Του Δημήτρη Υφαντή*
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 τέθηκε στο δημόσιο διάλογο με μεγάλη ένταση, ίσως και υπερβολή, το ζήτημα των «ναρκωτικών». Την περίοδο αυτή γράφτηκαν και ακούστηκαν απίθανα πράγματα. Μεταξύ των οποίων προτάθηκε και η λοβοτομή ως μέθοδος αντιμετώπισης της εξάρτησης. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα όλοι αναγνώριζαν την ανάγκη της Πρόληψης. Όμως, χωρίς θεωρητική κατάρτιση, εμπειρία, συνέπεια και συνέχεια ενεργειών από την πλειονότητα των ειδικών και μη, διατυπώθηκαν οι πλέον αντιφατικές προτάσεις καθώς στον όρο Πρόληψη προσδιδόταν κάθε φορά διαφορετικό περιεχόμενο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν μάλλον να δημιουργείται σύγχυση, αβεβαιότητα και πανικός στους αποδέκτες της ενημέρωσης.
Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, δημιουργήθηκαν τα Κέντρα Πρόληψης, όπου νέοι επιστήμονες αντιμέτωποι αφενός με δυσεπίλυτα διοικητικά και θεσμικά προβλήματα και αφετέρου με ελλιπή θεωρητικά εφόδια λόγω της ταχύρυθμης εξειδίκευσής τους σε τυποποιημένα μοντέλα Πρόληψης, από τους εμπνευστές του εγχειρήματος, κλήθηκαν να «κάνουν Πρόληψη» σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, χάρις στο προσωπικό ενδιαφέρον, τις άοκνες προσπάθειες, ενίοτε την αυτοθυσία αλλά και την συλλογική δράση, οι επιστήμονες αυτοί όπως και το λοιπό προσωπικό κατόρθωσαν να λειτουργήσουν τα Κέντρα Πρόληψης, να προσφέρουν υπηρεσίες στην τοπική κοινωνία, να εξελιχθούν θεωρητικά οι ίδιοι και να αποκτήσουν μεγάλη εμπειρία στο αντικείμενο.
Στο βιβλίο που εξέδωσαν με τίτλο: «Κοινότητα, πρόληψη των εξαρτήσεων, Κέντρα Πρόληψης» (https://www.ideostato.gr/2016/11/e-book.html), από τη μία πλευρά συμπυκνώνεται η εμπειρία και οι θεωρητικές αναζητήσεις εικοσαετίας, οι οποίες είναι πολύτιμες στον σύγχρονο δημόσιο διάλογο για την Πρόληψη. Από την άλλη πλευρά το γεγονός ότι συγγράφηκε από μια μεγάλη ομάδα «μάχιμων» επιστημόνων δίνει το ζωντανό παράδειγμα αυτού που οι ίδιοι λειτουργούν και προτρέπουν στην καθημερινή τους δουλειά, την Συλλογικότητα.
Το ζήτημα της σχέσης ατομικού-συλλογικού
Συχνά οι επαγγελματίες υγείας, με αντικείμενο εργασίας την πρωτοβάθμια πρόληψη και στο πλαίσιο αντιμετώπισης των εξαρτήσεων από ουσίες, απευθύνονται στους εφήβους, συνήθως της σχολικής κοινότητας. Στρέφουν την προσοχή τους σ’ αυτή την ηλικιακή ομάδα καθώς θεωρούν ότι στην περίοδο της εφηβείας ο νέος άνθρωπος μέσα από μηχανισμούς ταύτισης, προβολής και εσωτερίκευσης, ενσωματώνει τις πληροφορίες που δέχεται από το περιβάλλον, οι οποίες τελικά σε μια σχέση αλληλεπίδρασης διαμορφώνουν την ταυτότητά του.
Στις προληπτικές κινήσεις, που σχεδιάζουν και υλοποιούν οι επαγγελματίες του είδους, φέρνουν προς άμεση ή έμμεση συζήτηση και βιωματική επεξεργασία διάφορες θεματικές όπως: «Η εφηβεία», «Οι σχέσεις με την οικογένεια», «Οι σχέσεις με τους ομηλίκους», «Η ταυτότητα φύλλου», «Η διαλεκτική σχέση άρνησης και κατάφασης», «Η πολυμορφία στη ζωή μας» κ.λπ. κ.λπ.
