Παίζεις όλα τα προηγούμενα χρόνια με τα χρώματα της δημοκρατίας. Η βούληση του λαού και το ένα και το άλλο κι όλα αυτά.
Κάποια στιγμή εκλέγεσαι. Φοράς τα χρώματά της και μας εκπροσωπείς διεθνώς. Η βούληση του λαού και το ένα και το άλλο κι όλα αυτά.
Αφού είσαι με τους καλούς, αργά ή γρήγορα θα κερδίσεις στον δίκαιο αγώνα σου τους απέναντι κακούς. Βρίσκεις τοίχο και τοίχο και πάλι τοίχο. Παίζεις το τελευταίο σου χαρτί. Απαντάς στον τοίχο με περισσότερη δημοκρατία, με ειδικότερη δημοκρατία. Δημοψήφισμα, κορυφαία ιστορική στιγμή, τρομερό αποτέλεσμα, συγκίνηση.
Μετά πας, και ανεξάρτητα από το πόσο φταις και πόσο όχι, το κοντέρ γράφει ότι παίζοντας με τα χρώματα της δημοκρατίας ως εδώ άντεξες και πως οι γραμμές άμυνάς σου η μία μετά την άλλη καταρρέουν, έτσι ώστε να μην μείνουν μετά προσχήματα να ντυθείς στη θέση των βανδαλισμένων της χρωμάτων.
Η περισσότερη και η ειδικότερη δημοκρατία χάνουν περισσότερο, χάνουν ειδικότερα. Πολλά με λίγα. Τα υπογράφεις όλα, τα περνάς όλα στη Βουλή υπερεπείγοντα του υπερεπείγοντος. Και τώρα προκηρύσσεις εκλογές, μόνο που πια, είτε ηγεμονεύσεις είτε όχι, η δημοκρατία έχει ταπεινωθεί, ακυρωθεί, μνημονιοποιηθεί.
Περισσότερο από όλες τις άλλες φορές, γιατί εσύ υποτίθεται και υποθέσαμε και έτσι ήταν δηλαδή, ότι σε αντίθεση με τους πριν την εκπροσωπούσες αυθεντικά. Και στην τόσο πρόσφατα ταπεινωμένη, ακυρωμένη, μνημονιοποιημένη δημοκρατία, οι εκλογές δεν είναι πια λύση και ανάταση, αλλά ρεζίλι και ντροπή, χοντράδα και κακόγουστο αστείο.