Του Δημήτρη Νανούρη
Ψαρούδας, Μπεράτης, Μπότασης, Αγρας, Πολίτης… Τρανταχτά ονόματα των γραμμάτων, της λαογραφίας και του πενταγράμμου πλαισίωσαν την επιτροπή λογοκρισίας του Μεταξά με αντικείμενο τον προληπτικό έλεγχο στις γραμμοφωνήσεις τραγουδιών. Θα αναρωτηθείτε δικαίως, τι πετριά με βάρεσε ντάλα καλοκαίρι, προτού επιστρέψω καλά καλά απ’ την πετραία γη των Κυκλάδων, και το ‘ριξα στη βαριά θεματολογία.
Ας όψεται η αλήστου μνήμης 4η Αυγούστου 1936, από την οποία συμπληρώνονται σήμερα ογδόντα συναπτά έτη. Μόλις χθες άλλωστε έγραφα για τον ανυπέρβλητο Γιάννη Παπαϊωάννου που την έζησε στο πετσί του και συνέβαλε ώς έναν βαθμό με τον τρόπο του να μη σταματήσουν οι ηχογραφήσεις ρεμπέτικων κατά την ανώμαλον και ταραγμένη προσέτι περίοδο. Ο κυριότερος λόγος, εν τούτοις, έγκειται στο ότι στην κατηραμένη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας η λογοκρισία ουδέποτε εξέλιπε, καθότι όλοι την απεχθάνονται και όλους τους βολεύει· αριστερούς, δεξιούς και αδέξιους.
Λοιπόν ο μπαρμπα-Γιάννης, που στα είκοσι δύο του μόνο μπάρμπας δεν ήταν, έλαβε το θάρρος να διαμαρτυρηθεί αυτοπροσώπως στον Μεταξά. Τον εμπόδισαν στην πόρτα του γραφείου του ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και ο Θεολόγος Νικολούδης, κουμανταδόροι του διαβόητου υφυπουργείου Τύπου, προπαγάνδας πά’ να πει. Ακολούθησε έντονος διάλογος. Ο δικτάτορας άκουσε τις φωνές, ρώτησε τον Παπαϊωάννου ποιος είναι και τι θέλει και κατόπιν τον κάλεσε μέσα.
Ιδού πώς περιγράφει το περιστατικό ο μεγάλος συνθέτης στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ντόμπρα και σταράτα», εκδόσεις «Κάκτος»: «-“Θα πεθάνουμε”, του λέω, “κύριε πρόεδρε, αυτή είναι η δουλειά μας”. -“Βγάζετε χασικλίδικα, γι’ αυτό δεν σας αφήνω”, λέει ο Μεταξάς. -“Εγώ δεν βγάζω χασικλίδικα, να σας παίξω να δείτε”. -“Βγάζουν οι άλλοι”, μου λέει αυτός. -“Ούτε κι αυτοί”, του λέω, “βγάζουν πια, σταματήσανε, όλα τα τραγούδια μας είναι ωραία”. Και βγάζω τον μπαγλαμά μέσα απ’ το παλτό και του ‘παιξα τη “Βαγγελίτσα”. […] Ο Μεταξάς άρχισε να γελάει. Εδωσε εντολή να τα επιτρέψουνε, χωρίς όμως χασικλίδικα λόγια».
Δεν πονηρεύτηκε ο Παπαϊωάννου, όταν βγαίνοντας η γραμματέας τού ζήτησε τα στοιχεία του. Επειτα από λίγες μέρες δυο τύποι με πολιτικά τον επισκέφθηκαν σπίτι και του όρισαν ένα «πονηρό» ραντεβού. Στο συγκεκριμένο μέρος τον περίμεναν τέσσερις «δημοσιογράφοι, συγγραφείς, τέτοιοι, κι ένας στιχουργός». Του είπαν ότι δεν τους αρέσει το λαϊκό τραγούδι όπως είναι, του ανέφεραν πως έχουν σχέδιο να το εξυγιάνουν και με άκρα μυστικότητα ζήτησαν τη συνεργασία του.
Ιωάννης Ψαρούδας. Φτασμένος μουσικολόγος. Δυτικοτραφής. Θεωρούσε, όπως πολλοί σύγχρονοί του, έγκλημα καθοσιώσεως τις εξ Ανατολών επιρροές στην τέχνη της Ευτέρπης, την οποία είχε βαλθεί να διορθώσει σύμφωνα με τα δικά του χούγια. Τον ενοχλούσαν αφάνταστα τα μπεμόλια, ήτοι, στην αργκό των μουσικών, οι υφέσεις και οι διέσεις, που χαρακτηρίζουν τη βυζαντινή μουσική και κατ’ επέκτασιν τους αμανέδες και τα σμυρναίικα. Στη βίαιη εκρίζωσή τους στόχευε το σχέδιό του. Ο Παπαϊωάννου δεν συνεργάστηκε. Δυστυχώς το ‘καναν άλλοι μεγάλοι του ρεμπέτικου. Λόγω στενότητος χώρου, συνεχίζουμε αύριο.