Οι παιδουπόλεις της Φρειδερίκης
Από τον Κώστα Κουσαρίδα
Η Μαντώ Δαλιάνη, κόρη μικρασιατών προσφύγων, αποφοιτά από την Ιατρική σχολή και συλλαμβάνεται για παράνομη πολιτική δράση. Στις 13 Απριλίου του 1949, περνά την πόρτα των φυλακών Αβέρωφ και κρατείται για 21 μήνες προτού δικαστεί και απαλλαχθεί από τις κατηγορίες.
Σ’ αυτό το διάστημα ήρθε σε στενή επαφή με τις συγκρατούμενες της οι οποίες σχεδόν όλες είχαν καταδικαστεί λόγω της αριστερής τους δράσης και δεν τους είχε επιτραπεί να κρατήσουν κοντά τους τα μικρά τους παιδιά.
Η Δαλιάνη παρακολούθησε και κράτησε επαφή με πολλά παιδιά φυλακισμένων τα επόμενα χρόνια και όλες τις εμπειρίες και τις ιστορίες της τις εξέδωσε από το 1994 μέχρι και το 1996 όπου και απεβίωσε.
Μέσα από την συγκλονιστική της πολυετή έρευνα, φωτίζεται μια ιδιαίτερα σκοτεινή πτυχή του εμφυλιακού και μεταεμφυλιακού κράτους και πως αυτό χρησιμοποίησε πολλές φορές τα παιδία των φυλακισμένων γυναικών της Αριστεράς.
Προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του, το κράτος της Δεξιάς εκβίασε, απήγαγε, βασάνισε και πολλές φορές κατέστρεψε τις ζωές των παιδιών έτσι ώστε να μπορέσει να χαλιναγωγήσει τις φυλακισμένες μητέρες ή ακόμα και τους πατεράδες των παιδιών αυτών που πολεμούσαν στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού.
Μόνο στις φυλακές Αβέρωφ που βρέθηκε η Δαλιάνη, 119 παιδιά είχαν ζήσει κοντά στις μητέρες τους μέχρι και το 1950. Η φυλακή που είχε χτιστεί το 1889 σαν παράρτημα των μεγαλύτερων αντρικών φυλακών της χώρας, για να στεγάσει τον γυναικείο πληθυσμό της χώρας, φιλοξενούσε κατά μέσο όρο 100 με 120 γυναίκες.
Μετά την επαναλειτουργία των φυλακών τον Ιανουάριο του 1947, οι οποίες είχαν σχεδόν καταστραφεί κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, οι φυλακές Αβέρωφ στέγαζαν δεκαπλάσιο αριθμό γυναικών από εκείνον που είχαν αρχικά κατασκευαστεί. Όλες σχεδόν οι κρατούμενες είχαν αριστερό παρελθόν και αντιμετώπιζαν ποινές πολυετούς φυλάκισης ή εκτέλεσης.
Τα παιδιά των φυλακισμένων δεν ήταν καταγεγραμμένα σαν κρατούμενοι και προφανώς δεν συμπεριλαμβάνονταν στο συσσίτιο. Όπως και οι ενήλικες ήταν κλεισμένα δεκαέξι ώρες την μέρα μέσα στις πτέρυγες, μέσα σε άθλιες συνθήκες με παντελή έλλειψη επίπλων και εγκαταστάσεων υγιεινής. «Τα μόνα πράγματα που έβλεπαν τα παιδιά ήταν τα ράντζα, οι τοίχοι, το παρεκκλήσι και ο φοίνικας».
Παρόλες τις απάνθρωπες συνθήκες εντός των φυλακών, η διεύθυνση των φυλακών φρόντιζε πολλές φορές να κάνει ακόμα πιο άθλιες τις ζωές των κρατουμένων.
Το 1950 έδωσε εντολή για την απομάκρυνση όλων των παιδιών, τιμωρώντας τις γυναίκες επειδή τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για τις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. Πενήντα τέσσερα παιδιά δόθηκαν σε θετούς γονείς καθώς οι μητέρες τους φοβούνταν ότι, σε διαφορετική περίπτωση, το κράτος θα τα έστρεφε εναντίον τους, και άλλα τριάντα εφτά στάλθηκαν σε κρατικά ιδρύματα όπου παρέμειναν μέχρι το 1960. Αφήνοντας την φυλακή πολλά παιδιά ήταν σαν να άφηναν το σπίτι τους και όταν τους επόμενους μήνες τα ρωτούσαν από πού ήταν, εκείνα απαντούσαν «από τις φυλακές Αβέρωφ».
Το κράτος πάντα παρόν στην πιο σκληρή και ανάλγητη μορφή του, έκανε τα πάντα προκειμένου να διαλύσει τις αντοχές των κρατουμένων.
