσονται σε φιλοσοφικό επίκεντρο της πρόληψης, εκτοπίζοντας τη σημασία της ενίσχυσης των υποστηρικτικών συστημάτων που περιβάλλουν τον άνθρωπο, ώστε να δημιουργείται ένα προστατευτικό συνεχές, ένα κοινοτικό πλαίσιο-ανάχωμα στην ανάπτυξη συμπεριφορών «υψηλού κινδύνου», δεν αποτελούν παραμέτρους ικανών θετικών μετατοπίσεων, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες. Στην πραγματικότητα, η τέτοια υπερεκτιμημένη προσέγγιση της ανάπτυξης δεξιοτήτων συνιστά πρόληψη, στον ίδιο βαθμό που η διαχείριση συνιστά αλλαγή και η τεχνική συνιστά όραμα.
Το αύριο καλεί σε αναστοχασμό -και όχι σκέτη πράξη- σήμερα
Με άλλα λόγια, στην προσπάθεια για ειλικρινά σύγχρονες, κοινωνικά αποτελεσματικές παρεμβάσεις πρόληψης, οι διαπιστώσεις περί κρίσης χρειάζεται να συμπεριλαμβάνουν τον παραγόμενο εντός αυτής κυρίαρχο επιστημονικό λόγο και τις πρακτικές που αυτός αναγνωρίζει, προωθεί, νομιμοποιεί. Να εισδύουν στον εντοπισμό όψεών του, στην κατανόησή τους, στην έγερση ερωτημάτων γύρω από αυτές – πάντως όχι να τις θεωρούν δεδομένες. Η αλλαγή και το καινούριο στον άνθρωπο και την κοινότητα δεν μπορεί να επέλθουν στη βάση μιας αλλοτριωμένης επιστήμης, που σκέφτεται, παράγει και εφαρμόζει βάσει αυτοματισμών, δηλαδή αναποτελεσματικά ως προς τις πρωτότυπες ανάγκες και απαιτήσεις της κοινότητας.
* Απόσπασμα από το Κεφάλαιο Ε΄ του συλλογικού έργου του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας: «Κοινότητα, πρόληψη των εξαρτήσεων, Κέντρα Πρόληψης. Φιλοσοφία, πρακτική, προβλήματα, προτάσεις» (Νοέμβριος 2016, διαθέσιμο στο https://www.ideostato.gr/2016/11/e-book.html).
Βιβλιογραφία:
(1) Karanikolos, M., Mladovsky, Ph., Cylus, J., Thomson, S., Basu, S., Stuckler, D., Mackenbach, J.P.., McKee, M. (2013). Financial crisis, austerity, and health in Europe. The Lancet. v. 381, no. 9874 (April 2013), σ. 1323-1331.
(2) Λάιος, Ν. (2011). «Κράτος Πρόνοιας» και πρόληψη των εξαρτήσεων στην σκιά της εξατομικευμένης ευθύνης. Τετράδια Ψυχιατρικής, τ. 114 (Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2011), σ. 20-34.
(3) Για το ζήτημα της σταθερής σύνδεσης πολιτικού και κοινωνικού καθώς και της σταθερής προϋπόθεσης πολιτικοϊδεολογικής επιλογής σε κάθε επιστημονικό εγχείρημα (θεωρητικό και στο πεδίο), δες ακόμα: α). Bleier, R. (1979): Social and political bias in science: an examination of animal studies and their generalizations to human behaviors and evolution και, β). Longino, H. (1983). Beyond “Bad Science”: Skeptical Reflections on the Value-Freedom of Scientific Inquiry. Science, Technology, & Human Values, Vol. 8, No. 1 (Winter, 1983), σ. 7-17.
(4) Ζαφειρίδης, Φ., Λαϊνάς, Σ., Γκιουζέπας, Στ. (2003). Το πρόβλημα των ναρκωτικών και ο νέος ρόλος του λειτουργού υγείας. Εισήγηση σε Ημερίδα του Κέντρου Πρόληψης Π.Ε. Ημαθίας «Πρόσβαση». Διαθέσιμο στο https://www.selfhelp.gr/attachments/article/18/veroia.pdf
(5) Bergeret J. (1999). Τοξικοεξάρτηση και Προσωπικότητα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.