Είναι γραμμένο στα σπήλαια της Αλταμίρα, στους πάπυρους της Νεκράς Θάλασσας και στις παλαιές δέλτους του Μεσαίωνα: Ο κόσμος ξεκίνησε χωρίς τον άνθρωπο και θα τελειώσει χωρίς αυτόν.
Κι υπάρχει κάπου στη χερσόνησο του Σινά, δυο ώρες απ’ τη Μονή Θεοβαδίστου Όρους, κοντά στην Όαση Φαράν, το ησυχαστήριο ενός γέρου, που ούτε χριστιανός είναι ούτε μουσουλμάνος ούτ’ εβραίος.
Πάνω απ’ την κουβέρτα που ‘χει για πόρτα κρέμεται μια επιγραφή, γραμμένη στα ελληνικά, στα εβραϊκά και στα αραβικά. Κι η επιγραφή λέει: Όποιος μπαίνει εδώ τιμή μου. Όποιος δεν μπαίνει ευχαρίστηση μου.
Κι από κάτω, με γράμματα μισοσβησμένα, μάλλον από κάποιον που προτίμησε να μη μπει, αλλά θέλησε να παρέμβει, αχνοφαίνεται μια λέξη: Γαμιέστε.
~~
Το λεωφορείο που μας πήγαινε στη Μονή το οδηγούσε Έλληνας. Είχε ένα cd με τραγούδια του Στράτου Διονυσίου που το ‘παιζε και τις οκτώ ώρες απ’ το Κάιρο ως τη Φαράν. Οι υπόλοιποι επιβάτες, ένα γκρουπ θεούσες κυρίες, διαμαρτυρήθηκαν αρκετές φορές, και ζητούσαν κάτι “πιο πρέπον”.
– Τους χαλάς τη μυσταγωγία, ρε Τάσο. Βάλε κάτι εκκλησιαστικό, του είπε ο υπεύθυνος του γκρουπ.
– Γιατί; Δεν είναι εκκλησιαστικός ο Στράτος;
Κι έβαλε το τέταρτο κομμάτι, μετά το “Βρέχει φωτιά στη Στράτα μου”.
Τραγουδούσε κι αυτός μαζί:
“Γιατί Θεέ μου η ζωή
με κυνηγάει σαν το ληστή
κι όταν γυρεύω λίγο φως
το φως μου κρύβει ο αδελφός”
Πίσω του ακριβώς καθόμουν εγώ με τον Τίμοθι. Γελούσαμε και του είπαμε να το δυναμώσει.
– Βλέπεις; είπε ο Τάσος στον υπεύθυνο του γκρουπ. Τα παλικάρια ξέρουν από μουσική.
Και το δυνάμωσε, ενώ οι κυρίες του πολιτιστικού συλλόγου προσπαθούσαν να αντισταθούν στον Σατανά τραγουδώντας ύμνους και ρίχνοντας κατάρες.
~~
Ο Θεός του Όρους μάλλον τις άκουσε, γιατί μια ώρα δρόμο απ’ το Φαράν, το λεωφορείο έφτυσε δυο λέξεις του Στράτου, πνίγηκε με τ’ καυσαέρια του και ξεψύχησε. Οι κυρίες χειροκροτούσαν κι εξυμνούσαν τον Κύριο, μέχρι που ο Τάσος σηκώθηκε, γύρισε νευριασμένος και τους φώναξε: Να δω τώρα ποιος θα σας πάει στο μοναστήρι. Ο κύριος; Ή μήπως οι Βεδουίνοι;
Κατέβηκε και χώθηκε στη μηχανή, βλαστημώντας τα θεία.
Ένας ένας βγήκαμε όλοι να ξεμουδιάσουμε. Ο δρόμος ήταν το μόνο σημάδι πολιτισμού στον έρημο ορίζοντα. Ο δρόμος και κάτι σαν καντίνα, κάτι σαν αντικατοπτρισμός, ένα δυο χιλιόμετρα προς τη θάλασσα.
– Να κεράσω μπύρα; ρώτησα τον Τίμοθι.
