Η σκοτεινή και εν πολλοίς άγνωστη ιστορία των παιδιών- μιγάδων του Κονγκό. Της… θανάσιμης απειλής για ένα αποικιακό καθεστώς που θεωρούσε τους λευκούς Ευρωπαίους ως φυλετικά ανώτερους.
- ΕΛΛΟΓΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ
Ήταν το 1998 όταν η Σεμίρα, μια νεαρή γυναίκα από τη Νιγηρία άφηνε την τελευταία της πνοή στον θάλαμο ενός νοσοκομείου στις Βρυξέλλες. Λίγο καιρό πριν είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον 65χρονο τότε σύζυγό της, ο οποίος κουβαλούσε στο ενεργητικό του και τη δολοφονία μιας εκ των συζύγων του.
Η Σεμίρα είχε δολοφονηθεί από την αστυνομία.
Σε μια από τις πολλές προσπάθειες επαναπατρισμού της από τις βελγικές αρχές (έξι τον αριθμό), αστυνομικοί και άντρες της ασφάλειας του αεροδρομίου, συνόδευσαν τη Νιγηριανή στο αεροπλάνο της επιστροφής. Της έδεσαν τα χέρια και τα πόδια. Καθισμένη στο πίσω μέρος του αεροπλάνου, άρχισε να τραγουδά, καθώς οι επιβάτες επιβιβάζονταν. Σε μια προσπάθεια να την κάνουν να σωπάσει, οι αστυνομικοί έβαλαν ένα μαξιλάρι πάνω από το στόμα της, έστριψαν τα χέρια της πίσω από την πλάτη της και έσπρωξαν το πρόσωπό της στο μαξιλάρι. Ένας απ’ αυτούς πίεζε με το γόνατό του το κεφάλι της για να την κρατήσει κάτω. Η «τεχνική του μαξιλαριού» συνεχίστηκε για έντεκα λεπτά. Έντεκα θανατηφόρα λεπτά.
Σταμάτησαν μόνο όταν ο πιλότος κάλεσε το ασθενοφόρο. Όταν ο αστυνομικός έβγαλε το γόνατό του, η Σεμίρα δεν ανέπνεε. Λίγο αργότερα, μεταφέρθηκε σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο όπου και πέθανε.
Η δίκη που ακολούθησε την δολοφονία έριξε στα “μαλακά” τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς , αφού όλες οι ποινές που τους επιβλήθηκαν είχαν ανασταλτικό χαρακτήρα. Βέβαια, παρόμοια τύχη δεν είχε ο τότε υπουργός Εσωτερικών Λουί Τομπάκ, ο οποίος, μετά την κατακραυγή, αναγκάστηκε σε παραίτηση, ενώ παράλληλα συστάθηκε κοινοβουλευτική επιτροπή για την αξιολόγηση των μεθόδων επαναπατρισμού των αλλοδαπών από την αστυνομία. Η επιτροπή απαγόρευσε μεν τη χρήση μαξιλαριού, όχι όμως και το δέσιμο των χεριών και των ποδιών, ενώ πρότεινε και τη χρήση πτήσεων τσάρτερ αντί πολιτικών πτήσεων για τις επιχειρήσεις επαναπατρισμού (fairtrials.org/case-study/belgium-semira)
Θα μου πεις, πού τα θυμήθηκες όλα αυτά;
Μια ματιά στις εικόνες- ντροπή για την ανθρωπότητα που έρχονται αυτές τις μέρες από το Καρά Τεπέ (φώτο), θα ήταν αρκετή για να λήξει εδώ η κουβέντα.
Όμως, η ιστορία της Σεμίρα έρχεται διαρκώς να επιβεβαιώσει όσα έγραφε ο βρετανικός Guardian τις ημέρες μετά τη δολοφονία της. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής “η συζήτηση για την αποικιακή κληρονομιά του Βελγίου δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη”…
Πράγματι. Πρόσφατα, ενδελεχή ρεπορτάζ στον διεθνή Τύπο έβγαλαν απ’ το σκοτάδι της λήθης μία ακόμη σοκαριστική κι εν πολλοίς άγνωστη πλευρά της αποικιοκρατίας.
