Ο Μαριάν
Μαριάν. Έτσι με λένε, Μαριάν. Δεν άκουσα βέβαια και πολλές φορές το όνομά μου. Ο “λειψός”. Αυτός ήμουν κυρίως. Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό στα βάθη του ορίζοντα, από εκεί που ανατέλλει ο ήλιος. Πριν συνειδητοποιήσω τον κόσμο, νόμιζα ήμουν σαν τα άλλα παιδιά. Δεν ήμουν. Γελούσαν στο χωριό. Γελούσαν όταν έπαιζα ποδόσφαιρο και το ένα μου πόδι ήταν πιο μικρό απ’ το άλλο. Γελούσαν όταν κολυμπούσαμε στη θάλασσα και το αριστερό μου πάντα έμοιαζε βγαλμένο από κούκλα παιδική. Δε μίσησα ποτέ τους φίλους μου. Τους καταλάβαινα. Παιδιά ήταν, παιδιά ήμασταν. Κι εγώ κορόιδευα τα στραβά των άλλων, εστίαζα στις αδυναμίες τους. Έτσι γελάνε μεταξύ τους τα παιδιά. Μίσησα τον Θεό όμως. Γιατί δηλαδή; Έπρεπε να με φτιάξει τη μέρα που του τέλειωσαν τα όμοια ζευγάρια; 39 νούμερο το αριστερό, 43 το δεξί. Πώς να βαδίσω στον κόσμο με ισορροπία; Σε έναν κόσμο στρογγυλό πώς να σταθώ και να πάρω στην πλάτη μου το αβέβαιο των χρόνων που ετοίμαζαν άλλοι για τη χώρα μου;
Οι γονείς μου άνθρωποι του μόχθου. Με λάτρευαν και πάντα μου ‘λεγαν ότι αυτό που μου ‘λειπε στα πόδια, το είχα στην καρδιά. “Εκεί το πλεόνασμά σου, γιόκα μου”, ήταν πάντα τα λόγια της μάνας μου. Μπορεί και να ‘χε δίκιο. Δεν ήμουν εγώ όμως αυτός που θα το έκρινε. Εγώ ήμουν αυτός που έβλεπε, και πώς να το κάνουμε; Το πλεόνασμα της καρδιάς δε φαινόταν. Το έλλειμμα του ποδιού μου όμως…
Έτσι ή αλλιώς πέρασαν τα χρόνια. Συνήθισα και το λειψός κι είναι κάτι φορές που το χρησιμοποιώ και μόνος μου για να καταλαβαίνουν ποιος είμαι. Ένα όνομα είναι εξάλλου κι αυτό κι οι άνθρωποι του χωριού μου δεν είναι κακοί. Οι φίλοι μου μεγάλωσαν και φίλοι μείναμε κι ο ένας δίπλα στον άλλο στεκόμαστε.
Τα καφέ Columbia
Τρία χρόνια πριν. Την είδα. Στάθηκε στη βιτρίνα και με κοίταξε. Χαμογέλασε. Έψαξε τη ματιά απ’ το αγόρι δίπλα της. “Αυτό! Τι λες”; Δεν ενθουσιάστηκε εκείνος. “Αυτό ποιο; Το καφέ μποτάκι; Στο χωράφι θα δουλέψεις”; Δάγκωσε το κάτω χείλος της. “Έχουν δρόμο να κάνουν, έχουν χώμα να πατήσουν, με λάσπες να μπλεχτούν. Αυτό. Σίγουρα αυτό.”
Μπήκε μέσα. Με κοιτούσε και ήδη έκανα εικόνες να με φοράει. “Ναι, τη θέλω. Αυτή θέλω να με πάρει, όσο κι αν θα με πονέσει, όσο κι αν δε θα με προσέξει. Αυτή. Ως και την τελευταία μέρα θα δίνει νόημα στην ύπαρξή μου”. Τέτοια σκεφτόμουν.
-Το καφέ μποτάκι στη γωνία. Αυτό το Columbia. Νούμερο 39. Μπορεί να ‘ναι μεγάλο. Να το δοκιμάσω και θα σας πω.
Δεν ήμουν μεγάλο. Ήμουν το ιδανικό ζευγάρι για τα πόδια της. Και δεν είχα άδικο. Δε μετάνιωσα ποτέ. Όταν τη γνώρισα, απ’ την πρώτη βόλτα κιόλας, την ερωτεύτηκα. Κάθε που με έβγαζε, έμενα στη γωνία κι έκλαιγα και μισούσα κάθε άλλο ζευγάρι που διάλεγε. Τα δάχτυλά της στο δέρμα μου, τα κορδόνια μου στους αστραγάλους της. Και λίγο πιο πάνω, μια ανάσα μακριά, το σημάδι της. Αυτά μόνο ήθελα. Γι’ αυτά προσφέρθηκα να περπατήσω παντού.
Πολλές φορές το αγόρι της έβγαζε τα δικά του και τα άφηνε δίπλα μου. Τεράστια με αερόσολες. Τα κοιτούσα χωρίς συμπάθεια. Δε μου έφταιγαν τα παπούτσια, μου έφταιγε εκείνος. Δε με ήθελε απ’ την αρχή. “Τι κοιτάς έτσι;” μου πετούσαν απορημένα τα αθλητικά του. “Ξέρετε ότι ο δικός σας δε με ήθελε; Ότι προτιμούσε κάτι πιο κομψό, κάτι πιο λεπτό; Λες κι είμαστε εδώ μόνο για να τους πηγαίνουμε στα πεζοδρόμια της πόλης και τα πλακάκια των γραφείων τους. Καθένα μας, έχει με κάτι παραπάνω να ασχοληθεί στο μέλλον, θυμηθείτε το!” τους αντιγύριζα αμέσως. Δεν έδιναν σημασία. Δεν σκέφτηκαν ποτέ την αίσθηση του να ‘χεις έναν λόγο ύπαρξης μεγαλύτερο απ’ αυτόν που το είδος σου συνηθίζει. Δεν περνούσε απ’ το μυαλό τους ότι ποτέ θα γινόταν κάτι άλλο από δυο παπούτσια του μπάσκετ.
Τα μαύρα Cat
Περίοδος Χριστουγέννων του 2013. Μου ‘λαχε βιτρίνα σε εμπορικό κέντρο. Μη σου τύχει σου λέω. Τι μέρες! Φωνές, φώτα, καμιά ησυχία. Με δοκίμαζαν μπορεί και χίλια πόδια τη μέρα. Πόδια λέω γιατί μετά τις πρώτες μέρες έπαψα να κοιτάζω πρόσωπα. Όλοι ίδιοι μου φαίνονταν. Τι να ξεχωρίσω; Ζαλιζόμουν. Νόμιζα το μαρτύριό μου δε θα τελείωνε ποτέ. Αλλά κι αν τελείωνε τι τύχη είχα με κάποιον που ψωνίζει από εμπορικό κέντρο; Άντε να γινόμουν ένα μποτάκι για βόλτες στην αγορά, για καφέ στην παραλία, το πολύ και μια φορά στα χιόνια. Όχι, δεν είχα ονειρευτεί αυτό, αλλά πια τι σημασία είχε; Ήμουν σίγουρος: χαμένη ζωή θα ζούσα, ένα ζευγάρι δερμάτινης σπατάλης.
Ποτέ, ποτέ όμως μην προδικάζεις το μέλλον σου. Κανένα μέλλον. Αργά το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα μποτάκια Cat νούμερο 43 τελείωσαν απ’ την αποθήκη. Είδα τις πωλήτριες να με καθαρίζουν καλά-καλά και να με βάζουν στη θέση μου με τα λόγια “ο επόμενος παίρνει αυτό”. Ανακούφιση. Γι’ αρχή ο αναστεναγμός. Ώρα μου ήταν. Και μετά η αναμονή. Όχι μεγάλη. Τύπος που τον δυσκόλευε ο χώρος, που στενευόταν στα ρούχα του έψαχνε παπούτσια βιαστικά. Σαν και να ‘θελε να τελειώνει μια υποχρέωση. Με είδε. Δυο βήματα και με έπιασε. Ρώτησε την πωλήτρια αν υπάρχει 43. “Αυτό που κρατάτε”, του απάντησε. “Ωραία, το θέλω. Δεν το δοκιμάζω, μου κάνει”. Και με πήρε. Και σε κάθε πρόβλεψη που είχα κάνει, έβαλε ένα μεγαλόπρεπο Χι στο πλάι της. Ούτε ξανά αγορά, ούτε χιόνια, ούτε αποστειρωμένα καφέ.
Ο Μαριάν
Το χωριό μου ήταν μικρό. Εξήντα σπίτια όλα κι όλα. Κι η γη άγονη. Άμμος και σκόνη έπνιγαν τα πάντα. Λίγο το νερό, πού καλλιέργειες; Δύσκολα τα φέρναμε βόλτα. Απ’ την άλλη, δε λυγίζαμε, αυτές οι δυσκολίες μας είχαν κοντά. Και τα γλέντια μας είχαμε, και τους αγώνες μας, και τις γιορτές μας. Πριν έρθουν οι στρατοί, αγαπιόμασταν και βοηθάγαμε ο ένας τον άλλον. Χορεύαμε και φιλιόμασταν και ξυπνάγαμε το πρωί με πείσμα να νικήσουμε το άγονο, να το ξεγελάσουμε για εύφορο. Πριν φανούν τα τζιπ κι οι αρματωμένοι με τα όπλα φοβόμασταν μόνο την ξηρασία και τις αρρώστιες. Μετά… μετά αλήθεια, υπήρξε μέρα και κάτι που να μην το φοβηθήκαμε;
Πήραν τους άντρες μακριά και έκαναν το κέφι τους με τα ομορφότερα κορίτσια. Εμένα με αγνοούσαν. Δεν έδιναν σημασία στον λειψό. Έτρωγαν τα λιγοστά φαγητά μας και κοιμόνταν στα σπίτια μας. Μετά έφευγαν για βδομάδες, πήγαιναν στο μέτωπο ή έστηναν ενέδρες στους αντιπάλους τους -ποιοι ήταν ποιοι ποτέ δεν καταλάβαμε- και ξανάρχονταν πιο άγριοι, πιο πεινασμένοι. Μας σκότωναν για το κέφι τους. Οι πιο γέροι δεν άντεξαν. Στον πρώτο χρόνο είχαν πεθάνει απ’ το μαράζι οι περισσότεροι. Έτσι μέσα σε ένα μήνα έφυγαν και οι δικοί μου. Πρώτα η μάνα μου, μετά ο πατέρας. Τους έκλαψα, τους έθαψα και τους υποσχέθηκα να προσπαθήσω να φτάσω κάπου που θα ξαναζήσω με αξιοπρέπεια. Πάνω στο μνήμα τους μάτωσα το χέρι μου για όρκο είτε πραγματικής ζωής είτε θανάτου μακριά από εδώ, μακριά απ’ το τέρας του πολέμου.
Βράδυ αφέγγαρο ξεκίνησα. Ντύθηκα βαριά παρότι ζεστός ο καιρός. Θα κινούσα για την άλλη ήπειρο και θα έβαζα στόχο τις χώρες του βορρά. Εκεί ήξερα απ’ τα διαβάσματά μου ότι κατοικεί ο πολιτισμός. Εκεί θα πήγαινα αναζητώντας φως και νέες ανάσες και -γιατί όχι;- αγκαλιές και νέα οικογένεια. Γρήγορα κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν το επιχείρημά μου. Δεν είχα φύγει ποτέ πολύ μακριά απ’ το χωριό κι η χώρα μου ήταν σε πόλεμο. Παντού κόσμος σκοτωμένος και κόσμος κυνηγημένος. Κι εγώ, μισοκουτσαίνοντας να διασχίζω βουνά και ισώματα μέσα στη νύχτα και να ψάχνω καταυλισμούς και λίγο φαΐ τη μέρα.
Δε θα ‘φτανα μόνος μου, μου είπαν. Ούτε τα σύνορα θα μπορούσα διασχίσω, ούτε τη θάλασσα μετά. Εκεί πάγωσα. Ποτέ δε σκέφτηκα τη θάλασσα. Όχι κολύμπι δεν ήξερα, αλλά ούτε το σχήμα της, την υφή της. Πώς θα πέρναγα απέναντι;
Γνώρισα κόσμο. Κι άλλους που έψαχναν τη φυγή. Όσο πλησιάζαμε τα σύνορα γινόμασταν χιλιάδες. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι σε πορεία. Άνθρωποι λεία και των δύο στρατών και κάθε παλιανθρώπου. Είχα κάνει παρέα με δυο οικογένειες. Από κοντινό χωριό, παρόμοια έζησαν και στο δικό τους. Μας πλησίασε ένας περίεργος. Μας υποσχέθηκε χαρτιά για τα σύνορα και βάρκα για απέναντι. Δεν τον εμπιστεύτηκα ποτέ αλλά όταν έχεις να περάσεις τον Αχέροντα, ακόμη κι η βάρκα του Χάρου είναι μια λύση που λένε και οι μύθοι. Του δώσαμε ό,τι είχαμε και περιμέναμε απλά να μη μας κοροϊδέψει. Ως ένα σημείο το έκανε. Από ένα σημείο και μετά γύρισε τη βάρκα ανάποδα και μας έστειλε στον άλλο κόσμο δίχως νόμισμα στο χέρι.
Τα καφέ Columbia και τα μαύρο Cat
Διαρκώς στο δρόμο. Τρία χρόνια γεμάτα μνήμες ασφάλτου και μνήμες χώματος. Περπάτημα και τρέξιμο και κυνηγητό. Νερά και φωτιές και χημικά. Σκόνη και λάσπη και πέτρες. Τι άλλο να ζητήσουν δυο ζευγάρια μποτάκια που έχουν φτιαχτεί για να αντέχουν στα δύσκολα; Πορείες και συμπαράσταση και διεκδίκηση. Παρουσία σε δάση που κόβονται, σε φράχτες που δεν γκρεμίζονται, σε σύνορα που δεν ανοίγουν. Όλα, όλα τα είδαμε και κάθε φορά, όπου ο άνθρωπος ζητούσε τον άνθρωπο ήμασταν εκεί. Όχι πάντα μαζί αλλά λίγο πίσω, λίγο μπροστά να κοιτούσα θα ‘βλεπα και τα μαύρα Cat.
Θυμάμαι εκείνη την πορεία. Μύριζε απ’ την αρχή μπαρούτι. Κι οι δικοί μας είχαν οργή ικανή να φορτίσει τις μπαταρίες δέκα συγκρούσεων μαζί κι οι απέναντι είχαν εντολή να μας χτυπήσουν μέχρι τελευταίου. Θέμα χρόνου ήταν να αρχίσει η μάχη. Πολύς ο κόσμος, δυνατές οι φωνές, μεγάλος ο παλμός. Αφορμή δε θυμάμαι να δόθηκε.
Το πρώτο μπουμ μας βρήκε σε στενό σημείο του δρόμου. Ένιωσα δίπλα μου τα καφέ Columbia και χάρηκα. Είδα ψηλά τα χέρια πιασμένα και σκέφτηκα ότι πάλι θα βρουν τρόπο να φύγουμε από εδώ. Και οι έξι μας. Τα μπουμ έγιναν ομοβροντίες. Κανείς πια δεν μπορούσε να ανασάνει. Τα χέρια δε χώριζαν αλλά στην προσπάθεια να οπισθοχωρήσουν, οι μπροστά πατούσαν πάνω μας κι οι πίσω μας κινούνταν πολύ αργά. Τρόμαξα. Πρώτη φορά που τρόμαξα από όταν έφυγα απ’ την προθήκη. Ένιωσα τα κορδόνια μου να χαλαρώνουν. Με πατούσαν. Στην προσπάθεια για ένα βήμα πίσω το αριστερό μου έφυγε. Μαζί κι ένα ουρλιαχτό μου. Δυο λεπτά μετά βρεθήκαμε να τρέχουμε στα σοκάκια. Δεν είχαμε μόνο εμείς απώλεια. Τέσσερις φύγαμε από εκεί. Και το δεξί Columbia είχε μείνει πίσω.
Περίπου ένα μήνα αργότερα μας έδεσαν μαζί, εμένα το 39άρι αριστερό καφέ Columbia και το 43άρι δεξί μαύρο Cat. Μας έβαλαν σε ένα σάκο με πολλά ζευγάρια ακόμη και μας έστειλαν σε ένα νησί που έφταναν άνθρωποι ξυπόλυτοι. Τη θυμάμαι να του λέει “μάλλον για πέταμα πάνε αυτά αλλά ποτέ δεν ξέρεις… Πολύ τα είχα αγαπήσει, ας τους δώσουμε μια τελευταία ευκαιρία όπως έζησαν όλον αυτόν το καιρό∙ δεμένα μαζί”.
Ο Μαριάν, ένα μαύρο Cat κι ένα καφέ Columbia
Φορούσα σωσίβιο. Και τι μ’ αυτό; Με το που έπεσα στο νερό νόμιζα θα λιποθυμήσω απ’ το κρύο. Το ένιωθα να με τραβάει κάτω. Κουνιόμουν πανικόβλητος, χέρια πόδια ασταμάτητα. Έπινα νερό, άκουγα γύρω μου ουρλιαχτά και εκκλήσεις βοήθειας. Πόσο θα ‘θελα, εγώ ο λειψός, να τους έσωζα όλους! Πόσο θα ‘θελα να τους έπαιρνα στην πλάτη μου και να τους πήγαινα ως… ως τα φώτα που είδα στο βάθος!
Έβγαλα τα παπούτσια μου, ελευθερώθηκα κι απ’ το βαρύ πανωφόρι μου. Πιάστηκα από ένα μπαλόνι πλαστικό που πέρασε δίπλα μου κι άρχισα να κολυμπάω. Ή τουλάχιστον να επιπλέω. Έχασα τον χρόνο. Αν με ρωτήσετε τώρα θα σας πω ότι ήμουν εκεί μέσα μια βδομάδα. Τα άκρα μου πάγωσαν, το στήθος μου δεν το ένιωθα, το κεφάλι μου κρύωνε. Άρχισα να κλαίω. Μιλούσα στους γονείς μου, τους έλεγα ότι κράτησα την υπόσχεσή μου, τουλάχιστον θα πέθαινα μακριά απ’ τον πόλεμο. Συνέχιζα να κλωτσάω τα πόδια μου. Έβαζα στόχο το φως στο βάθος που όλο το πλησίαζα κι όλο δεν το ‘φτανα.
Η βάρκα με βρήκε λίγο πριν το ξημέρωμα. Είχα αισθήσεις, δεν είχα… δε θυμάμαι. Ένα τράβηγμα, έξω απ’ το νερό και κρύο. Έτρεμα με σπασμούς. Όταν συνήλθα είχε ξημερώσει, πατούσα στεριά και με είδα στεγνό, με ρούχα και κάλτσες, τυλιγμένο σε κουβέρτες και με αυτό το ποτήρι τσάι που κρατάω τώρα στο χέρι. Και γύρω μου όλους εσάς τους καλούς ανθρώπους, τους νέους μου μικρούς θεούς.
Ναι, όπως σου τα λέω, μετάφρασέ τα τους φίλε μου. Μην παραλείπεις τίποτα. Και πες τους, ξέρω ότι ήδη έκαναν αρκετά για ‘μένα αλλά μια χάρη ακόμη αν γινόταν. Δυο παπούτσια να βρίσκαμε. Ένα αριστερό 39 κι ένα δεξί 43!