Mε αφορμή το «Child 44» του Ντάνιελ Εσπινόζα & το «Τα Δικά μας Παιδιά» του Ιβάνο Ντε Ματέο
Βλέποντας το «Child 44» το μυαλό πηγαίνει αμέσως στο «Citizen X». Εκείνο αναφερόταν ευθέως στη δράση του σίριαλ κίλερ Aντρέι Τσικατίλο, ο οποίος από το 1978 ως το 1990 σκότωσε τουλάχιστον 52 ανθρώπους στη Σοβιετική Ένωση, κυρίως παιδιά, τα οποία πρώτα κακοποιούσε.
Το «Child 44», που βασίζεται στο μπεστ σέλερ του Toμ Ρομπ Σμιθ, έχει αντιγράψει τη δράση του Τσικατίλο, μετατοπίζοντάς την όμως μερικές δεκαετίες πίσω για να συμπέσει με το σταλινικό καθεστώς. To «Citizen X», ενώ έδειχνε τις προσπάθειες ανεύρεσης του δολοφόνου, έδειχνε παράλληλα πόσο προβληματικό ήταν να βρεθεί, τόσο λόγω της γραφειοκρατίας όσο κι λόγω της άρνησης αποδοχής μιας διόλου κολακευτικής για το καθεστώς πραγματικότητας.
Κριτική λοιπόν υπήρχε για το καθεστώς λειτουργίας της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά ήταν μια μη χονδροειδής κριτική και γι’ αυτό σοβαρή. Σε πρώτο πλάνο ήταν η ιστορία εντοπισμού του δολοφόνου υπό το πρίσμα των διαρκών εμποδίων που έπρεπε να ξεπεραστούν. Αλλά η Σοβιετική Ένωση του «Citizen X» ήταν μια χώρα που έμοιαζε αληθινή και που έμοιαζε να κατοικούνταν από αληθινούς ανθρώπους.
Η Σοβιετική Ένωση του «Child 44», αντίθετα, διεκδικεί τα πρωτεία του πιο αποκρουστικού καθεστώτος που έχει απεικονιστεί ποτέ στις κινηματογραφικές οθόνες. Αλλά όχι ζοφερά αποκρουστικού, γκροτέσκ και αναληθοφανώς αποκρουστικού.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας “Child 44″
Βέβαια μιλάμε για τη σταλινική περίοδο, μιλάμε για το σταλινισμό. Περίεργο είναι να παρουσιάζεται ως αποκρουστικός; Όχι. Αλλά όταν απεικονίζεται κάτι ως το απόλυτο (απόλυτο όμως) κακό, διεπόμενο από την απόλυτη (απόλυτη όμως) έλλειψη εσωτερικής λογικής και ισορροπίας, όταν όλοι ανά πάσα στιγμή μπορούν να τους καταδώσουν όλους και όλοι ανά πάσα στιγμή μπορούν να βασανιστούν, εκτοπιστούν ή εκτελεστούν, όταν η μόνη επιλογή που έχεις άπαξ και κατηγορηθεί ένας φίλος ή συγγενής σου, είναι να τον καταδώσεις κι εσύ, ειδάλλως θα πεθάνεις και ο ίδιος και όλη σου η οικογένεια, όταν έχουμε ένα καθεστώς τόσο αδιανόητα φρικτό, ακόμη και αν επρόκειτο για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας ή μια κινηματογραφική παραβολή, πάλι θα σου γεννιόταν η απορία: μα πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι ή αυτοί οι εξωγήινοι ή αυτά τα μυθικά πλάσματα σε ένα καθεστώς τόσο καταστροφικό και αυτοκαταστροφικό, χωρίς να διαλύεται την επόμενη στιγμή στα εξ ων συνετέθη;
Θέλω τελικά να πω, πως ακόμη και ακριβώς έτσι να λειτουργούσαν τα πράγματα επί Στάλιν, κι ακόμη χειρότερα από έτσι να λειτουργούσαν, όταν παρουσιάζεις μια εικόνα τόσο ασφυκτικά απάνθρωπη, το αποτέλεσμα δεν είναι μια ταινία που προξενεί ιδεολογικές αντιρρήσεις, όσο ένα αποτέλεσμα που προσφέρεται μάλλον για τρολάρισμα.
Και μιλώντας για τρολάρισμα, η ταινία αυτοτρολάρεται όταν από τον Γκάρι Όλντμαν και τον Τσαρλς Ντανς ως τη Σουηδέζα Νούμι Ράπασε, τον Γάλλο Βενσάν Κασέλ και τον Αυστραλό Τζέισον Κλαρκ, όλοι μιλάνε αγγλικά με βαριά ρώσικη προφορά, όπως ακριβώς θα έκαναν σε παρωδία. Αν λοιπόν η ταινία προσφέρεται για τρολάρισμα, είναι εκτός από τρομακτικό και γελοίο ότι η ταινία απαγορεύθηκε ή εν πάση περιπτώσει σχεδόν απαγορεύθηκε στη Ρωσία.