Πρώτη διευθύντρια των φυλακών Αβέρωφ ήταν μια μορφωμένη δικηγόρος που ονομαζόταν Πετράντη. Από την καλοσύνη που έδειχνε στα παιδιά οι προϊστάμενοι της υποπτεύονταν ότι διατηρούσε σχέσεις με τις κρατούμενες και ότι είχε επηρεαστεί από ιδέες περί αναμόρφωσης των φυλακών. Έτσι αντικαταστήθηκε από μια σκληρή και συντηρητική γυναίκα, την πρώην αρχιδεσμοφύλακα που είχε σπουδάσει μαιευτική αλλά δεν είχε κανένα προσόν για την διεύθυνση των φυλακών. Οι δεσμοφύλακες ήταν όλες καλόγριες και υπερβολικά συντηρητικές. Προέτρεπαν τις γυναίκες να υπογράφουν δηλώσεις μετανοίας με υπόσχεση επιπλέον μερίδων γάλατος για τα παιδιά τους.
Το κράτος δεν αναμείχθηκε ιδιαίτερα στην διαδικασία ανάθεσης των παιδιών, που λειτούργησε κυρίως με πρωτοβουλία των γονέων. Οι μητέρες επέμεναν στην προσωπική επιλογή των θετών γονέων επειδή φοβόντουσαν ότι στα κρατικά ιδρύματα οι υπεύθυνοι θα έστρεφαν τα παιδιά εναντίον τους.
Οι φόβοι των μητέρων σίγουρα δεν ήταν αβάσιμοι. Στα περισσότερα ιδρύματα δυο φορές την εβδομάδα έκαναν «πολιτική εκπαίδευση» και τραγουδούσαν ύμνους για την «μητέρα» τους, την «γλυκιά βασίλισσα Φρειδερίκη» που τα είχε σώσει από τους «τρομοκράτες».
‘Ελεγαν στα παιδιά ότι οι γονείς τους ήταν εγκληματίες και προδότες και τα καθησύχαζαν ότι βρίσκονταν πλέον υπό την προστασία της βασιλικής οικογένειας. Το προσωπικό, το οποίο ήταν τελείως απαίδευτο, τόνιζε ότι τα παιδιά πρέπει να νιώθουν βαθιά ευγνωμοσύνη απέναντι στην βασιλική οικογένεια για την στοργή της και την οικονομική υποστήριξη στην διατροφή και στην εκπαίδευση τους. Στην Ρόδο, όπου τα παιδιά στεγάζονταν σε παλιούς στρατώνες του ιταλικού στρατού, οι τρόφιμοι είχαν ντυθεί στα μαύρα σε ένδειξη πένθους για τον θάνατο του βασιλιά Παύλου.
Τα ιδρύματα στα οποία έμεναν τα παιδιά που δεν είχαν δοθεί σε θετούς γονείς, ήταν οι περίφημες Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης οι οποίες ιδρύθηκαν το 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου με πρωτοβουλία της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης. Οι παιδουπόλεις υπήρξαν ένα μοναδικό και ιδιότυπο κοινωνικό μόρφωμα, τραγικό επακόλουθο του εμφυλίου πολέμου, και γι’ αυτό ακριβώς χωρίς ιστορικό προηγούμενο και χωρίς συνέχεια. Ήταν ένα δίκτυο 53 ιδρυμάτων σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας . Το σχέδιο για το «παιδοφύλαγμα» εφαρμόστηκε με χρηματοδότηση του εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος». Ο αριθμός των παιδιών που πέρασαν από τις παιδουπόλεις εκτιμάται περίπου στις 25.000.
Οι συνθήκες διαβίωσης στις Παιδοπόλεις δεν διέφεραν από την διαβίωση στις φυλακές, καθώς ίσχυε η ίδια αυστηρή αίσθηση ενός διαχωρισμού του «έξω» και του «μέσα». Οι Παιδοπόλεις διοικούνταν σύμφωνα με ημιστρατιωτικούς κανονισμούς, από πρώην αξιωματικούς, οι οποίοι επέβαλαν σωματικές τιμωρίες και υποχρέωναν τα παιδιά να φορούν στολές. Δεν υπήρχαν ρολόγια ή ημερολόγια και η μέρα ρυθμιζόταν από το χτύπημα ενός κουδουνιού. Όπου κι αν πήγαιναν βάδιζαν σε παράταξη, ακόμα και σε επισκέψεις στον έξω κόσμο.
Τελικά η ιδεολογία του μοναρχικού πατερναλισμού δεν είχε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Εκτός από τις ελλείψεις των Παιδοπόλεων και το ανεκπαίδευτο προσωπικό που αγνοούσε την τέχνη της πειθούς, ήταν αδύνατον τα παιδία να νιώσουν αφοσίωση απέναντι σε ιδρύματα που παρείχαν τόσο περιορισμένες εκπαιδευτικές δυνατότητες και όπου όσοι κατείχαν θέσεις εξουσίας εκδήλωναν τόσο εχθρικές διαθέσεις απέναντι στα παιδιά των «εχθρών της πατρίδας».
*Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Μark Mazower “Μετά τον πόλεμο” από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 14.1.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.