Από τον Γιάννη Δημογιάννη
«Η περασμένες μέρες πίσω μένουν, μία θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων ∙ τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.»
Η σύμπτωση, σπάνια για τα ανθρώπινα, σημαδιακή, όπως κι αυτός. Το ημεροδρόμιο της ζωής του – καταχωνιασμένο κάπου στ’ αζήτητα του σκληρού δίσκου – ανασύρθηκε στο παρόν, από αγαπητό φίλο… Ο «Αλεξανδρινός», ο ποιητής που γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1863, και πέθανε, μετά από 70 χρόνια, στην ίδια πόλη, και την ίδια μέρα. Αλεξάνδρεια, 29 Απρίλη 1933. Σαν να μην πέρασε μία μέρα! Ν’ ανοίγεις και να κλείνεις τα μάτια σου, στην πόλη που αγάπησες, στην πόλη που σε στοίχειωσε. «Καινούργιους τόπους δε θα βρεις, δε θάβρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί.»
Ένας βίος, θαρρείς, σκηνοθετημένος στην εντέλεια από τον πρωταγωνιστή του. Γιατί, ξεδιπλώνοντας καρέ – καρέ τη ζωή του, ο Κωνσταντίνος Καβάφης μοιάζει λες και είχε οριοθετήσει μοιραία, μέχρι και τις τελευταίες λεπτομέρειές του πλου του. Σα να κατείχε έως και τη διάρκεια του γήινου κύκλου του, σε ποιο σκηνικό θ’ ανέβει η «παράστασή» του, σε ποιες πράξεις θα τελεστεί το προσωπικό του δράμα ∙ με άλλα λόγια, πώς ακριβώς θα γραφτούν μέχρι και οι διάλογοι των πρωταγωνιστών και των κομπάρσων. Διότι, σίγουρα, απαιτεί σοφία και καλλιτεχνική μαεστρία, προκειμένου να περιγράψεις από το πρώτο, κιόλας, σου ποίημα, το προδιαγεγραμμένο σχέδιο του ακούσιου «εγκλεισμού» σου. Να γνωρίζεις από τους πρώτους στίχους σου πώς θα στηθεί η κοινωνική «συνωμοσία», ποιοι θα σε εγκλωβίσουν, πώς τελικά θα καταφέρουν, «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», να ορθώσουν τριγύρω σου, τείχη απόρθητα. Κοντολογίς, το σκηνικό ενός λιμανιού, που, αντί για αφετηρία λυτρωτικών ταξιδιών, μετατράπηκε ανεπαισθήτως σε κενοτάφιο ελπίδας, σε κάστρο περίκλειστο, όπου κάθε διαφυγή φαντάζει «μία καταδίκη γραφτή».
Πάντως, ακόμη κι αν μπορείς να προβλέψεις σε ποια πόλη και με ποιο τρόπο θα ξοδέψεις το καντήλι της ζωής σου, αναμφίβολα χρειάζεσαι να διαθέτεις λεπτές αντένες, ίσως και γενναιότητα, προκειμένου να περιγράψεις το μυστήριο, και συνάμα την τραγικότητα της περιπλάνησης σου. Ν’ αναμετρηθείς με τα μεγάλα και ανεξήγητα ερωτήματα της ύπαρξης. Ν’ αγγίξεις τη Γέννηση και το Θάνατο, αναζητώντας το ενδιάμεσο, χαμένο διάστημα. Να γίνεις η φωνή, ο λόγος εκείνος που θα καταγράψει, θα σαρκώσει την ανθρώπινη ματαιότητα. Και εδώ, η ιστορία αποδεικνύει πως, απέναντι σ’ όλα αυτά τα δυσερμήνευτα μεγέθη, ο μέγας Αλεξανδρινός έδωσε υπόσταση στο κοινό μας δράμα. Γιατί, μολονότι υπήρξε, τότε, νέος και σε ηλικία 26 μόλις χρονών, εντούτοις κατάφερε να συμπυκνώσει από το 6ο μόλις ποίημα – «Τα κεριά» – τον αξεπέραστο Νόμο, που διέπει τ’ ανθρώπινα. Την κλεψύδρα του χρόνου.
