Χριστίνα Κωνσταντώνη – Κίρκη Πατσιαντά*
Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τα βρέφη, τα νήπια, τα παιδιά μικρής ηλικίας και οι έφηβοι εντάσσονται όλοι στη μη στατική έννοια «παιδί», που περιλαμβάνει τον κάθε άνθρωπο από την πρώτη του ανάσα μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια.
Το πιο παραμελημένο ηλικιακό γκρουπ παιδιών, ως προς την προάσπιση, προώθηση και δυνατότητα ουσιαστικής άσκησης των δικαιωμάτων τους, είναι τα παιδιά ηλικίας 0-8, που διανύουν, κατά τα λεγόμενα της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού, οργάνου που επιβλέπει την εφαρμογή της προαναφερθείσας Σύμβασης, την πρώιμη παιδική ηλικία.
Πρόκειται για φρέσκιες, άκρως δημιουργικές και κεφάτες υπάρξεις, που δεν έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τα συνήθη μέσα των προβλέψιμων μεγάλων. Κάποιες από αυτές δε μιλάνε καθόλου, πολλές εφευρίσκουν το δικό τους λεξιλόγιο, όλες τραγουδάνε αυτοσχεδιαστικά και γελάνε πολύ, κινούνται ακατάπαυστα, κοιτάνε τα πάντα γύρω τους με θαυμασμό, ρωτάνε συνεχώς, απαντάνε ανατρεπτικά και εύστοχα, όταν κάτι τους πειράξει.
Η χρονική περίοδος που είναι ίσως η πιο σημαντική για την ψυχική και σωματική διαμόρφωση ενός ανθρώπου δε λαμβάνει θεσμοθετημένα την προσοχή που της αξίζει. Δε γίνεται εύκολα κατανοητό ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας αποτελούν αυτόνομες προσωπικότητες και ενεργά μέλη της οικογένειας τους και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου στο οποίο ζουν, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται κυρίως ως δέκτες παθητικής φροντίδας. Τα δικαιώματα τους συνιστούν ένα πρωτόγνωρο για τους περισσότερους concept που συχνά προκαλεί χαμόγελα συμπάθειας και αμηχανίας και δυστυχώς όχι υιοθέτηση δραστικών πολιτικών, συστηματικών δράσεων και καίριων νομοθετικών παρεμβάσεων, όπως θα επιθυμούσαν οι υπερασπιστές του.
Ανήκοντας ακριβώς σε αυτούς τους τελευταίους, ενώσαμε τις δυνάμεις μας και μαζί πραγματοποιήσαμε μια συγκριτική μελέτη του νομοθετικού πλαισίου, των πολιτικών και των πρακτικών που υπάρχουν αναφορικά με τα δικαιώματα των παιδιών πρώιμης παιδικής ηλικίας στην Ελλάδα και στη Σκωτία.
Θεωρήσαμε ότι η σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και Σκωτίας είναι ενδιαφέρουσα για δύο λόγους. Πρώτον, παρόλο που και οι δύο ανήκουν στην ίδια ήπειρο, λόγω των διαφορών τους από άποψη γεωγραφικής θέσης, κουλτούρας, πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών καταστάσεων, βίωσαν διαφορετικά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση του 2015. Δεύτερον, αν και η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού δεσμεύει και τις δύο τους, τα δικαιώματα των παιδιών δεν πραγματώνονται με την ίδια συνέπεια σε καθεμία από αυτές, καθώς η Σκωτία δείχνει να προσεγγίζει το ζήτημα αυτό με μία πληρέστερη δέσμη επίσημων δράσεων σε σχέση με την Ελλάδα.
Στη μελέτη τονίζουμε, κυρίως, τη σημασία της καταπολέμησης των πολλαπλών, αλληλένδετων και ταυτόχρονων διακρίσεων, συνδεόμενων με τη φυλή, το φύλο, την κοινωνική καταγωγή, τη θρησκεία, τη γλώσσα, κάποια μορφή αναπηρίας, που μπορεί να πλήττουν τα παιδιά αυτά κάνοντας την καθημερινή ζωή τους πραγματικά δύσκολη και το μέλλον τους αχνό. Η εξάλειψη των εν λόγω διακρίσεων συνιστά μεγάλο στοίχημα για κάθε κοινωνία που θέλει να εξασφαλίσει ένα γόνιμο περιβάλλον ανάπτυξης και ευημερίας για τις επόμενες γενιές, καθώς όχι μόνο απαλλάσσει από περιττά βαρίδια τα παιδιά που ταλαιπωρούνται από αυτές, βοηθώντας τα να αξιοποιήσουν τη μοναδικότητά τους, αλλά και τα εξοπλίζει με μία ευρύτερη ταυτότητα που βασίζεται στο καλωσόρισμα του διαφορετικού, ευνοεί το σεβασμό κάθε πλάσματος αυτού του πλανήτη και προτρέπει προς το «όλοι εμείς» και όχι προς το «εμείς και αυτοί».