Όπως δείχνει και το τέλος της ταινίας, λογικά ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να υπάρξουν και σίκουελ, καθώς και τα μπεστ σέλερ του Σμιθ έχουν συνέχεια. Ωστόσο έχει αποτύχει τόσο οικτρά στα ταμεία που καθίσταται εξαιρετικά αμφίβολο. Είναι λοιπόν συνολικά για πέταμα η ταινία; Όχι ακριβώς. Αφενός όπου και να δεις τον Τομ Χάρντι χαίρεσαι να τον βλέπεις κι αφετέρου έχει μια ατμόσφαιρα και μια ένταση που σε αποζημιώνουν κάπως. Αλλά σε μια ταινία τέτοιου προϋπολογισμού δεν βαριέσαι γιατί είναι αδύνατο να βαρεθείς, δεν θα κοιτάξεις το ρολόι σου γιατί δεν θα έπαιρνε ποτέ το ΟΚ να γυριστεί αν θα το κοίταζες. Στο σινεμά των στούντιο δεν υπάρχει περιθώριο για τέτοιου είδους καταστροφές, το μόνο περιθώριο για καταστροφή που υπάρχει είναι όταν δεν δέσουν τα επί μέρους συστατικά, όπως εν προκειμένω δεν έδεσαν.
—
Στα «Δικά μας Παιδιά» έχουμε δυο αδέλφια με τις οικογένειές τους. Ο ένας αδελφός δικηγόρος, ο άλλος γιατρός. Πολύ επιτυχημένοι και οι δύο. Ο ένας γνωστός ποινικολόγος, ο άλλος παιδοχειρούργος. Ο ένας είναι ταγμένος να υπηρετεί το σύστημα και τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα και ο άλλος είναι εδώ για να κάνει το καλό και μόνο.
Η δουλειά με τις τόσο έντονες ηθικές ενστάσεις και η δουλειά με την καμία. Ταυτόχρονα όμως η αμφιλεγόμενη δουλειά στην κοινωνία του σταρ σύστεμ και της αξιολόγησης βάσει οικονομικών αποδοχών είναι η πιο προβεβλημένη. «Είμαι ο λιγότερο σημαντικός αδελφός» θα πει αστειευόμενος ο γιατρός. Αλλά δεν είναι ακριβώς πικραμένος, έχει την ηθική του ανωτερότητα να τον παρηγορεί. Του ενός αδελφού δουλειά είναι να μην μείνει στη φυλακή ο αστυνομικός που σκοτώνει εκτός υπηρεσία έναν οδηγό και τραυματίζει σοβαρά το παιδί του, του άλλου αδελφού δουλειά είναι να χειρουργήσει το παιδί και να το κάνει καλά.
Τι γίνεται όμως τα δικά τους παιδιά, τα δυο δεκαεξάχρονα ξαδέλφια, η κόρη του ενός και ο γιος του άλλου βρεθούν μπλεγμένα σε ένα περιστατικό έντονης βίας ως θύτες; Πώς πρέπει να αντιδράσουν οι γονείς που βλέπουν την εικόνα των παιδιών τους και μαζί την αυτοεικόνα τους να καταρρέει μπροστά στα μάτια τους και όλες τις σιγουριές τους να πηγαίνουν περίπατο; Να πάνε στην αστυνομία και να μιλήσουν για το συμβάν;
Να τα καταδώσουν; Ή να περιμένουν να δουν αν θα μπορέσει να τους βρει η αστυνομία μόνη της, ελπίζοντας πως όχι; Πώς απαντάει κανείς σε αυτό το δίλημμα; Να μπορούσαν να πάρουν πίσω το κακό που έκαναν τα παιδιά τους στο θύμα τους δεν γίνεται. Άρα τι απομένει; Η τιμωρία τους; Δεν τιμωρούνται ήδη αρκετά από τις τύψεις τους; Τι γίνεται όμως αν δεν έχουν τύψεις; Τι γίνεται αν το περιστατικό τους φαίνεται ασήμαντο;
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Τα δικά μας παιδιά»
Η ταινία του Ιβάνο Ντε Ματέο είναι ένα μελόδραμα παλαιάς κοπής, μια ταινία χωρίς προσωπικότητα, μια ταινία που αφήνει όλη τη δουλειά να την κάνει η ιστορία της, πιστεύοντας πως είναι τόσο δυνατή ώστε αρκεί και περισσεύει. Υπάρχει πράγματι ένας δραματικός πυρήνας πολύ ενδιαφέρων, που μένει όμως σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητος.
Τα δραματικά γεγονότα αργούν πολύ να συμβούν, έχουμε φάει μεγάλο μέρος της ταινίας παρακολουθώντας την κανονικότητα της ζωής των δυο οικογενειών, δεν υπάρχει αφηγηματική οικονομία και πύκνωση, ενώ η συμπεριφορά των παιδιών μένει αρκετά στον αέρα και πολύ αναιτιολόγητη, καθώς δεν μοιάζει και τόσο πειστικό το να επιδίδεσαι από το πουθενά σε τέτοιας επίπτωσης βία και να παραμένεις μετά στην κοσμάρα σου σαν να μην τρέχει τίποτα.
Θα μπορούσε με βάση αυτόν τον πυρήνα να είχε προκύψει μια πολύ σημαντική ταινία. Προέκυψε μια μέτρια, αλλά ακόμη κι έτσι, είναι ωραίο να ακούς που και που ιταλικά στον κινηματογράφο, γιατί μας έχουν λείψει. Είναι ωραίο να βλέπεις Ιταλία, δεν είναι τυχαίο ότι η καλλιτεχνική διεύθυνση κάνει παπάδες: ο τρόπος που είναι διακοσμημένα τα δύο σπίτια και κυρίως η σπιταρόνα του πλουσιότερου αδελφού είναι χαρά για το μάτι. Από την άλλη όταν από ένα οπτικό μέσο όπως ο κινηματογράφος, η δυνατότερη εικόνα που σου μένει από μια τόσο δραματική ιστορία είναι η διακόσμηση ενός σπιτιού, κάτι έχει πάει λάθος.