Κάθε “ναι” που έγινε “γαμώτο”
Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Τα προδομένα δεκάρια μελαγχολούν. Περπατάν στις προπονήσεις της Τρίτης σκεφτόμενα τις χαμένες ευκαιρίες της Κυριακής. Δεν έχουν μυαλό για διατάσεις, για φυσική κατάσταση, για βάρη. Όσα δεν έδωσαν στον αγώνα, ό,τι εκεί δεν κατάφεραν, είναι ο εφιάλτης τους της πιο ακίνδυνης μέρας της βδομάδας.
Κάθε “ναι” που έγινε “γαμώτο”, κάθε βλέμμα που εξελίχτηκε σε χάζι, κάθε χάδι που δεν ήρθε, όλα… όλα τα βαραίνουν σε ετούτη την προπόνηση. Του αύριο οι αδυναμίες, τα κακά συμβόλαια του μέλλοντος, η γιούχα της επόμενης Κυριακής, έχουν μια βάση, μια ρίζα, μια πρώτη αιτία: το προηγούμενο ματς, την τελευταία τους εμφάνιση. Τα προδομένα δεκάρια έχουν γνώθι του παρελθοντικού πατώματός τους.
Προδομένο δεκάρι είναι κάθε ον που το ιδιάζον του μπορεί να μεταγγίσει αίμα σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε ακατάσχετη αιμορραγία αλλά που κανείς εκείνη τη στιγμή δε σκέφτεται να το φωνάξει. Είναι ψυχές που πρόθυμα προσφέρουν το αόρατό τους σε κάτι ορθολογιστές που αναγνωρίζουν μόνο όσα βλέπουν. Είναι φίλοι που ξεχάστηκαν, εραστές που χώρισαν, αδέρφια που σφάχτηκαν.
Προδομένο δεκάρι είναι ένα γκράφιτι που έγραφε “αλληλεγγύη” σε έναν τοίχο στη Μυτιλήνη και σβήστηκε το πρωί με ασβέστη απ’ τον ιδιοκτήτη. Είναι μια τρύπα στο τείχος του Βερολίνου μέσα της δεκαετίας του ’70 που αντάλλαζαν δώρα δυο άγνωστοι κι ένα πρωί βρέθηκε τσιμενταρισμένη, αφού την ανακάλυψε η περίπολος.
Είναι τα όπλα του ΕΛΑΣ στην Βάρκιζα κι ο “αφορισμένος” απ’ το κόμμα Άρης. Προδομένο δεκάρι είναι ο Χριστός στο παράπονο του “τι με εγκαταλείπεις” κι η Μαγδαληνή που ένα έστω βράδυ δεν κοιμήθηκε μαζί της. Είναι ο Τέσλα που έστησε τον κόσμο που ζούμε σήμερα και πέθανε μόνος στη χλεύη της εκκεντρικότητας και της τρέλας κι είναι ο Άιρτον Σένα που σκοτώθηκε σε τροχαίο.
Τα προδομένα δεκάρια ξέρουν από μοναξιά. Του Αγίου Βαλεντίνου βάζουν το no more affairs των Tindersticks και το ακούν τέρμα χορεύοντας με μόνο ταίρι τον κοσμικό αέρα στην άκρη του σύμπαντος. Δεν έχουν ατζέντα, περνάν μέρες που μπορεί να μην πουν κουβέντα σε κανέναν. Στραβοκουμπώνουν τα πουκάμισά τους και δεν υπάρχει άνθρωπος να γελάσει έστω μαζί τους.
Τα προδομένα δεκάρια δεν ντρέπονται να κλάψουν, δεν ντρέπονται να ζητήσουν συγνώμη, δεν ντρέπονται να πάρουν τα λάθη δέκα ζωών κι εφτά δις ανθρώπων πάνω τους. Δεν είναι άγιοι, κωλόπαιδα είναι αλλά σε έναν κόσμο κατ’ επίφασιν αγίων, θα ξεχωρίζουν για την άδολη αλητεία τους.
Το παιχνίδι μπορεί να μην πηγαίνει καλά, ωστόσο τα προδομένα δεκάρια δε βγαίνουν ποτέ απ’ αυτό. Κάθε προπονητής τρέμει στην ιδέα της εξέδρας, της αντίδρασής της, αν ποτέ δει την πινακίδα αντικατάστασής τους.
Τα προδομένα δεκάρια είναι τα ίδια το παιχνίδι. Χωρίς αυτά το θέαμα θυμίζει σταγόνα που στάζει απ’ τη βρύση στην εξώπορτα της κόλασης και πέφτει για χιλιετίες βαρετά προς το χάος. Δεν τρέχουν πολύ, δεν ματώνουν, πολλές φορές δεν τσαλακώνονται καν. Περπατάν στα γήπεδα του κόσμου με τη βεβαιότητα της πάστας τους.
Ασύγκριτα προς κάθε άλλο νούμερο, με κατεβασμένες τις κάλτσες και τη φανέλα έξω απ’ το σορτσάκι, θα ‘χουν πάντα πάνω τους ενενήντα εννιά απ’ τα εκατό βλέμματα που θα παρακολουθούν τον αγώνα. Το ένα θα ξεγελάει τον εαυτό του ότι υπάρχει νόημα κι έξω απ’ αυτά. Το ένα θα είναι πάντα εκείνο που το δεκάρι θέλει να πείσει, τον πιο δύσκολο απ’ τους θεατές του. Το ένα είναι εκείνο που κάνει τον δημοσιογράφο να ανοίξει το λεξικό και να κυκλώσει τη μετοχή “προδομένα” ως προσδιορισμό για τα δεκάρια του άρθρου του.