Η έρευνά μας σηματοδοτεί επίσης το ρόλο των παιδιών 0-8 ως κυρίαρχων παραγόντων διαμόρφωσης του περιεχομένου των δικαιωμάτων τους, τα οποία δε καθορίζονται μόνο σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο από ενήλικες με βαρύγδουπους τίτλους και σημαίνουσες σπουδές, αλλά κυρίως από τα ίδια, στην καθημερινότητά τους. Για παράδειγμα, παρόλο που το δικαίωμα των παιδιών να εκφράζουν την άποψή τους για θέματα που τα αφορούν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υποφέρει, καθώς θεωρητικά αναγνωρίζεται αλλά πρακτικά αγνοείται επιδεικτικά, τα παιδιά τα ίδια δε διστάζουν συχνά να το διεκδικήσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, τόσο στο σπίτι όσο και στην ευρύτερη κοινότητα στην οποία ανήκουν.
Τέλος, τα αποτελέσματα της μελέτης δεν αναδεικνύουν τη Σκωτία ως απόλυτο πρότυπο προς μίμηση ούτε καθιστούν την Ελλάδα ξεκάθαρη περίπτωση προς αποφυγή. Και οι δύο χώρες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στα προτερήματα και τις αδυναμίες τους Πιο συγκεκριμένα, οι Σκωτσέζοι έχουν ένα εκτενές πλέγμα νομοθεσίας και πολιτικών για τα παιδιά ηλικίας 0-8 που όμως παρουσιάζει δυσκολίες εφαρμογής, ενώ οι Έλληνες δεν παρέχουν επίσημο και σαφές πλάνο σε αυτόν τον τομέα, αλλά διαθέτουν διάφορα είδη αξιόλογων πρωτοβουλιών, προερχόμενων, για παράδειγμα, από νομικούς ή ακαδημαϊκούς της προσχολικής εκπαίδευσης που έχουν ως στόχο να καταστήσουν ορατά τα δικαιώματα των παιδιών αυτών.
Η απόλυτη συνειδητοποίηση ότι τα μωρά και τα ιδιαίτερα νεαρά παιδιά είναι αδιαμφισβήτητοι κάτοχοι δικαιωμάτων, που έχουν προπάντων ανάγκη την κατάλληλη στήριξη των ενηλίκων για να μπορέσουν να τα ασκήσουν αποτελεσματικά, είναι απαραίτητη τόσο στο πλαίσιο της σκωτσέζικης όσο και της ελληνικής κοινωνίας, προκειμένου να προβούν και οι δύο στις ανάλογες αλλαγές προς αυτήν την κατεύθυνση.
Μια νέα ζωή δεν είναι ένα άβουλο ον και μια ευκαιρία να σπεύσουμε να διδάξουμε αυτοματοποιημένα κάθε στερεοτυπική ανοησία που, μεταξύ μας τώρα, ξέρουμε κατά βάθος ότι δε θα την ωφελήσει πουθενά. Οφείλουμε να της δώσουμε το χώρο και την ατμόσφαιρα που έχει ανάγκη, για να αυτοκαθοριστεί, να σταθεί γερά στα πόδια της και να γίνει ψηλότερη από εμάς.
*Η Χριστίνα Κωνσταντώνη είναι Lecturer in Childhood Studies στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Η Κίρκη Πατσιαντά είναι δικηγόρος, Δ.Ν., με ειδίκευση στην προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
Kristina Konstantoni and Kyriaki Patsianta. 2019. “Young Children‟s Rights in „tough‟ times: Towards an intersectional children‟s rights policy agenda in Greece and Scotland”, in Routledge International Handbook of Young Children’s Rights, edited by Jane Murray, Beth Blue Swadener and Kylie Smith.