«Του μέλλοντος η μέρες», και από την άλλη, «η περασμένες μέρες». Το αιώνιο δίπολο, η αρχή και το τέλος. Το παρελθόν, το μέλλον, και ανάμεσα στις δύο Συμπληγάδες, ο μετέωρος άνθρωπος. Η εικόνα της ίδιας αδήριτης πραγματικότητας. Το παρελθόν προβάλλει πάντα, ανίκητο και αδηφάγο. Το μέλλον αντιθέτως φαντάζει αβέβαιο, αινιγματικό, και διφορούμενο. Κατά βάθος, με τα «Κεριά», ο Καβάφης είναι σα ν’ απεικονίζει στο ποιητικό του εργαστήρι, το σύνδρομο της «ανάστροφης κλεψύδρας»: γεννιέσαι, και αυτομάτως, η κλεψύδρα του Χρόνου γυρνά, κι αρχίζει ν’ αδειάζει αμετάκλητα. Από εκείνη τη στιγμή – λες και είσαι ο τελευταίος κομπάρσος της ζωής – το παρελθόν γλιστρά μέσα από τις χούφτες σου, σ’ ένα ταξίδι δίχως γυρισμό. Και εσύ, ακινητοποιημένος και ανήμπορος, ακριβώς κάτω από τη σχισμή της κλεψύδρας, βλέπεις την άμμο του Χρόνου να πέφτει ανελέητα πάνω στο πρόσωπό σου, μέχρι να διαποτίσει και την τελευταία σου ανάσα. Εξάλλου, ο ποιητής περιγράφει στην ωριμότητά του: «Το γήρασμα του σώματος και της ψυχής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι». Το διαπεραστικό «μαχαίρι» του χρόνου ∙ οι μήνες, οι μέρες, οι στιγμές…
Στην περίπτωση του «Καβάφη», είναι αλήθεια, πολλοί μύστες μίλησαν για έναν τεθλιμμένο ποιητή ∙ τον ποιητή του «γήρατος», όπως ο ίδιος αυτό-προσδιοριζόταν. Για τον εμβληματικό στοχαστή, που ξεχώρισε για το πνεύμα σκεπτικισμού, το σαρκασμό και την ειρωνεία, απέναντι σε ό,τι αντιπροσωπεύει την ηθική και πνευματική διάβρωση. Τα «Κεριά» – σαν ποίημα φιλοσοφικό, αν και πρωτόλειο – εμπεριέχει ψήγματα αυτής της δυναμικής. Εμβαθύνοντας, βέβαια, σ’ ένα δεύτερο πεδίο, η γραφή ξεχωρίζει, επίσης, για την εικαστική και την παραστατική της δεινότητα. Στην ουσία, τα «Κεριά» καταφέρνουν και συνθέτουν ένα πίνακα, που συμπυκνώνει καθολικά την ανθρώπινη φύση. Τα άπειρα ανθρώπινα «γιατί». Το δέος και το φόβο απέναντι στο Θάνατο. Την παντοκρατορία της φθοράς, και την ελαφρότητα που διέπει τη συνείδησή μας. Η αντιθετική εικόνα και μόνο, αρκεί… Από τη μία σειρά, προβάλλει το παρελθόν – «μία θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων» – απεικονίζοντας τον ακαταμάχητο θάνατο και την απώλεια. Από την άλλη σειρά, αχνοφέγγουν «του μέλλοντος η μέρες» – «σα μία σειρά χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεριά» – περιμένοντας κι αυτές, το αναπόφευκτο, νομοτελειακό τους τέλος!
Αποτελεί, αναμφίβολα, κοινό τόπο. Ο μονίμως σκεπτικός και μελαγχολικός «Αλεξανδρινός», δεν υπήρξε ποτέ εύπεπτος και ευχάριστος για τους ανυποψίαστους. Η αλήθεια του, πάντοτε, ήταν αποστομωτική για όσους αρέσκονται να ζουν ανώδυνα. Με μία διαφορά. Ο αδυσώπητος Χρόνος και ο Θάνατος δεν γνωρίζουν ούτε από συμπάθειες, ούτε από διακρίσεις… Κάπως έτσι, λοιπόν, την ώρα που το παρελθόν έχει πλημμυρίσει ολοκληρωτικά την κλεψύδρα μας, τότε, κανείς, δυστυχώς, δε βρίσκεται παραδίπλα, ώστε ν’ ακούσει τις απεγνωσμένες κραυγές του πανικόβλητου θνητού. Τα κουκιά είναι συνήθως μετρημένα. Εκείνη τη στιγμή, νηφάλιος και πλήρης παραμένει μονάχα όποιος δεν αψήφησε «τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν». Και η πραγματικότητα αποδεικνύει πως αυτός είθισται να είναι όποιος δεν έκλεισε τα μάτια, ούτε μπροστά στο φως, ούτε και στο σκοτάδι.