‘’Τα Παιδιά της Χελιδόνας’’ γυρίστηκαν το 1987 και αποτελούν την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Διονύση Χαριτόπουλου, μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη Κώστα Βρεττάκου. Παρόλη τη συμμετοχή μιας λαμπρής λίστας ηθοποιών, μεταξύ των οποίων ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Στέφανος Ληναίος, ο Ηλίας Λογοθέτης και άλλοι, η ταινία παραμένει ένα παραγνωρισμένο διαμάντι που εξέπεσε της αναγνώρισης που προοιώνιζε, παρόλη τη σπανιότητα του θέματός της.
-
Από την Κατερίνα Zentai
Όπως πολύ αδιάκριτα μας μαρτυράει η φήμη του συγγραφέα, η ταινία είναι μία από τις σπάνιες απόπειρες του εγχώριου κινηματόγραφου να καταπιαστεί με τον Εμφύλιο Πόλεμο και το Αντάρτικο. Πρωταγωνιστές, διαιρεμένοι σε δύο στρατόπεδα, έξι αδέρφια, γεννήματα θρέμματα της Χελιδόνας, ενός ψηλού βουνού της Στερεάς Ελλάδας. Η επαφή, τόσο με τον τόπο όσο και με τα γεγονότα , γίνεται, βέβαια, διαθλαστικά και το τώρα αποτελεί το πρίσμα μέσα από το οποίο τα θραύσματα της Ιστορίας όχι μόνο παρουσιάζονται , αλλά και διυλίζονται, διαμορφώνονται, αναιρούνται και καθαιρούνται, για να φτάσουν στον θεατή συγκεντρωμένα και ξεπλυμένα από το βάρος του ιστορικού χρόνου.
Η αφήγηση δε σκαλώνει στο τότε, το τότε είναι περασμένο, τόσο και για τους πρωταγωνιστές όσο και για την κοινωνία του 1987. Ή τουλάχιστον όλοι προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους γι’ αυτό. Στο στρατόπεδο των ηρώων, όπου κυριαρχεί η βαριά ήττα και όσα αυτή κουβάλησε μαζί της –τη φυσική εξόντωση, την απομόνωση, τη μοναξιά, την τρέλα, το ξεκλήρισμα, την ξενιτιά, το Σιδηρούν Παραπέτασμα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό- η Φωτεινή, ο Άγγελος και ο Πάνος προσπαθούν να κρατήσουν αλώβητο τον αξιακό κώδικα που τους δίδαξε το Βουνό. Ακόμα και αυτή η ίδια η Εθνική Ενότητα είναι ένα όπλο εναντίων τους, ένα εργαλείο συμβιβασμού, αφομοίωσης, ένας μηχανισμός που επιχειρεί να τους μετατρέψει σε μουσειακό είδος.( Συγκλονιστική η Μαίρη Χρονοπούλου στο ρόλο της καπετάνισσας Φωτεινής, χαρακτηρίζει ‘’φτυσιά’’ την τιμητική σύνταξη που δικαιούται, την ώρα που βγάζει τα πνευμόνια της σε ένα βαφείο για να συμπληρώσει ένσημα.)
Αυτή η ίδια αποκοπή από τον κενό ιστορικό χρόνο είναι που φέρνει, από την άλλη, τους ήρωες μπροστά στα μάτια μας, απλούς, καθημερινούς, αποστασιοποιημένους από την ιστορική αίγλη. Τόσο το παρελθόν τους –το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον από το οποίο προήλθαν, οι ανθρώπινες ανάγκες, οι αδυναμίες τους- όσο και το μέλλον τους, το μέλλον πουν τους επιφύλασσε η μεταπολιτευτική Ελλάδα, τους απεκδύει από τη μεγαλοπρέπεια των αμπέχονων, το βαρύ χτύπημα της αρβύλας, την ωραιότητα της πυκνής γενειάδας, τον μνημειώδη αγέρα και τον ολόλαμπρο ήλιο των ψηλών κορυφών. Όλοι τους είναι άνθρωποι που ξεπήδησαν μέσα από την ελληνική επαρχία, από την αγροτική ή την μικροαστική οικογένεια, άνθρωποι σαν κι εμάς και όχι πορτραίτα σε βιβλία ιστορίας και ενημερωτικές εκπομπές. Είναι παιδιά ανθρώπων και όχι ημίθεοι γεννημένοι από θεούς. Έτσι μοιράζεται ισόποσα η ιστορική ευθύνη: τους ήρωες τους γεννά η εποχή τους, οι συγκυρίες και από εκεί και πέρα ο καθένας επιλέγει το ρόλο του, ανάλογα με το ηθικό του ανάστημα.
