Δούλευαν 15 ώρες ημερησίως σε συνθήκες εξαθλίωσης. Η σωματική και σεξουαλική κακοποίηση.
Το 1820, το 40% του πληθυσμού της Αγγλίας ήταν κάτω των 15 ετών, ενώ μεγάλο μέρος των αντρών είχε επιστρατευτεί. Έτσι, αφενός το εργατικό δυναμικό είχε μειωθεί δραματικά, αφετέρου κόστιζε ακριβότερα. Παράλληλα, η φτώχεια μάστιζε τα γυναικόπαιδα που είχαν μείνει πίσω. Στο πλαίσιο της βιομηχανικής επανάστασης και της επιτακτικής ανάγκης του βρετανικού κράτους να εκσυγχρονιστεί και να φτάσει σε ανάπτυξη τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, έπρεπε να θυσιαστεί το πιο ευάλωτο κομμάτι του πληθυσμού. Η αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε να αρχίσει να στέλνει τα ορφανά, τα οποία κόστιζαν στο κράτος σημαντικούς πόρους, στα εργοστάσια και όχι σε ιδρύματα. Η θέση της κυβέρνησης ήταν ότι εκεί θα έμεναν σε ειδικούς κοιτώνες, θα είχαν εξασφαλισμένα γεύματα και παράλληλα θα μάθαιναν μία τέχνη.
Ωστόσο, η «τέχνη» αυτή ήταν εξαντλητική. Τα παιδιά δούλευαν από 14 έως 16 ώρες την ημέρα, σε επικίνδυνο εργασιακό περιβάλλον, έτρωγαν ελάχιστο και χαμηλής ποιότητας φαγητό και κοιμόντουσαν σχεδόν στοιβαγμένα σε μικροσκοπικούς κοιτώνες. Επιπλέον, τα εργατικά ατυχήματα είχαν μετατραπεί σε καθημερινότητα. Προς το τέλος της ημέρας, όταν τα σημάδια της κούρασης δεν μπορούσαν πια να κρυφτούν, οι μικροί εργάτες γίνονταν απρόσεκτοι και πολλές φορές τραυματίζονταν σοβαρά από τα πελώρια μηχανήματα.
Τα ορφανά στέλνονταν στα εργοστάσια από την ηλικία των 6 ετών και ήταν ελεύθερα να φύγουν μόλις έκλειναν τα 21. Σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως η υφαντουργία, τα λεπτά τους χέρια και το μικρό τους μέγεθος ήταν ιδανικά και πολλές φορές τα καθιστούσε αποτελεσματικότερα από τους ενήλικους «συναδέλφους» τους.
Σταδιακά, πέρα από τα ορφανά, στη βιοπάλη άρχισαν να βγαίνουν από πολύ νωρίς και τα παιδιά των φτωχών οικογενειών. Τα εργοστάσια πλέον διαφήμιζαν τις θέσεις εργασίας για ανήλικους εργάτες ως την ιδανική ευκαιρία για να ξεφύγουν από τη μιζέρια και την πείνα. Θα είχαν εξασφαλισμένη σίτιση και έναν υποτυπώδη μισθό. Οι συνθήκες βέβαια, στην πραγματικότητα παρέμεναν άθλιες. Τα παιδιά δούλευαν εξαντλητικά ωράρια, πληρώνονταν ελάχιστα και το φαγητό ήταν κακό. Παρόλα αυτά, το φαινόμενο άρχισε να εξαπλώνεται και εκτός του βιομηχανικού χώρου. Αφέντες και μικροί «σκλάβοι» Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, γαιοκτήμονες, επιχειρηματίες, τεχνίτες και όλων των ειδών οι επαγγελματίες είχαν μετατραπεί σε αφέντες που είχαν στη δούλεψή τους τουλάχιστον ένα μικρό παιδί. Οι συνθήκες ήταν ακόμα χειρότερες από την περίπτωση των εργοστασίων. Τα παιδιά έμεναν σε ειδικά δωμάτια του σπιτιού του αφέντη τους, είτε μόνα, είτε μαζί με άλλους ενήλικους εργάτες. Στην ουσία, δεν βρίσκονταν υπό την επίβλεψη κανενός με αποτέλεσμα πολλές φορές να κακοποιούνται.
Η κακοποίηση μπορεί να ήταν απλώς παραμέληση ή κακομεταχείριση.
Σε πολλές, όμως, περιπτώσεις σημειώνονταν περιστατικά σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σωματικής βίας. Οι δουλειές ήταν εξίσου βαριές. Τα μικρότερα παιδιά συχνά κάθονταν από το ξημέρωμα έως αργά το βράδυ μόνα τους στα χωράφια για να διώχνουν τα κοράκια. Σε άλλες περιπτώσεις, η εργασία τους ήταν να σκαρφαλώνουν στις στενόμακρες καμινάδες από τα τζάκια για να τις καθαρίζουν.
Άλλες φορές διένυαν τεράστιες αποστάσεις κουβαλώντας αγροτικό εξοπλισμό, που συχνά ήταν αρκετά βαρύτερος από τα ίδια. Ιδιαίτερα σκληρές ήταν οι συνθήκες στα ορυχεία. Εκεί γυναίκες και παιδιά αλυσοδένονταν σαν ζώα από τα μεγάλα κάρα και έσερναν τα ορυκτά μέσα από τους στενούς υπόγειους διαδρόμους.
Τα ατυχήματα ήταν και πάλι καθημερινό φαινόμενο, ενώ η τύχη των παιδιών βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια του «αφέντη» τους. Ωστόσο, τα περισσότερα από αυτά είχαν προσαρμοστεί στις συνθήκες. Είχαν χάσει την παιδική ανεμελιά, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ώριμους και υπεύθυνους ενήλικες και φυσικά ό,τι χρήματα έβγαζαν, τα έστελναν στις οικογένειές τους που τα είχαν ανάγκη.
Η αρχή του τέλους της παιδικής εργασίας Τα παιδιά που επιβίωσαν από τις άθλιες εργασιακές συνθήκες σταδιακά μεγάλωσαν, οργανώθηκαν και αντέδρασαν.
Τα πρώτα εργατικά σωματεία άρχισαν να ιδρύονται και οι απεργίες εντάθηκαν.
Μεγάλες μορφές των γραμμάτων και των τεχνών, πλέον έθιγαν το ζήτημα της παιδικής εργασίας στα έργα τους. Χαρακτηριστικά, ο Ντίκενς βάσισε τον Όλιβερ Τουίστ σε εμπειρίες που βίωσε ο ίδιος ως παιδί, καθώς στα 12 του αναγκάστηκε να δουλεύει 12ωρες βάρδιες σε εργοστάσιο.
Κάποια στιγμή, οι φωνές που διαμαρτύρονταν έφτασαν στο Κοινοβούλιο, που φυσικά είχε μέλη του αρκετούς εκμεταλλευτές της παιδικής εργασίας. Το πρώτο βήμα έγινε με τη θέσπιση του νόμου που απαγόρευε την εργασία σε παιδιά κάτω των 9 και περιόριζε τις ώρες εργασίας για τα υπόλοιπα στις 66 εβδομαδιαίως. Με τα χρόνια, η παιδική εργασία θεωρείτο όλο και περισσότερο κατακριτέα, όμως το φαινόμενο δεν είχε εξαλειφθεί πλήρως.
Αλματώδη βήματα προς την κατεύθυνση αυτή έγιναν με την ίδρυση του «Σωματείου Πρόληψης της Παιδικής Κακοποίησης» το 1891.
Η νέα χιλιετία και η έξοδος από τη βικτωριανή περίοδο σκοταδισμού, έφερε σταδιακά νέο αέρα και έθεσε τέλος στο απάνθρωπο φαινόμενο, που θεωρούσε τα φτωχά παιδιά αναλώσιμα και ανάξια φροντίδας.