Ήταν το 1953 όταν οι λευκοί αποικιοκράτες πάτησαν το πόδι τους στο χωριό της εβδομηνταδυάχρονης σήμερα Μονίκ Μπιτού Μπιντζί. Το χωριό βρισκόταν στην περιοχή Κασάι της σημερινής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό που τότε ήταν βελγική αποικία. Η Μονίκ ήταν τεσσάρων ετών εκείνη την εποχή. Παιδί ενός “αμαρτωλού” έρωτα, μιας μαύρης γυναίκας από το Κονγκό και ενός λευκού Βέλγου αποικιοκράτη, πλήρωσε το προπατορικό αμάρτημα των γονιών της, αναγκαζόμενη να εγκαταλείψει την οικογένειά της και να ζήσει σε Καθολική αποστολή. Εάν έμενε, θα υπήρχαν κι οι αντίστοιχες επιπτώσεις για τους οικείους και τους συγχωριανούς της.
Μεταξύ των αμέτρητων βιαιοτήτων που διαπράχθηκαν στο Κονγκό επί των ημερών του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄, ο οποίος σκότωσε εκατομμύρια Κονγκολέζους, αλλά και υπό τον έλεγχο της Λεγεώνας των Εθνών από το 1922 έως το 1962 στη Ρουάντα-Ουρούντι (σημερινή Ρουάντα και Μπουρούντι), είναι και η συστηματική απαγωγή μιγάδων παιδιών από τις οικογένειές τους. Ήταν τα λεγόμενα “μπάσταρδα”, όπως έγραφε το πιστοποιητικό γέννησης ενός από τα παιδιά που αργότερα αναζήτησε τις ρίζες του στα βελγικά κρατικά κιτάπια. Ήταν η απόδειξη αυτού που οι βελγικές αρχές θεωρούσαν “αμαρτία”.
Κι εδώ που τα λέμε όχι μόνο οι αρχές του Βελγίου. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι κάθε κύτταρο της κοινωνικής ζωής στις Βρυξέλλες είναι ποτισμένο με τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας στο Κονγκό.
Τους έλεγαν ότι ο διάβολος δημιούργησε τους μιγάδες και ότι βαφτίστηκαν χωριστά από τα άλλα παιδιά του Κονγκό ενώ δεν ήταν κανείς κοντά για να τα δει. Αυτά μεταφέρουν οι γυναίκες, μικρά κορίτσια τότε που βρέθηκαν υπό την σκέπη της Καθολικής αποστολής, μιλώντας στο Al Jazzera.
Βλέπεις, οι μιγάδες αμφισβητούσαν την «καθαρότητα» ενός καθεστώς που θεωρούσε τους λευκούς Ευρωπαίους ως φυλετικά ανώτερους.
Φοβόντουσαν αυτά τα παιδιά «επειδή και μόνο η ύπαρξή τους έσειε τα θεμέλια αυτής της φυλετικής θεωρίας που ήταν στον πυρήνα της αποικιοκρατίας», εξηγεί η Ντέλφιν Λόουερς, αρχειοθέτης και ιστορικός στα Κρατικά Αρχεία του Βελγίου που ερευνά, ως μέρος του Ψηφίσματος του 2018, τον στοχευμένο διαχωρισμό των μιγάδων παιδιών που γεννήθηκαν κατά το αποικιακό καθεστώς του Βελγίου.
Οι μιγάδες επομένως, ήταν πιθανός κίνδυνος · μια μελλοντική ανατρεπτική δύναμη. Για αυτό και έπρεπε να αποκοπούν από τις οικογένειές τους.
