Ας αναρωτηθεί ο καθένας και η καθεμιά, σε περίπτωση που είναι μισθωτός/η, άνεργος/η, φτωχός/η χωρίς άκρες, χωρίς θέση εξουσίας χωρίς μια Lifestyle αναγνωρίσιμη μούρη πόσα είναι τα μέρη στα οποία του απαγορεύεται η πρόσβαση.
Βέβαια δεν υπάρχει κανένας νόμος που να σε εμποδίζει να κυκλοφορείς στο Κολωνάκι: η οικονομική αδυναμία είναι αυτή που δεν σε αφήνει να κανείς κάτι περισσότερο από το να οδηγείς το παπί σου στους δρόμους του.
Δεν θα σου ρίξουν πόρτα αν δοκιμάσεις να κολυμπήσεις σε διάφορες γραφικές παραλίες της Αττικής: είναι η κλειστή πόρτα από το το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας του καπιταλιστή που έχτισε τη βίλα του πάνω στο κύμα που θα σε σταματήσει. Και στην Πολιτεία μπορείς να περπατήσεις και στο Καστρί και στην Εκάλη. Ακόμα κι αν δεν σε σταματήσει το σεκιούριτι (και η εργασία είναι ιερό δικαίωμα, το λέει και το σύνταγμα… ) γρήγορα θα αντιληφθείς ότι αυτά τα μέρη δεν είναι για σένα όσο δεν καταφέρνεις να γίνεις αφεντικό, κρατικός αξιωματούχος, σοβαρός μαφιόζος, Lifestyle παράσιτο ή έως ότου υπομονετικά βάλεις στην άκρη βασικούς μισθούς μερικών εκατοντάδων ετών.
Υπάρχουν μέρη που δεν είναι για όλους, που δεν είναι για αυτούς που βρίσκονται στην βάση της κοινωνίας. Που δεν είναι για τους πολλούς.
Πόσα είναι στην τελική αυτά τα μέρη; Θα αναρωτηθεί η κοινή λογική.
Ελάχιστα. Πραγματικά, πολύ λίγα σε όλη την ελληνική επικράτεια
Όπως ελάχιστοι είναι κι αυτοί που έχουν πλήρη πρόσβαση σε αυτά. Την δυνατότητα (γιατί εκεί είναι το θέμα και όχι στις αστικές κενοδοξίες περί “δικαιωμάτων”) να μπορέσουν να τους κάνουν χρήση.
Τα ελάχιστα αυτά μέρη στα οποία η “πλέμπα”, το “πόπολο”, οι προλετάριοι, (οι δικοί μας δηλαδή) δεν μπορούν να πάνε δεν είναι άλλο από τα συμβολικά “βασιλικά κτήματα” της εξουσίας, εκεί που η νέα αριστοκρατία της αστικής τάξης και του κράτους κυνηγάει τα δικά της, τα αποκλειστικά δικά της “ελάφια”, κατά το πρότυπο της φεουδαρχίας. Τόποι που εκτός από το να εξασφαλίζουν καλοπέραση και ασφάλεια για την άρχουσα τάξη, μέσα από καθεστώς της εξαίρεσης, συμβολίζουν την δύναμη και την εξουσία της παντού.
Και τι έγινε στην τελική, υπάρχουν πολύ καλύτερες αμμουδιές από την Ψαρού και μάλιστα τσάμπα. Η Αθήνα είναι γεμάτη μαγαζιά που όσοι έχουν ακόμα ένα μισθό μπορούν να πάνε, οι περισσότερες παραλίες στην αττική είναι ακόμα άχτιστες και χωρίς πλαζ.
Πράγματι υπάρχουν τόσα ελεύθερα βουνά που κάνουν την Αράχωβα να δείχνει δυστοπία με αυθαίρετα. Σε κανέναν από τους πολλούς (με εξαίρεση προφανώς αυτούς που τυχαίνει να ζούν εκεί που “ο βιομήχανος κλείνει μια παραλία”) δεν λείπουν τα κάθε λογής βασιλικά κτήματα. Δεν είναι αυτός ο λόγος που τα ζηλεύουν τόσοι πολλοί εκμεταλλευόμενοι και τα στραβοκοιτάνε κάποιοι άλλοι λίγοι.
Όπως δεν είναι αυτός και ο λόγος που πολιτικοί, καθεστωτικοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι ωρύονται για το “άβατο των Εξαρχείων”. Πέρα από ελάχιστους δεν έχουν κανένα λόγο να θέλουν να κυκλοφορήσουν στα Εξάρχεια.
Το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι πως αντίθετα από ότι πιστεύουν οι θαμώνες των “βασιλικών κτημάτων”, ούτε αυτοί τελικά έχουν άνετη πρόσβαση παντού στην κοινωνία την οποία δυναστεύουν.
Και το να υπάρχει στο εσωτερικό μιας κατακτημένης περιοχής ένας θύλακας εχθρικός για τους κατακτητές είναι πάντα, από την αυγή της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής εξουσίας ένα καμπανάκι κινδύνου.
Όποιος δεν εξαρτά την ενημέρωσή του από τα δελτία των 8.00 γνωρίζει καλά ότι την εξουσία στα Εξάρχεια την έχει το ελληνικό κράτος και το οικονομικό σύστημα που υπάρχει στην περιοχή είναι ο καπιταλισμός.
