Βάλια Κάλντα
Τη μέρα που πέθανε ο “Μάκαρος”, ο Ψωμιάδης, δύο κόσμοι διασταυρώθηκαν μες το κεφάλι μου.
Σκεφτόμουν πώς είναι άραγε τη μέρα της κηδείας ενός βασανιστή να είσαι ένας που πέρασε από τα χέρια του; Πως νιώθεις όταν ψοφάει ο βασανιστής σου;
Θέλεις να πας στην κηδεία για να τον δεις να τον παίρνει το χώμα; Τον συγχωράς ποτέ ως νεκρό; Δικαιώνεσαι; Αρκεί o θάνατος του;
Και έπειτα διάβαζα όλα όσα γράφτηκαν εκείνες τις μέρες για τον Ψωμιάδη και ήταν φανερό πως εκτός από κάνα δυο ανθρώπους δε μου φάνηκε κανείς πονεμένος για την απώλεια. Αν ο Ψωμιάδης μπορούσε να διαβάσει και να δει τον εμετό που άφησε ο θάνατός του (είμαι σίγουρη πως ακόμα και τα τσιράκια του το περισσότερο που θα ένιωσαν ήταν οικονομική αβεβαιότητα για τα νέα τους πόστα) θα σήμαινε για αυτόν κάτι ή δε θα σήμαινε τίποτα;
Όταν αφήνουμε αυτό τον σκατότοπο, έχει αξία με τί λέξεις σφραγίζουν τον τάφο μας;
Αυτές τις μέρες παράλληλα με το θάνατο της “Αγαπούλας” γίνεται μια καμπάνια υπογραφών κι ένας μεγάλος διάλογος για το που πρέπει να δοθεί το Νόμπελ Ειρήνης -με λαϊκές προτροπές το Νόμπελ αυτό να δοθεί στους κατοίκους των νησιών που βοηθάν τους πρόσφυγες.
Πάνω ‘κει θυμήθηκα την ιστορία του Νόμπελ, που ήταν γιος βιομηχάνου κατασκευαστής και προμηθευτής όπλων και ανακάλυψε και την νιτρογλυκερίνη, μετά από κάμποσες εκρήξεις σε εργοστάσια που στοίχησαν κι ανθρώπινες ζωές -δε βαριέσαι Άλφρεντ μου…
Η ιστορία τώρα παρακάτω λέει ότι κρύβεται το εξής σκοτεινό μυστικό: από ένα δημοσιογραφικό λάθος, τη μέρα που πέθανε ο αδερφός του Α. Νόμπελ, οι δημοσιογράφοι νόμισαν πως πέθανε ο ίδιος και έγραψαν κάτι τεράστιους επικήδειους ευγνωμοσύνης που το σύμπαν τους απήλλαξε από τον “έμπορο του Θανάτου”. Τα είδε αυτός, αποκαρδιώθηκε για την υστεροφημία του, κάπου επηρεάστηκε κι από την πασιφίστρια αριστοκράτισσα που παντρεύτηκε όντας γεροντοπαλίκαρο, τέλος πάντων μετάνιωσε για το βίο του και έφτιαξε τα Νόμπελ ή κάτι τέτοιο, δε βαριέσαι πάλι Άλφρεντ μου.
Η ιστορία μπορεί να μοιάζει λίγο κατασκευασμένη και να θυμίζει τον Σκρουτζ Μακ ντακ με το πνεύμα των Χριστουγέννων, οι συμβολισμοί της όμως μου κάνουν μια χαρά.
Πειράζει άμα ένας κακούλης τύπος κάνει μεταστροφή; Όχι βέβαια. Πειράζει άμα αυτός ο κακούλης τύπος χρησιμοποιεί τον παρά του για να φτιασιδώσει το αίμα και να μας το παίξει καλός; Ναι πειράζει.
Τέτοιος ήταν κι ο Μάκαρος. Ήταν ο τύπος που μπορούσε να σου πετάξει 3000 ευρώ “έτσι για να τον θυμάσαι, για την πάρτη του, γιατί έτσι κάνουν οι άντρες” και μετά να σε καθαρίσει γιατί το ποτήρι του μύριζε σαπούνι.
Έτσι ξεπλήρωσε κι ο Νόμπελ την ειρήνη με τον εαυτό του. Αυτό βέβαια δε με πολυπειράζει από μόνο του, μόνο που να, βλέπεις, δεν έχω καμιά άλλη σπουδαία ιστορία να διηγηθώ για αυτόν τον Νόμπελ. Θέλω να πω πως δεν ξέρω καμιά άλλη ιστορία αγώνα μετανοίας, πέρα από το ότι είπε “θα δίνω λεφτά σε όποιον κάνει κάτι σπουδαίο για τον κόσμο”.