– Λες να ‘χουν αλκοόλ, εδώ;
– Δεν χάνουμε τίποτα. Προτιμάς να περιμένεις με τις θείες;
– Τα καλύτερα μέρη του ταξιδιού είναι εκείνα που χάνεσαι.
– Ε, ας χαθούμε λιγάκι… Μάστορα. Πόση ώρα θα σου πάρει να το φτιάξεις;
Ακούστηκαν μόνο βλαστήμιες. Αυτό ήταν πολλή ώρα.
~~
Οι δύο θαρραλέοι μπεκρήδες κινήσαμε προς τη φάτα μοργκάνα.
Ήταν πιο μακριά απ’ όσο φαινόταν. Στην έρημο όλα σε πλησιάζουν κι όταν πας να τα φτάσεις απομακρύνονται. Κάπως έτσι μάλλον την πάτησε κι ο Μωυσής με τη φλεγόμενη βάτο. Μέχρι να πλησιάσει είχε τόσο αφυδατωθεί που άκουγε φωνές θεών και δαιμόνων.
Η καντίνα δεν ήταν καντίνα, αλλά δύσκολα μπορούσες να καταλάβεις τι ήταν. Ένα παράπηγμα από σανίδια και κουβέρτες, με την επιγραφή που προαναφέραμε κι εκείνο το μισοσβησμένο Γαμιέστε. Ένας λιπόσαρκος σκύλος διαλογιζόταν κοιτώντας έναν κόκκο άμμου. Σαν μας μύρισε σήκωσε τη μουσούδα του, κούνησε μια φορά την ουρά του κι έβγαλε ένα γρύλισμα που μόνο σκύλο δεν θύμιζε.
Μείναμε μπρος στην πόρτα-κουρτίνα κι η ελπίδα μας να πιούμε μια μπύρα είχε ήδη ξεχαστεί.
– Ας μπούμε, είπε ο Τίμοθι.
Είχε την νοοτροπία του Αμερικάνου. Κάπως παιδιάστικη, κάπως αυτιστική και σίγουρα κυριαρχική. Λες κι όλος ο πλανήτης ήταν δικός του, το παιχνίδι του. Λες και δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα απ’ το δικό του τρόπο θεώρησης των πραγμάτων.
– Μ’ αρέσει όταν γίνεσαι περιπετειώδης, του είπα.
– Στη χειρότερη θα είναι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν εκεί μέσα.
– Στη χειρότερη θα είναι ο Τζορτζ Μπους… Ο Νεότερος.
– Ή μπορεί η Φλεγόμενη Βάτος.
– Αυτό το αντέχω. Όχι τον Μπους.
– Ο Έλβις με τον Στράτο;
– Ω, θεέ μου!
– Η Όπρα.
– Πολύ αμερικάνικο για το Σινά.
– Εμπιστεύσου το Χάος, Λουκ, έκανε ο Τίμοθι με φωνή Όμπι Ουάν.
– Μπορεί να είναι κι ο παππούς μας. Ο Θανάσης Δόγκας.
Ο Τίμοθι ταράχτηκε. Του άρεσε να παίζει με το χάος, αλλά δεν άντεχε τη φωτιά του. Κλασικός Αμερικάνος. Δεν έχει πλάκα όταν πυροβολούν εσένα. Και το Χάος είναι ανεξέλεγκτο, πυροβολεί τους πάντες.
– Μπαίνω, είπε ο Τίμοθι και πέρασε την κουρτίνα.
Κοίταξα πίσω. Μόνο η έρημος κι ένα σημαδάκι στον ορίζοντα, το ακινητοποιημένο λεωφορείο. Το σκυλί διαλογιζόταν. Καμία κίνηση στον κόσμο. Άνθρωπος κανείς. Δεν ήταν το δέος που κυριαρχούσε, αλλά η βασίλισσα της ανθρώπινης ιστορίας: Η Βαρεμάρα.
Ακολούθησα τον Τίμοθι. Όχι γιατί είχα κάτι να κερδίσω ή να χάσω, αλλά γιατί θα ήταν πολύ βαρετό να περιμένω.