«Ήταν πάντα ένα ζήτημα: θα είναι πιστοί ή όχι;» λέει η Ζακί Γκεγκεμπέρ – που είναι η μιγάδα πρόεδρος της Ένωσης Μιγάδων του Βελγίου (Métis de Belgique (AMB), και πρωτοπόρος στον αγώνα για την αναγνώριση της ιστορίας και των συνεπειών των διακρίσεων του βελγικού κράτους εις βάρος των παιδιών μικτής φυλής.
Το 1952, ένα κυβερνητικό διάταγμα σχετικά με την κηδεμονία των «ορφανών» ή «εγκαταλειμμένων» παιδιών – στην πραγματικότητα, εκείνων που ζουν με τις Αφρικανές μητέρες τους ή δεν αναγνωρίζονται από τους Ευρωπαίους πατέρες τους – οδήγησε στη συστηματική απαγωγή, τον διαχωρισμό και την απομόνωση των παιδιών μικτής φυλής που ήταν κλειδωμένα σε θρησκευτικά ιδρύματα.
Παιδιά που γεννήθηκαν από γυναίκες ως αποτέλεσμα βιασμού και οι ίδιοι οι Αφρικανοί τις αντιμετώπιζαν ως παλλακίδες, αλλά και παιδιά από διαφυλετικούς τοπικούς γάμους που δεν αναγνωρίστηκαν από το Βέλγιο, απήχθησαν από τις μητέρες τους με τη βία ή με εξαναγκασμό.
Ο διαχωρισμός τους θεωρήθηκε ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού και της εκπαίδευσής του. Η αλληλογραφία από την εποχή δείχνει ότι οι μητέρες παρουσιάστηκαν ως ανίκανες να φροντίσουν τα παιδιά τους.
Οι γυναίκες που τολμούσαν να αντισταθούν στιγματίζονταν ως τρελές, λέει η Λόουερς.
Σε ένα τέτοιο σύστημα, οι λευκοί πατέρες – Βέλγοι, αλλά και Έλληνες, Πορτογάλοι, Γάλλοι και Ιταλοί – αναγνώριζαν κάποιους από τους απογόνους τους. Από τη δεκαετία του 1920, οι πατέρες άρχισαν να φέρνουν τα παιδιά τους στο Βέλγιο σε ιδιωτική βάση. Μερικές φορές σε καθημερινές πτήσεις, το κράτος έφερνε εκατοντάδες παιδιά στο Βέλγιο, ενώ πολλά άλλα έμειναν πίσω. Τουλάχιστον 283 παιδιά από την περιοχή Kίβου της ΛΔΚ, από τη γειτονική Ρουάντα και το Μπουρούντι, μεταφέρθηκαν στο Βέλγιο. Πολλά προέρχονταν από ένα ίδρυμα στη Ρουάντα με την ονομασία Save. Υπάρχουν περισσότερα από 1.000 αρχεία στο Βέλγιο από εκείνη την περίοδο για παιδιά που αποστέλλονταν σε ανάδοχες οικογένειες και ορφανοτροφεία.
Τα ονόματα και οι ημερομηνίες γέννησης των παιδιών άλλαξαν, εν μέρει για την προστασία της ταυτότητας και της φήμης του πατέρα και για να μην μπορούν να εντοπίσουν τους βιολογικούς γονείς.
Για την Λόουρες, η πρόθεση του καθεστώτος ήταν να αποκοπούν αυτά τα παιδιά από την καταγωγή τους. «Ήταν μια πραγματική κλοπή ταυτότητας». Υπήρχε ένα σύστημα στο οποίο αυτά τα παιδιά δεν έπρεπε να έχουν δεσμούς με κανέναν, δεν έπρεπε να φέρουν καν το όνομα των προγόνων τους. Ένα βάρβαρο ξεκαθάρισμα λογαριασμών λοιπόν με την ιστορία, τις ρίζες και τον πολιτισμό αυτού του λαού. Ένα απάνθρωπο ξεκαθάρισμα σαν αυτό που περιέγραφε ο Ράσελ Μήνς, μιλώντας πριν μερικά χρόνια στη συνάδελφο Λαμπρινή Θωμά για την αιματοβαμμένη αφετηρία της κυριαρχίας των λευκών στις ΗΠΑ.