Στην ιστορία των Νόμπελ τρεις άνθρωποι αρνήθηκαν το βραβείο για ιδεολογικούς λόγους. Στην πραγματικότητα ήταν μόνο δύο, αφού ο Πάστερνακ το 1958 αρχικά το δέχτηκε μα τον ζόρισε η Σοβιετική Ένωση κι είπε να το αφήσει. Ο Λε Ντουκ Θο το 1973 αρνήθηκε το βραβείο Ειρήνης το οποίο έπρεπε να μοιραστεί με τον αμερικάνο υπουργό εξωτερικών για την ανακωχή Βιετνάμ- ΗΠΑ. Το ότι η ανακωχή δεν είχε γίνει ήταν ψιλά γράμματα, βραβεία να έχουμε Άλφρεντ μου.
Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ ήταν αυτός που αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη με τα βραβεία θεωρώντας πως αυτό θα μετέτρεπε και τον ίδιο αυτόματα σε θεσμό. Οτιδήποτε λοιπόν συνταγογραφείται από μια Ακαδημία, ένα ίδρυμα, έναν οργανισμό εμπεριέχει την αποδοχή αυτού απέναντί σου. Σου λέει “σου επιτρέπω να..”. Περνάς την έγκριση.
Η αποδοχή τώρα της έγκρισης επιβεβαιώνει την κεφαλή, επιβεβαιώνει πως αυτή αποφασίζει για σένα, πως δέχεσαι να σε εγκρίνει. Κι αυτό τραβάει και παρακάτω, δημιουργεί με την κεφαλή μια σχέση ασυνείδητης υποχρέωσης, ευχαριστείς για την τιμή και τα τοιαύτα.
Εδώ είναι περιττό να αναφέρει κάνεις τα παρασκήνια που υπάρχουν πίσω από τη βράβευση, γιατί αυτός και όχι εκείνος και είναι κοινό μυστικό πως και για τη βράβευση του Σεφέρη φαίνεται να έπαιξε ρόλο ένα άλλο κεφάλαιο που λεγόταν Άγγελος Κατακουζηνός αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, δε χρειάζεται να τα μπλέξουμε τα πράγματα.
Όταν λοιπόν ζητάς το Νόμπελ Ειρήνης να δοθεί στους κατοίκους των νησιών που περιθάλπουν τους πρόσφυγες, ξεκινά μια σειρά από αντιφάσεις. Νόμπελ λέει στους ήρωες του Αιγαίου (εμφανής επιρροή από το Νόμπελ Ελύτη ο τίτλος) Δοσται το στους Ελινες!
Πρώτα και κύρια η απονομή νόμπελ ειρήνης σε αυτούς που μαζεύουν τα πτώματα γίνεται από ένα θεσμό που η ύπαρξή του ως βασιλική ακαδημία προϋποθέτει την αποδοχή πολέμων που δημιουργούν πνιγμένους πρόσφυγες και πτώματα .
Έπειτα ζητάς να βραβευθεί μόνο ο βοηθός και όχι και ο πρωταγωνιστικά αδικημένος. Γιατί οι κάτοικοι και όχι οι πρόσφυγες; Και όταν λέμε οι κάτοικοι εννοούμε όλοι οι κάτοικοι; Και ο δήμαρχος της Κω; Και κυρίως. Κυριότερα από όλα, δέχεσαι να επιβραβεύεται η ειρήνη σου σαν έργο στο διαγωνιστικό τμήμα της Ευρώπης; Με τίτλους σαν διαφημιστική καμπάνια του ΕΟΤ;
Η αλληλεγγύη δεν προσμετράται με παραγωγικούς δείκτες. Δεν χρειάζεται επιβραβεύσεις ο άνθρωπος που ανοίγει τα χέρια του να ησυχάσει για λίγο το θάνατο, δεν παίζουμε σε ριάλιτι, δεν έχουν φιόγκους και κορδέλες οι καρδιές μας και ναι προτιμώ να πάρει το Νόμπελ ο τσοπάνης που κουβαλάει προσφύγοπουλα από τον κάθε ένα λέλε όμως προτιμώ ο τσοπάνης να στείλει το Νόμπελ Ειρήνης εκεί στον διάολο τον πόλεμο που το γέννησε, να το στολίσει όσο λαμέ γουστάρει και να τα φάει τα λεφτά μόνος του αυτός ο πόλεμος ο διάολος.
Για αυτό σου λέω Άλφρεντ μου, άσε με. Άσε με σε παρακαλώ. Κάτσε με τους πεθαμένους σου, μαζί με τον Μάκαρο, εμείς εδώ έχουμε άλλους να θρηνήσουμε.