~~{}~~
Ο χρόνος είναι πολύ πιο μυστηριώδης απ’ τον χώρο. Ο Αϊνστάιν έκανε τη μαλακία και τους έβαλε να συγκατοικούν, τους έκανε αδέλφια, δίδυμα, και πιο πολύ, τους ένωσε, σιαμαία αδέλφια, χωροχρόνος είπε και νόμισε ότι ξεμπέρδεψε.
Όμως ο χρόνος είναι εσωστρεφής και αντικοινωνικός, κρύβεται απ’ τους πάντες. Κάποιοι λένε ότι δεν υπάρχει καν, κι εκείνος το πιστεύει κάποιες φορές.
Τι είναι ο χρόνος; Το παρελθόν έχει χαθεί, το παρόν είναι απροσδιόριστο (Τώρα! Όχι, πέρασε… Τώρα! Πάλι πέρασε), το μέλλον δεν υπάρχει ακόμα.
Πώς μπορείς, λοιπόν, να τον βάζεις στο ίδιο δωμάτιο με τον ξενέρωτο χώρο; Που πάντα είναι εκεί;
Λέγεται πως όταν ο Αλβέρτος δημοσίευσε τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας έλαβε μια ανώνυμη επιστολή. Σ’ εκείνη είχαν γράψει μόνο, με κεφαλαία γράμματα και απειλητικά θαυμαστικά:
“ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΚΑΜΠΥΛΟ!!!!”
Κάτι μου λέει ότι ήταν ο ίδιος ο χρόνος που είχε στείλει το γράμμα.
~~
Σαν μπήκα στην παράγκα του Σινά δεν υπήρχε χώρος. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Υπήρχε μόνο χρόνος, που μετρούσε τα λεπτά με ήχους σε ρυθμό τέσσερα τέταρτα, φλάπα φλούπα φλάπα φλούπα.
Και μια μυρωδιά, σαν δωμάτιο έφηβου αγοριού απ’ την επαρχία, που δεν έφαγε ποτέ μαντλέν ούτε διάβαζε Προυστ.
Τα μάτια μου συνήθισαν στο ημίφως κι ο χώρος αναδύθηκε μέσα απ’ τον χρόνο. Ο Τίμοθι στεκόταν λίγο παραπέρα και κοιτούσε στη γωνία, προς το μέρος απ’ όπου ακουγόταν ο μετρητής του χρόνου, φλάπα φλούπα φλάπα φλούπα.
Ήταν ένας γέρος, καραφλός με πρησμένη μύτη, ημίγυμνος. Είχε ανοικτό ένα τεύχος του playboy, το κρατούσε με το δεξί χέρι και βαρούσε πάνω κάτω την πούτσα του με τ’ άλλο, απεγνωσμένα κι αδιάφορα, φλάπα φλούπα φλάπα φλούπα.
Στο εξώφυλλο η Πάμελα Άντερσον, η ναυαγοσώστρια του Χόλιγουντ, να κινείται στο ρυθμό της μαλακίας, χωρίς τα φουσκωτά βυζιά της καθόλου να επηρεάζονται απ’ τη βαρύτητα. Το πορτοκαλί της σωσίβιο άχρηστο, σ’ ένα μέρος όπου ποτέ κανείς δεν πνίγηκε από νερό.
“Aquarius”, έγραφε κάτω απ’ το χέρι της Πάμελα, “a short story by Don Delillo”.
Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα σκέφτηκα ότι θα ήθελα να διαβάσω το διήγημα του Ντελίλο, σκέφτηκα ότι πολλοί μεγάλοι Αμερικάνοι συγγραφείς είχαν πουλήσει διηγήματα στο playboy, αναρωτήθηκα πόσο είχαν πληρωθεί γι’ αυτά, έπειτα σκέφτηκα ότι δεν είχε καμία διαφορά να πουλάς διηγήματα ή τις φωτογραφίες απ’ το γυμνό σου σώμα στο playboy, αναρωτήθηκα ποιος ήταν πιο εκτεθειμένος, ο Ντελίλο ή η Άντερσον, αναρωτήθηκα ποιος εκπορνεύεται περισσότερο, ο συγγραφέας ή το μοντέλο, μετά κατέληξα ότι όλα είναι τέχνη κι όλα είναι maya, και δεν υπάρχει τίποτα που ν’ αξίζει περισσότερο από κάτι άλλο, και μετά σταμάτησα να σκέφτομαι γιατί είχα κουραστεί.