Έχοντας μπει στο στόχαστρο του βαθέως αμερικανικού κράτους η εκλιπούσα πια εμβληματική προσωπικότητα του αμερικανικού ινδιάνικου κινήματος, αφού υπενθύμισε τη δυναμική των ΗΠΑ στην εξαγωγή γενοκτονιών , μίλησε και για το βελούδινο κόψιμο του ομφάλιου λώρου της φυλής του με το παρελθόν της.
“Μας υποχρέωσαν να κόψουμε τα μαλλιά μας, να ξυρίσουμε τα κεφάλια μας, να φοράμε στολές, με όπλο τους τη σωματική τιμωρία και τη φυλάκιση. Δεν ήταν εκπαίδευση αλλά γενοκτονία. Ο λαός μου χάνεται, η γλώσσα μας χάνεται, τα τραγούδια μας χάνονται, ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο χάνεται. Και όλα αυτά δε συμβαίνουν τυχαία, είναι σχεδιασμένα, μελετημένα. Γι αυτό μας υποχρεώνουν να πάμε στα δικά τους σχολεία, μας απαγορεύουν να διδάξουμε στο σχολείο τη γλώσσα μας. (…) Λένε ότι έχουμε αυτοδιοίκηση, αυτοδιάθεση, αλλά το μόνο το οποίο μας επιτρέπουν είναι τη δική τους πολιτική. Μας τιμωρούν, μας εκδικούνται” (thepressproject.gr/rasel-mins-sti-mnimi-tou-agonisti-indianou)
Πίσω στο Βέλγιο, οι εξελίξεις τρέχουν. Το ίδιο και οι εργασίες για την εύρεση των αρχείων και την πρόσβαση σε αυτά.
«Δεν είναι σύνηθες για τους ιστορικούς να είναι τόσο χρήσιμοι. Εννοώ, να είμαι δυνητικά τόσο χρήσιμη», δηλώνει η Λόουερς.
Οι ιστορικοί συλλέγουν και προσδιορίζουν αρχεία για να μελετήσουν ατομικές και συλλογικές τροχιές από δημόσιες και ιδιωτικές πηγές και να τις βάλουν σε μια βάση δεδομένων. Αυτές οι πηγές περιλαμβάνουν και «Αφρικανικά Αρχεία», καθώς και ιδιωτικά αρχεία από οργανισμούς υιοθεσίας και θρησκευτικά ιδρύματα. Υπάρχουν επίσης έγγραφα που κατέχει το Βατικανό. Πρέπει να εντοπίσουν τις πληροφορίες και να τις μελετήσουν.
Βοηθούν επίσης μεμονωμένους μιγάδες στο Βέλγιο και αλλού να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες για να αποκαταστήσουν οικογενειακούς δεσμούς και να κατανοήσουν καλύτερα την ιστορία τους. Ελπίζουν επίσης να βρουν πηγές που αποδεικνύουν ταυτότητες για την παράκαμψη διοικητικών προβλημάτων που οφείλονται στην έλλειψη πιστοποιητικού γέννησης.
Αλλά υπάρχουν πολλά που δεν μπορούν να κάνουν οι ιστορικοί. Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι ότι η ισχύουσα νομοθεσία δεν διαθέτει διάταξη για τον αυτόματο αποχαρακτηρισμό των διαβαθμισμένων εγγράφων.
“Αν δεν έχεις ελεύθερη πρόσβαση στα δημόσια αρχεία που τεκμηριώνουν τι έκαναν οι άνθρωποι που είχαν την εξουσία στο παρελθόν, είναι απλώς ένα έλλειμμα δημοκρατίας”, λέει προβληματισμένη η Λόουερς.