του Δημήτρη Βεργίνη
«Μια χαρά είμαι, καλά δεν είμαι».
Είναι λίγα που μπορούν να με ενθουσιάσουν στον λόγο πια. Δεν εννοώ λίγα κείμενα, λίγα ποιήματα, λίγα βιβλία, λίγες προτάσεις. Εννοώ λίγες φορές που πια μπορεί το στήσιμο των λέξεων από μόνο του να πάρει το μυαλό μου και να το κάνει κοινωνό της χαράς που είχε το c όταν μπήκε στη διάσημη εξίσωση του Αϊνστάιν. Σαν και ζώντας από την αρχή της γλώσσας να έχω σκεφτεί, ακούσει, δει κάθε πιθανό συνδυασμό λέξεων ως έκφραση των αισθημάτων, που από μόνος του –δίχως το στόρυ, τα αισθήματα από πίσω- θα είναι άλλη μια βαρετή μέρα στο γραφείο.
Στους μανιταρότοπους η υγρασία δε φτιάχνει άσθματα και σκεβρωμένα σώματα, δε διαβρώνει τους τοίχους και σαπίζει τα ξύλα. Δε ρουτινιάζει με τις συνήθειες της υγρασίας άλλων τόπων, δεν περνάει τα απογεύματά της ξεκουρδίζοντας μουσικά όργανα. Στους μανιταρότοπους η υγρασία συνδιαλέγεται με όρους μικρόκοσμου, διαλέγεται με τους μύκητες που γιγαντώνονται και καταλήγει στην αβιογένεση κάθε παραίσθησης που κάποτε δημιουργούσε μύθους και σήμερα κορίτσια που περπατάν ανάμεσά τους.
Στο βασίλειο των μυκήτων (ένα απ’ τα έξι βασίλεια της κλασικής συστηματικής ταξινόμησης στην βιολογία) οι υπήκοοί του μπορούν χάριν συντομίας –και γειτνίασης με την πραγματικότητα- να οριστούν ως άπειροι. Με πλήθος ειδών στον πλανήτη μικρότερο μόνο από αυτό των εντόμων και σχήματα που έδωσαν την ιδέα για δεκάδες αντικείμενα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, είναι να απορούμε γιατί η γη χαρακτηρίζεται ως ο πλανήτης των ανθρώπων κι όχι… όχι των μανιταριών ας πούμε! Στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα από 2500 είδη. Ένα δύο απ’ αυτά μάλιστα δεν έχουν καταγραφεί πουθενά αλλού στον κόσμο.
Τα κορίτσια που μεγαλώνουν στους μανιταρότοπους είναι σαν τα ξωτικά που μεγαλώνουν στους νεραϊδότοπους: γενετικά ιδιαίτερα. Βγαίνουν στα δάση και μουσκεύουν τα παπούτσια τους, βγαίνουν στις ομίχλες και αχνοκρύβουν το πρόσωπό τους, ψάχνουν τις λιακάδες και γεμίζουν ανταύγειες τα μαλλιά τους. Τα απογεύματα φοράνε ένα στενό δερμάτινο μπουφάν και κάνουν ωτοστόπ στην εθνική για τις χώρες του βορρά και τα βράδια έχουν επιστρέψει και πίνουν μπύρα στο τελευταίο μπαρ του δρόμου τους. Ζητάν τραγούδια που οι βελόνες των πικάπ ξέρουν τους δρόμους τους από χάραγμα χιλιάδων φορών και τα χορεύουν κάνοντας τον Ταραντίνο να αυτοκτονεί που εκείνη τη στιγμή δεν είναι κάπου κοντά να τα τραβάει με μονοκάμερο. Κοιτάν την ώρα και παίρνοντας τα ρίσκα της διάθεσής τους, καλούν αγόρια που θα είναι μέρες μετά εκεί, μόνο για να τις περπατήσουν ως την είσοδο του σπιτιού τους. Για να τεστάρουν αν, όπως νόμιζαν, ο καθένας μπορεί να φιλάει όμορφα ή ,όπως άρχισαν να υποψιάζονται, κάτι χείλη έχουν το κόκκινο και το τσίλι της κόλασης πάνω τους.
Τα κορίτσια που μεγαλώνουν στους μανιταρότοπους ξυπνάν σε κανονικές ώρες, κάνουν κανονικές δουλειές, οδηγάν κανονικά αυτοκίνητα, φτιάχνουν κανονικά φαγητά. Στην πρώτη ανάγνωση, είναι κορίτσια κανονικά κείμενα. Τα δεύτερα νοήματα έρχονται όταν ξεκινάς να ξύνεις τις λέξεις, όταν τραβάς την επιφάνεια κι έρχεσαι αντιμέτωπος με μιαν ολόκληρη Μέση Γη, με έναν άλλο κόσμο που μόνο οι Τόλκιν, οι Κινγκ και οι Μάρτιν μπορούν να φτιάξουν. Τότε είναι που κρίνονται και τα δικά σου γόνατα, τα δικά σου αίματα. Γιατί σ’ αυτούς τους κόσμους κατορθώνουν να ζήσουν μόνο οι Άραγκορν, οι Ρόλαντ και οι Σνόου…
Μια χαρά είμαι, καλά δεν είμαι! Σε μια φράση κλείνεται όλος ο έξω κι όλος ο μέσα κόσμος. Σε μια φράση περιγράφονται κι η εμφάνιση και τα αισθήματα και το μυαλό. Σε μια φράση δίνεται όλη η βιογραφία εξηγώντας στον άλλο, μέρα τη μέρα, ολόκληρη μια ζωή ως σήμερα.
Τα κορίτσια που μεγαλώνουν στους μανιταρότοπους είναι οι λέξεις που ακριβώς χρειάζονται, είναι η σειρά που ακριβώς πρέπει να μπουν, είναι εν τέλει το αναπάντεχο σπάσιμο της ανίας στον καθημερινό λόγο.