Ο Τίμοθι στεκόταν ακριβώς δίπλα μου, αλλά δεν ξέρω τι σκεφτόταν. Ίσως να μη σκεφτόταν τίποτα, ίσως να είχε κουραστεί κι αυτός. Ίσως μόνο να κοιτούσε.
Δεν μιλήσαμε. Και τι μπορούσαμε να πούμε;
Ο γέρος συνέχισε τη δουλειά του, μετά γύρισε το περιοδικό και ξεκίνησε να διαβάζει (ίσως το διήγημα του Ντελίλο).
– Ντου γιου σπικ ίνγλις; ρώτησε ο Τίμοθι
– Γαμώ τη μάνα σου, είπε ο γέρος, σ’ άπταιστα ελληνικά.
– Είστε Έλληνας; ρώτησα.
– Βλέπεις πολλούς εδώ γύρω;
– Έλληνες;
– Είστε ηλίθιος; με ρώτησε. Τι ‘ν’ αυτό; Νέα αττική διάλεκτος; Τα παιδία παίζει, έλληνας είστε, ηλίθιος είστε. Αρχίδι είστε.
Και σαν το είπε αυτό, αρχίδι είστε, τινάχτηκε απ’ τη θέση του κι έκανε παράξενες κινήσεις, σαν να προσπαθούσε ν’ αγγίξει τον τοίχο, ενώ κάτι τον εμπόδιζε.
– Πάμε για το Σινά, είπε ο Τίμοθι.
– Σινά και σιμά και σιγά και γαμώ τη σειρά, είπε ο γέρος και γέλασε. Και γαμώ το Σινά.
Ο Τίμοθι γύρισε να με κοιτάξει. Με τα χέρια του και το πρόσωπο του έφτιαξε ένα ερωτηματικό, σαν με ρωτούσε τι γινόταν.
– Δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις, του είπε ο γέρος. Συνήθισες να μετράς τον κόσμο με τις λέξεις σου και την τάξη τους, αλλά είναι μόνο λέξεις, αρχίδια καπαμά.
– Έχεις όνομα; τον ρώτησα, στον ενικό, όπως ήθελε.
– Είχα, είπε αυτός. Όταν ζούσα στον κόσμο με έλεγαν, κάπως. Αλλά δεν έχει σημασία. Δεν το επέλεξα εγώ τ’ όνομα μου.
Άξαφνα, σαν αστραπή, κατάλαβα ότι δεν είχα να μιλήσω μ’ έναν άνθρωπο που νοιαζόταν για όσα πρέπει να λέγονται, όσα είθισται να λέγονται.
– Τι επέλεξες; τον ρώτησα.
Γέλασε και με πλησίασε. Έκανε να μ’ αγγίξει, αλλά τα δάκτυλα του έφτασαν ένα εκατοστό απ’ το πρόσωπο μου κι έφυγαν πίσω.
– Δεν επιλέγουμε τίποτα, είπε ο γέρος. Εξαναγκαζόμαστε να είμαστε, δούλοι ή υπηρέτες ή αφέντες. Αλλά δεν υπάρχει ελευθερία. Είσαι κάτι, πριν καν μιλήσεις, είσαι κάτι. Ζεις μέσα στον κόσμο απ’ τη μέρα που γεννιέσαι και σε καταγράφουν στο ληξιαρχείο. Η ελευθερία είναι μια λέξη κενή, όσο είσαι αυτό που πρέπει να είσαι.
– Δεν επιλέξατε να ‘ρθειτε εδώ; τον ρώτησε ο Τίμοθι.
Ο γέρος ξεκίνησε να κάνει τις παράξενες κινήσεις του και να βρίζει.
– Δεν επέλεξες, δεν επέλεξες, Τίμοθι. Ένας είναι, ένας.