Ούτε εκεί αν δεν έχεις φράγκο μπορείς να φας σε ένα εστιατόριο, πολύ περισσότερο στους “Γιάντες”. Δεν υπάρχουν μπλόκα στους δρόμους, ούτε τελωνειακοί σταθμοί κατά την είσοδο (αν και υπάρχουν διμοιρίες των ΜΑΤ με το ανάλογο ύφος). Αρκετοί πλούσιοι ζουν στην περιοχή, ενώ η “ντόπια αστική τάξη του κρατιδίου” (βασικά η βιοτεχνία της διασκέδασης) μια χαρά κονομάει, μπορεί μάλιστα κατά καιρούς να πουλάει και (αληθινή ή μαϊμού) προοδευτικότητα για κάποια ζητήματα ενώ ταυτόχρονα δεν κολλάει ένσημα στους εργάτες της.
Αυτό που διαφοροποιεί τα Εξάρχεια είναι η ιστορική παρουσία του συγκεκριμένου πολιτικοκοινωνικού υποκειμένου και η σφραγίδα που άφησε επί δεκαετίες και αφήνει καθημερινά στην περιοχή. Ένα πολυσχιδές υποκείμενο το ισχυρότερο αλλά όχι πλειοψηφικό κομμάτι του οποίου είναι οι αναρχικοί ( μικρό κομμάτι του αναρχικού κινήματος σε επίπεδο πρωτεύουσας).
Από τις μεγαλύτερες γειτονιές διασκέδασης στο λεκανοπέδιο, συχνά υπο στρατιωτική αστυνομική κατοχή, τα Εξάρχεια είναι το αθηναϊκό μεταπολιτευτικό αντίστοιχο της “αριστερής όχθης” που φυτρώνει στις δυτικές μητροπόλεις. Με το underground στοιχείο, με τη νεολαία, με τη νύχτα,με τους “επαναστάτες” και με τις χιλιάδες αντιφάσεις που ενδημούν στις “αριστερές όχθες” και που συνήθως αποσιωπούνται στις ιστορικές αγιογραφίες τους.. Είναι μια συγκεκριμένη ισορροπία με υλικό όμως χαρακτήρα.
Αυτή η ισορροπία διάκειται εχθρικά σε ανθρώπους της εξουσίας, σε θεματοφύλακες του νόμου, σε φασίστες. Όσοι φαντάζονται ότι πρόκειται για κάποια τουριστική ατραξιόν μπορούν να βρεθούν σε κίνδυνο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εκεί επενδύει ένα μέρος της ζωής του ένα κομμάτι της κοινωνίας το οποίο έχει βρει σοβαρούς λόγους να αντιπαλεύει την εξουσία και τους ανθρώπους της. Εκεί η διάχυτη συνθήκη κάνει το ακριβό αυτοκίνητο στόχο αντί για ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, οι επιδείξεις πλούτου δεν εκτιμώνται ιδιαίτερα, τουλάχιστον αυτές που δεν έχουν τη σοφία να μεταμφιεστούν σε μποέμ. Εκεί οι μαφιόζοι αναγκάζονται να βγουν από την αφάνεια “και να κάνουν πιο πέρα” γιατί κάποιοι κουτσά στραβά στέκονται απέναντί τους, εκεί ο αστυνομικός φυλάει κάπως τα νώτα του.
Εν κατακλείδι τα Εξάρχεια είναι μια κατακτημένη περιοχή, υπο πλήρη κρατικό έλεγχο και με συνθήκες άγριου καπιταλισμού στην οποία όμως έχει κερδηθεί ένα έδαφος ελευθερίας. Κι η ελευθερία δαγκώνει.
Είναι κατανοητό να σκανδαλίζεται ο κάθε πολιτικός ή δημοσιογράφος επειδή υπάρχει ένας τόπος που τον εχθρεύεται ακριβώς γιατί είναι στην κορυφή της πυραμίδας, ένας τόπος που η “αναγνωρισιμότητα” αντί να ανοίγει πόρτες φέρνει σφαλιάρες. Είναι λιγότερο κατανοητό αυτή η στάση να εκφράζεται από ανθρώπους της άλλης άκρης της πυραμίδας. Δεν είναι καθόλου κατανοητές διάφορες σχιζοφρενικές κριτικές που αντιμετωπίζουν τους αναρχικούς σαν κάποιου είδους κυβέρνηση των Εξαρχείων ή τα Εξάρχεια σαν την προδομένη Εδέμ της αναρχίας.
“Σοσιαλισμός” σε μία μόνο γειτονιά είναι ανέφικτος και μέχρι η κοινωνία να αποφασίσει να καταλάβει συνολικά “την γή της” είναι ελπίδα για την κοινωνία να υπάρχουν τόποι στον αστικό ιστό που η ζωή για τους από πάνω γίνεται λίγο πιο δύσκολη. Ακόμα κι αν αυτή η δυσκολία περιορίζεται στο να πρέπει να αλλάξουν εστιατόριο, ή να πρέπει να παρκάρουν την πόρσε σε κάποιο πάρκινγκ περιμετρικά ή να πρέπει να μεταφέρουν την πιάτσα των ναρκωτικών “πιο κάτω”.
Και για όλους τους λόγους είναι καλό να συνεχίσουν τα Εξάρχεια να είναι αυτό που είναι και να κάνουν τον εαυτό τους πολλά περισσότερα ακόμα.
Κι ακόμα καλύτερα, να γίνουν κι άλλα Εξάρχεια, σε άλλα σημεία της πόλης . Κι άλλοι τόποι πολιτικής ζύμωσης, κι άλλοι τόποι συγκέντρωσης ακηδεμόνευτης έκφρασης, κοινωνικού και πολιτικού πλούτου, να γίνουν περισσότερα τα μέρη στα οποία οι εμβληματικές φιγούρες της άλλης πλευράς του κοινωνικού πολέμου θα μπορούν να βγουν για λίγο από το πετσί του ρόλου του κυνηγού και να νοιώσουν όπως νοιώθουν οι πολλοί: θηράματα.