Κάπως έτσι, και με ενδιάμεσο τον μεσαίο, μετριοπαθή, κεντρώο αδερφό, η κάμερα γυρνάει προς το άλλο στρατόπεδο : οι άνθρωποι της ρουφιανιάς, της πονηριάς, αυτοί που ακολουθούν την πεπατημένη, που πάντα κάνουν το κοινωνικά ορθό, χωρίς να νοιάζονται αν ο γιος, ο αδερφός, ο γείτονας, πεθαίνουν αργά και βασανιστικά δίπλα τους. Όσοι κάθονται και κοιτάνε με μίσος και ζήλεια όσους βγαίνουν μπροστά, όσους βάζουν το κεφάλι στο στόμα του λύκου, περιμένοντας τη στιγμή της πτώσης για να τους πατήσουν το κεφάλι. Όσοι προσφέρουν την επιφανειακή βοήθειά τους μόνο και μόνο για να μπορούν να κουνήσουν έπειτα το δάχτυλο και να στάξουν χολή. Αυτοί που νοιάζονται να μοιράσουν μια ρημαγμένη πατρική περιουσία, να πουλήσουν τα παιδιά τους σε όποιον δίνει τα περισσότερα, που κρύβουν κάτω από το χαλί βρόμικες οικογενειακές ιστορίες και ύστερα επιδεικνύουν με καμάρι το σπίτι τους, κομπάζοντας για το πόσο καλοί νοικοκυραίοι έχουν υπάρξει.
Παρ’ όλη τη φαινομενική αντίθεσή τους, υπάρχουν δύο μεγάλοι συνδετικοί κρίκοι που ενώνουν άρρηκτα τα δύο στρατόπεδα: η Χελιδόνα και οι εκ βάθρων κατεστραμμένες ζωές τους. Είναι τα σημεία τομής, όπου τα 40 χρόνια που μεσολάβησαν δε μπορούν να εισχωρήσουν με τη διαφοροποίησή τους. Για όλους το πηλίκο είναι μηδέν και οι ζωές τους σαπίζουν θαμμένες κάτω από το σαρωτικό σήμερα, όπως σαπίζει το παλιό χωρίο της Χελιδόνας κάτω από το πολύβουο χιονοδρομικό κέντρο του Βελουχιού, σημείο αναφοράς κάθε χειμερινού τουρίστα. Ο μόνος που μπορεί να παίξει το ρόλο του τυμβωρύχου είναι ο ιστορικός ερευνητής, ο συγγραφέας, ο δημοσιογράφος, που μέσα από το άλλοθι της ιστορικής αλήθειας, φέρνει στο φως όσα προστάζει η προσωπική φιλοδοξία, η επαγγελματική διαστροφή, η μικροαστική περιέργεια του κοινού, καθιστώντας τα ιστορικά υποκείμενα ρόλους μοιρασμένους σε μια ήδη παιγμένη παράσταση.
Η Χελιδόνα είναι μια ιστορία που αξίζει να ‘’διαβαστεί’’ κανονικά και ανάποδα. Είναι η προσπάθεια του τώρα να ακουμπήσει το χτες και η προσπάθεια του χτες να επιβιώσει στο τώρα. Η θέση του αναγνώστη- θεατή απέναντι στα πρόσωπα και στα γεγονότα καθορίζεται από τη θέση του απέναντι στη ίδια του τη ζωή και τον εαυτό του. Η κάθαρση δεν πωλείται σε τιμή ευκαιρίας, στο αντίτιμο ενός βιβλίου ή ενός εισιτηρίου του κινηματογράφου.
(Σ.σ : Η ταινία είναι άκρως δυσεύρετη και σπάνια. Μόλις πριν από λίγες μέρες ανέβηκε στο youtube σε σχετικά καλή ποιότητα. Χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά στα σοβαρά μια troll έκφραση… ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΡΙΝ ΚΑΤΕΒΕΙ.)
Κατερίνα Zentai, για το Νόστιμον ήμαρ