– Σωστά, ενικός… Δεν επέλεξες να γίνεις ασκητής; είπε ο Τίμοθι.
Ο γέρος γέλασε.
– Ασκητής; Ποιος σου ‘πε πως είμαι ασκητής;
Ο Τίμοθι έδειξε με τα δύο χέρια την παράγκα.
– Είμαι μόνος, είπε ο γέρος. Δεν ασκητεύω. Αλλά δεν θέλω να βλέπω ανθρώπους, δε σας μπορώ.
– Κι αυτό; του είπα δείχνοντας τη Πάμελα Άντερσον.
– Αυτό δεν είναι άνθρωπος.
– Είναι… γυναίκα;
– Όχι, ηλίθιε, είναι φωτογραφία.
Δεν είχε άδικο, όσο τρελός κι αν ήταν. Η φωτογραφία ενός ανθρώπου δεν είναι άνθρωπος, ceci n’ est pas une pipe, τα ζωγραφιστά ψωμιά δεν πέφτουν κι η σιλικονάτη ναυαγοσώστρια δεν ήταν ακριβώς ανθρώπινη.
– Πόσο καιρό είσαι εδώ; τον ρώτησε ο Τίμοθι.
– Ούτε αυτό έχει σημασία.
– Τι έχει;
Τα μάτια του καρφώθηκαν σε κάποιο σημείο πίσω απ’ τις πλάτες μας, έξω απ’ την παράγκα.
– Τα λόγια, είπε. Τα λόγια της άμμου. Γι’ αυτό δεν ήρθατε κι εσείς; Μείνετε μακριά, μην τα δείτε, μην τα διαβάσετε, κανείς δεν μπορεί να συνεχίσει, κανείς δεν αντέχει να συνεχίσει αφού τα διαβάσει.
~~
Η αλήθεια είναι ότι είχαμε βρεθεί στο Σινά για να βρούμε τα ίχνη του παππού μας, του Δόγκα. Το 1953, όταν η CIA είχε οργανώσει το πραξικόπημα στο Ιράν, ο Τίμοθι Σήμαν, όπως ήταν το αμερικάνικό του όνομα, είχε μείνει στη Ραϊθώ ή αλλιώς Ελ Τορ, το λιμάνι του Σινά.
Ο Τίμοθι, ο εγγονός, με είχε πάρει τηλέφωνο και μου πρότεινε να πάμε ένα ταξιδάκι ως τη Ραϊθώ.
– Πού είναι αυτό; τον είχα ρωτήσει.
– Στη χερσόνησο του Σινά.
– Ωραία ακούγεται, αλλά αυτή τη στιγμή έχω αρκετά λεφτά για να πάω μέχρι την Αλεξάνδρεια. Όχι της Αιγύπτου, της Ημαθίας.
– Μη σε νοιάζουν τα λεφτά.
– Όταν δεν έχεις σε νοιάζουν.
– Θα τα περάσω στα έξοδα του πανεπιστημίου. Υποτίθεται ότι κάνω μια έρευνα για τα αραμαϊκά και την επίδραση τους στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.
– Κι εγώ πού κολλάω;
– Θα είσαι βοηθός μου. Δεν ξέρεις πολύ καλά αραβικά;
– Φαρσί. Λαΐ λαχί λαλλάχ μοχάμεντ ντε ρεσούλ λουλάχ.
– Αυτό καλύτερα να μην το πεις στην Αίγυπτο.
Όταν σου προσφέρουν δωρεάν ταξίδι δεν γίνεται να το αφήσεις να πάει χαμένο. Άλλωστε ενδιαφερόμουν να μάθω περισσότερα για εκείνον τον παράξενο Δόγκα, τον γκάνγκστερ που έγινε πράκτορας και μάλλον ήταν παππούς μου.
Θα έβλεπα τη Μονή που είχε περιγράψει ο Καζαντζάκης και θα περπατούσα σ’ ένα απ’ τα πιο ιερά βουνά -και για τις τρεις θρησκείες. Δεν μπορούσα να βρω κάποιον λόγο για ν’ αρνηθώ.
