Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κύριος Τσιάρας, έχει αναλάβει μία νευραλγικής σημασίας αποστολή για το νομικό κόσμο, στον οποίο, ωστόσο, δεν ανήκει καθώς είναι ιατρός στο επάγγελμα. Από τη στιγμή, όμως, που αποδέχτηκε τη συγκεκριμένη θέση οφείλει να υπηρετήσει τη νομική επιστήμη πιστά και με συνέπεια.
- Της Κίρκης Πατσιαντά*
Ανεξαρτήτως των όποιων θετικών προθέσεων του Υπουργού στο πλαίσιο επεξηγήσεων αναφορικά με το νομοσχέδιο για τη «συνεπιμέλεια», είναι στη χειρότερη περίπτωση επικίνδυνο και στην καλύτερη περίπτωση αφελές, μιλώντας σε δημοσιογράφους σε εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης, να δηλώνει ότι «όλες οι επιστημονικές μελέτες κατατείνουν στο γεγονός ότι τα παιδιά, τα οποία μεγαλώνουν με τη φυσική παρουσία και των δύο φύλων και των δύο γονέων, είναι παιδιά με λιγότερα ψυχολογικά προβλήματα, είναι παιδιά με μικρότερες ή καθόλου παρεκκλίσεις, είναι παιδιά τα οποία προσαρμόζονται με πολύ μεγάλη ευκολία σε μια σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα».
Κάθε πτυχή της συγκεκριμένης δήλωσής του είναι βυθισμένη σε αοριστίες που προκαλούν ερωτηματικά. Αφήνοντας στην άκρη προς τον παρόν τις επιστημονικές μελέτες τις οποίες επικαλείται χωρίς περαιτέρω στοιχεία, θα επικεντρωθώ σε δύο σημεία της: στην ταμπέλα «της μητέρας και του πατέρα» και στην ταμπέλα «των μη προσαρμοστικών και ψυχολογικά προβληματικών παιδιών».
Η αναφορά στο ετερόφυλο γονεϊκό ζευγάρι καταρχάς δε λαμβάνει υπόψη τη νομικά κατοχυρωμένη πραγματικότητα της σύγχρονης οικογενειακής ζωής, η οποία περιλαμβάνει κατ’ανάγκη ή κατ’επιλογή μονογονεϊκές βιολογικές, βάσει υιοθεσίας ή βάσει ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής οικογένειες. Επιπρόσθετα, η επιμονή στη διαφορετικότητα των φύλων του ζευγαριού δείχνει να αγνοεί πρώτον, τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφορικά με την έννοια του «φύλου» (ΕΔΔΑ, Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 11 Ιουλίου 2002), το οποίο δεν εκτιμάται πλέον μόνο με βιολογικά κριτήρια αλλά λαμβάνει και ψυχολογικές/κοινωνικές/νομικές διαστάσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ατόμων τρανς, και δεύτερον, την τάση που παρατηρείται στην υπόλοιπη Ευρώπη (βλ. ενδεικτικά ILGA Europe, Rainbow Index 2020) νομικής αναγνώρισης στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια του δικαιώματος να γίνουν γονείς μέσω υιοθεσίας ή τεχνικών ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, η οποία τάση σε λίγα χρόνια θα ωθήσει την Ελλάδα να νομοθετήσει αναλόγως.
Η δε απαράδεκτη αναφορά σε παιδιά με «ψυχολογικά προβλήματα και παρεκκλίσεις», επειδή είναι μέλη μιας «μη στερεοτυπικής οικογένειας», αντίκειται καταφανώς στο πνεύμα της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και, ιδιαίτερα, σε έναν από τους πυλώνες της, στην αρχή της μη διάκρισης (άρθρο 2), καθώς στιγματίζει μια πληθώρα παιδιών που δεν ανταποκρίνονται στο προβαλλόμενο επιθυμητό μοντέλο οικογενειακής ζωής, εντάσσοντας τα σε μια υποδεέστερη κατηγορία σε σχέση με εκείνα που πληρούν τις ζητούμενες προϋποθέσεις οικογενειακής καταγωγής και εγείροντας έτσι θέματα για την απρόσκοπτη πραγμάτωση των δικαιωμάτων των συγκεκριμένων παιδιών.
Η προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός επιτυχημένου νομικού πλαισίου (εάν και εφόσον αυτή όντως ευοδωθεί), προκειμένου τα παιδιά ενός ζευγαριού που έχει επιλέξει να μην είναι πλέον μαζί, να μεγαλώνουν έχοντας ουσιαστικά πλάι τους και τους δυο γονείς τους είναι θεμιτή. Ωστόσο, η κραυγαλέα άγνοια ή ο προκλητικός παραγκωνισμός μορφών της σύγχρονης οικογένειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού είναι ασυγχώρητα.
*Η Κίρκη Πατσιαντά είναι δικηγόρος, Δ.Ν., με ειδίκευση στην προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού.