Του Γιάννου Γιαννόπουλου
Τις τελευταίες μέρες τα “μπλοκάκια” έχουν την τιμητική τους, καθώς το ζήτημα έχει έρθει στη δημοσιότητα εν αναμονή και της εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού. Τι είναι όμως το “μπλοκάκι”; Για τους μη γνωρίζοντες, “μπλοκάκι” αποκαλούμε το μπλοκ των δελτίων παροχής υπηρεσιών, το οποίο χρησιμοποιείται κανονικά από τους ελεύθερους επαγγελματίες για να κόβουν αποδείξεις για την παροχή των υπηρεσιών τους. Τα τελευταία αρκετά χρόνια, ξεκινώντας από κλάδους της διανοητικής εργασίας (μηχανικούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους) στους οποίους παλιότερα υπερίσχυε η αυτοαπασχόληση, το “μπλοκάκι” άρχισε να χρησιμοποιείται, παρανόμως βέβαια, και για τους μισθωτούς υπαλλήλους.
Δύο στοιχεία έκαναν θελκτική αυτή τη μορφή απασχόλησης για την εργοδοσία. Το ένα ήταν η απουσία τυπικά κατοχυρωμένων εργασιακών δικαιωμάτων (άδειες, δώρα, αποζημιώσεις σε περίπτωση απόλυσης, παροχές μητρότητας), τα οποία οι εργαζόμενοι δεν δικαιούνται όπως οι κανονικά προσληφθέντες. Τα δικαιούνται δηλαδή, αλλά έπρεπε να το γνωρίζουν αφενός, και να τα διεκδικήσουν αφετέρου, ορισμένες φορές καταλήγοντας σε πολύμηνες δικαστικές διαμάχες για τα αυτονόητα. Το δεύτερο ήταν οι πολύ χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές που έπρεπε να καταβάλει η εργοδοσία. Εισφορές που δεν τις κατέβαλλε η ίδια, αλλά τις έδινε στους “μπλοκάκηδες” υπαλλήλους για να τις καταβάλλουν, ως εάν να ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες. Για να λέμε και την αλήθεια, τις προηγούμενες δεκαετίες, εξαιτίας της προνομιακής φορολογικής μεταχείρισης των ελευθέρων επαγγελματιών ορισμένων κλάδων, το μπλοκάκι έθελγε και τους εργαζόμενους σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι εποχές αυτές τελείωσαν όμως, και το φαινόμενο μεγεθύνθηκε, έχοντας καταστεί βασική μορφή απασχόλησης σε πολλούς κλάδους του ιδιωτικού τομέα, με τους εργαζόμενους να βρίσκονται σε πολύ δυσμενή θέση. Έτσι, έχει δημιουργηθεί μια τεράστια στρατιά από “παιδιά” με μπλοκάκια, γενιές ολόκληρες εργαζομένων, από τους νεότερους μέχρι και ορισμένους που όχι μόνο δεν είναι πια “παιδιά”, αλλά κοντεύουν και τα παιδιά τους να μεγαλώσουν τόσο που να μη θεωρούνται “παιδιά”.
Τι διακυβεύεται τώρα: Το νέο ασφαλιστικό εξισώνει τις εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών με τους μισθωτούς, πράγμα που σημαίνει μεγάλη αύξησή τους. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι, αλλά οι εργοδότες. Προφανώς όσο δεν κάνει κάτι σε αυτή την κατεύθυνση, και δεν φαίνεται να κάνει ιδιαίτερα, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ας πάρουμε όμως λίγο τα πράγματα από την αρχή: Με βάση το νέο ασφαλιστικό νόμο, το νόμο Κατρούγκαλου, που απέκτησε και το γραφικό – αν και όχι εξωπραγματικό – προσωνύμιο “νόμος λαιμητόμος” οι εισφορές ξεκινάνε από το 27,1% του εισοδήματος και φτάνουν ως και το 38%, αναλόγως αν ο ασφαλισμένος εμπίπτει και σε κλάδους επικουρικής ασφάλισης ή και εφάπαξ. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους ο νόμος επιμερίζει θεωρητικά την καταβολή των εισφορών, για παράδειγμα στο 27% η αναλογία είναι 17,88% για τον εργοδότη και 9,22% για τον εργαζόμενο. Επίσης, για τα 4 πρώτα χρόνια εφαρμογής του νόμου προβλέπονται εκπτώσεις, αλλά όχι για τους μισθωτούς, αφού είπαμε, “θα τα πληρώσουν οι εργοδότες”. Η έκδοση της διάσημης πλέον εγκυκλίου σκοντάφτει βέβαια και σε μια σειρά τεχνικών εμποδίων, πράγμα λογικό, αφού προσπαθεί να εφεύρει τις τεχνικές εφαρμογές ενός παράδοξου συστήματος που φιλοδοξεί να λειτουργεί σαν να είναι πρόσληψη, αλλά χωρίς να είναι κιόλας.
Η ουσία όμως δεν βρίσκεται εκεί. Εάν η κυβέρνηση ήθελε όντως να πληρώσουν οι εργοδότες, θα επέβαλλε την κατάργηση του να λειτουργεί το “μπλοκάκι” ως σχέση υποκρυπτόμενης μισθωτής απασχόλησης. Θα άρχιζε μαζικούς ελέγχους με βάση τα στοιχεία της εφορίας, από τα οποία προκύπτει αυτόματα ποιοι φορολογούμενοι, ενώ δεν είναι προσληφθέντες, φορολογούνται ως μισθωτοί, και θα ανάγκαζε τα αφεντικά να κάνουν κανονικές προσλήψεις. Βέβαια και πάλι θα υπήρχε ο κίνδυνος οι εργοδότες να έκαναν μεν προσλήψεις, κρατώντας σε ίδιο επίπεδο το συνολικό για αυτούς μισθολογικό κόστος, να μείωναν δηλαδή δραματικά τους καθαρούς μισθούς. Για να μην συμβεί αυτό, θα έπρεπε να επαναφέρουν και τη δυνατότητα συλλογικών συμβάσεων. Αλλά δεν κάνει αυτό. Επί ένα χρόνο και ενώ και σωματεία που εγγράφουν στη δύναμή τους “μπλοκάκηδες” έχουν επανειλημμένως απαιτήσει απαντήσεις για το πώς θα εφαρμοστεί ο νόμος, ο υφυπουργός Πετρόπουλος και οι διάφοροι συνεργάτες έχουν απαντήσει με διάφορους τρόπους είτε ότι δεν ήξεραν είτε ότι ήταν νωρίς.
Και δεν φτάνει μόνο ότι δεν κάνουν το αυτονόητο, φαίνεται να προετοιμάζουν μια εγκύκλιο που θα προβλέπει την αναγγελία συμβάσεων με μπλοκάκι και από τους εργοδότες και από τους εργαζόμενους. Αντί δηλαδή να κάνει τη διαπίστωση το κράτος από τα στοιχεία που ήδη διαθέτει, έρχεται να την θέσει στη διακριτική ευχέρεια της εργοδοσίας. Μα αν η εργοδοσία ήθελε να κάνει αναγγελίες συμβάσεων θα τις έκανε έτσι κι αλλιώς, χωρίς μπλοκάκι. Φαίνεται, δε, ότι δεν θα δοθεί καν στον εργαζόμενο η δυνατότητα να κάνει μονομερή αναγγελία ώστε να πληρώσει αυτό που του αναλογεί, και να απαιτηθούν από τον εργοδότη του τα υπόλοιπα.
Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο σε αρκετές περιπτώσεις οι εργοδότες να επιλέξουν να κάνουν αναγγελίες για να είναι “ημινόμιμοι”. Αλλά με το εργατικό δίκαιο ουσιαστικά αποδιαρθρωμένο από τις απανωτές μνημονιακές μεταρρυθμίσεις του, και τις συλλογικές συμβάσεις πρακτικά καταργημένες, οι εργοδότες θα επιδιώξουν να φορτώσουν τη διαφορά των ασφαλιστικών εισφορών στους εργαζομένους. Η γενική τους κατεύθυνση στα χρόνια της κρίσης αυτό δείχνει. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι περισσότεροι από 550 χιλιάδες εργαζόμενοι που αμείβονται με ποσά κάτω του βασικού μισθού των 586 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση επομένως, η μάχη που ανοίγει, είναι μάχη για το μισθό. Μια μάχη στην οποία οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να δεχτούν να πληρώσουν το μάρμαρο των αυξήσεων. Όπως δεν μοιράζονταν τα κέρδη ή τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων τις “καλές” εποχές. Πρέπει να οργανωθούν στα σωματεία τους όπου αυτά υπάρχουν, να φτιάξουν καινούρια σε κλάδους ή μεγάλες επιχειρήσεις που δεν υπάρχουν, να μιλήσουν με τους συναδέλφους τους, να συντονιστούν, να αρνηθούν την περαιτέρω υποτίμηση της εργατικής τους δύναμης. Είναι αδιανόητο το επιστημονικό δυναμικό της χώρας να αμείβεται με μισθούς που δεν φτάνουν ούτε για τα στοιχειώδη. Δεν πρέπει να δεχθούμε να πουλάμε ακόμα πιο φθηνά την εργατική μας δύναμη. Να πληρώσουν αυτή τη φορά όσοι κέρδιζαν από την εργασία μας τις προηγούμενες δεκαετίες. Εάν δεν προσπαθήσουμε να επιβιώσουμε ο καθένας μόνος του, αλλά λειτουργήσουμε συλλογικά, έχουμε βάσιμες ελπίδες να τα καταφέρουμε. Και να ζήσουμε, ως “παιδιά” ή μεγαλύτεροι, όχι με “μπλοκάκια” αλλά με αξιοπρέπεια σε αυτή τη χώρα.
Γιάννος Γιαννόπουλος, για το Νόστιμον ήμαρ