Τώρα πια, μετά από αυτά που συνέβησαν, θα προτιμούσα να είχα πάει στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας.
~~
– Τι είναι τα λόγια της άμμου; ρώτησε ο Τίμοθι τον γέρο.
Εκείνος μαράθηκε κι έκατσε στο πάτωμα.
– Δεν έπρεπε να σας το πω. Όμως… Αν μιλήσεις γι’ αυτά δεν μπορείς να πεις ψέματα. Μπορείτε να το αποφύγετε, αλλά εγώ πρέπει να σας πω.
Έγινε ησυχία. Ακουγόταν μόνο ο σκύλος που ξυνόταν κι από μακριά κάτι σαν σάλπισμα αγγέλων. Έπειτα μίλησε ο γέρος.
– Ο Ιησούς ο Ναζωραίος, πριν γίνει Χριστός, έζησε ένα μήνα στο Σινά. Πολέμησε τους δαίμονες του, πολέμησε τον εαυτό του και νίκησε. Νίκησε τις ψευδαισθήσεις, νίκησε τον χρόνο. Όταν βγήκε απ’ τη σπηλιά ήξερε πως θα σταυρωθεί και θα θεοποιηθεί. Ήξερε τα πάντα για τους ανθρώπους. Πριν φύγει για το Ισραήλ έγραψε τις μοναδικές του λέξεις. Είναι εκεί, στη σπηλιά, τα μόνα λόγια που έγραψε ο ίδιος ο Θεός.
Και σταμάτησε να μιλάει.
Μου ‘ρθε να γελάσω και γύρισα προς τον Τίμοθι. Εκείνος δεν το διασκέδαζε καθόλου.
– Πού είναι η σπηλιά; ρώτησε τον γέρο.
– Κάτσε, Τίμοθι, περίμενε, δεν μπορεί να–
– Θα περπατήσετε μισή μέρα απ’ το λιμάνι, προς το βορρά. Δεν υπάρχει δρόμος κι οι καμήλες δεν μπορούν να περάσουν, κάτι τις εμποδίζει.
– Τίμοθι.
– Θα σας βρουν οι Αμμουδίτισσες.
– Τίμοθι.
– Το Τάγμα τους υπάρχει από τότε που σταυρώσαν τον Ιησού. Η πρώτη ηγουμένη ήταν η ίδια η Μαγδαληνή.
– ΤΙΜΟΘΙ!
Μόνο τότε γύρισε να με κοιτάξει. Του ζήτησα να βγούμε έξω για ένα λεπτό. Ο σκύλος ξυνόταν κι οι σάλπιγγες αγγέλων που ακούγονταν ήταν η κόρνα του λεωφορείου. Το είχαν επιδιορθώσει και μας περίμεναν. Αλλά ο Τίμοθι ήταν χαμένος.
– Δεν γίνεται να πιστεύεις τις μαλακίες που λέει ο τρελός, του είπα. Τα μόνα λόγια που έγραψε ο Χριστός; Ο Χριστός, αν υπήρξε, δεν έγραψε τίποτα.
– Πού το ξέρεις;
– Πού το ξέρω; Αν είχε γράψει κάτι, έστω μια λέξη, θα το γνωρίζαμε, θα ήταν το best seller της αρχαιολογίας. Είναι δυνατόν;
– Ξαφνικά έγινες πολύ ορθολογιστής.
– Μάλλον επειδή έχω να κάνω με ανορθολογικούς. Προσαρμόζομαι, κρατάω τις ισορροπίες. Σκέψου και το άλλο: Έγραψε κάτι στην άμμο; Στην άμμο; Πριν δύο χιλιάδες χρόνια; Και συνεχίζει να υπάρχει;
– Ναι, αυτό είναι περίεργο, είπε ο Τίμοθι.
– Μόνο αυτό;
Χωρίς να μου απαντήσει ξαναμπήκε στην παράγκα. Τον ακολούθησα, ενώ το λεωφορείο συνέχιζε να σαλπίζει.
– Πώς έμειναν τα λόγια του στην άμμο; ρώτησε τον γέρο.
– Αυτή είναι η αποστολή των μοναχών, του απάντησε.
Μας εξήγησε με νηφαλιότητα που δεν ταίριαζε στην τρέλα του. Στο Σινά σπάνια βρέχει. Η υγρασία είναι λίγο πάνω απ’ το μηδέν. Μέσα στη σπηλιά δεν φτάνει ο άνεμος. Κι η αποστολή των Αμμουδίτισσων είναι να επιδιορθώνουν τα γράμματα που χαλάνε. Η Μαγδαληνή είχε επιλέξει εξ αρχής γυναίκες που δεν ήξεραν αραμαϊκά. Κι έτσι συνέχισε να είναι. Μ’ αυτό τον τρόπο οι Μοναχές δεν μπορούν να διαβάσουν τα λόγια της άμμου, τα λόγια του Ιησού, ούτε να τα διαφοροποιήσουν.
Γι’ αυτές είναι σημάδια στην άμμο χωρίς νόημα, και τα κρατάνε έτσι όπως τα βρήκαν. Αν τα καταλάβαιναν ίσως και να τα άλλαζαν.
– Αν τα καταλάβαιναν θα τα είχαν καταστρέψει, είπε ο γέρος. Για να μην τα διαβάσει ποτέ, κανένας άνθρωπος.
– Εσύ τα διάβασες; τον ρώτησε ο Τίμοθι.
– Δυστυχώς.
– Και τι λένε; τον ρώτησα.
Ο γέρος στράφηκε να με δει.
– Έχεις ένα παιδί, έτσι δεν είναι;
– Ναι, και–
– Ένα αγόρι.
– Ναι, αλλά, εντάξει το 50%–
– Μην πας.
– Τι;
– Μην πας στη σπηλιά, μη διαβάσεις τα Λόγια της Άμμου. Γύρνα πίσω, στο παιδί σου.
– Μη σε νοιάζει, δεν ξέρω αραμαϊκά ούτε έχω καμιά διάθεση–
– Εγώ ξέρω.
Ήταν ο Τίμοθι που είχε μιλήσει. “Εγώ ξέρω”.
– Ο Θεός να σε βοηθήσει ν’ αντέξεις, είπε ο γέρος.
Έπειτα ξάπλωσε στο αχυρένιο κρεβάτι του και μας γύρισε την πλάτη.
~~
Βγήκαμε πάλι έξω. Ο ήλιος πήγαινε να δύσει, ο σκύλος διαλογιζόταν και ξυνόταν, και το λεωφορείο σάλπιζε. Προχωρήσαμε κατά πάνω του, χωρίς να μιλάμε.
– Λίγο ακόμα ν’ αργούσατε και θα σας άφηνα εδώ, είπε ο Τάσος κι έβαλε μπροστά σαν μπήκαμε.
Κάτσαμε στις θέσεις μας, πίσω απ’ τον οδηγό.
– Βρήκατε τον άγιο; ρώτησε ο υπεύθυνος του γκρουπ.
– Τον άγιο;
– Ναι. Στην Εκκλησία των Κοπτών τους αγιοποιούν και πριν πεθάνουν.
– Εμένα πιο πολύ με τρελό μου έκανε, του είπα.
– Ο άγιος δεν έχει συναίσθηση της αγιοσύνης του, είπε μια θείτσα απ’ το πίσω κάθισμα.
– Κι ο τρελός της τρέλας του.
– Γι’ αυτό είμαστε όλοι τρελοί, είπε ο Τίμοθι. Τρελός είναι όποιος δεν παραδέχεται ότι ζει σ’ έναν τρελό κόσμο.
Κι ο Τάσος, ο οδηγός, γέλασε.
– Τα ΄χει πει όλα ο Στράτος, είπε κι έβαλε το ένατο κομμάτι.
Ρωτάω “καρδιά μου, πού με πας;”
Μου λέει “σ’ εκείνη που αγαπάς”.
Καλύτερα μαζί σου και τρελός
παρά μονάχος μου και λογικός.
Συνεχίζεται
Η φωτογραφία είναι του Nick Brandt
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός https://sanejoker.info/
facebook https://www.facebook.com/gelotopoios/