Μεταξύ αυτών συχνά έρχεται και το ζήτημα: «Λήψη αποφάσεων για τον εαυτό μας και λήψη αποφάσεων μαζί με τους άλλους». Βεβαίως μια τέτοια θεματική όπως και οι άλλες δεν αφορούν μόνο στην διαμόρφωση ταυτότητας αλλά και στην ενίσχυση του κοινωνικού δεσμού με την αποδοχή κοινών κανόνων, αξιών, στάσεων, αντιλήψεων, ηθών κ.λπ. Εξυπακούεται ότι τα θέματα αυτά δεν αφορούν μόνο στους εφήβους και νέους αλλά και στους ενήλικες, ιδιαίτερα ίσως σε εκείνους που ζουν καθημερινά την εφηβεία και τον έφηβο.
Η περαιτέρω εμβάθυνση στα θέμα κάνει σαφές ότι βρισκόμαστε εμπρός σε δύο διαδικασίες που εξελίσσονται ταυτοχρόνως και είναι αντιθετικές μεταξύ τους. Από τη μία πλευρά (λήψη αποφάσεων για τον εαυτό μας) είναι η διαδικασία της διαφοροποίησης, η οποία ενισχύει την ατομικότητα, τη μοναδικότητα, την αναγνωρισιμότητα, το «ανεπανάληπτο» του κάθε προσώπου, στοιχεία που το κάνουν να διαφέρει από τους άλλους. Και από την άλλη πλευρά (λήψη αποφάσεων μαζί με τους άλλους), είναι η διαδικασία της ομοιότητας, η οποία ενισχύει τη συλλογικότητα, την συνεργασία, την ανταλλαγή και τους δεσμούς με το περιβάλλον.
Αναμφίβολα, οι διαδικασίες αυτές καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον χρόνο που διαδραματίζονται, την ιστορική, κοινωνική και πολιτισμική – ιδεολογική συγκυρία, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν είναι στατικές. Αναλόγως των συνθηκών υπάρχουν περίοδοι ισορροπημένης συνύπαρξης των δύο διαδικασιών, όπως και περίοδοι, που υπερτερεί η διαφοροποίηση ή αντιστρόφως η ομοιότητα.
Από την αμφιθυμία στη διαλεκτική του δεσμού
Όπως και να έχει οι διαδικασίες αυτές δεν μπορούν παρά να εξετασθούν ως αλληλοσυμπληρούμενες και συνδεόμενες με μια διαλεκτική σχέση.
Σε μια εποχή κυριαρχίας του «προϊόντος», τις μαζικής παραγωγής, της κατανάλωσης και της αντικειμενοποίησης του υποκειμένου, της διαφήμισης και της κατ’ όνομα επικοινωνίας. Γενικότερα σε μια εποχή περιορισμού του ζωτικού χώρου και μείωσης των ψυχικών αποθεμάτων κάθε προσώπου, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες τεχνολογίες και τον τρόπο χρήσης των, παρατηρούνται τάσεις ομοιογενοποίησης της κοινωνίας.
Παρενθετικά, οι σύγχρονες τεχνολογίες όπως προβάλλονται και χρησιμοποιούνται δεν επηρεάζουν απλά τον ψυχισμό και τις κοινωνικές σχέσεις του ανθρώπου αλλά δρουν βαθύτερα καθώς παρεμβαίνουν καταλυτικά ακόμη και στις αισθήσεις του. Λόγου χάρη η όραση, ελέω εικόνας, καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο χώρο σε βάρος των άλλων αισθήσεων. Η ακοή όλο και περισσότερο υποβαθμίζεται, λειτουργεί με διαμέσους ή αντικαθίσταται από οπτικοποιημένα μηνύματα και η αφή αναλώνεται σε «υποκειμενοποιημένα» αντικείμενα της τεχνολογίας, χρησιμοποιούμενα ως υποκατάστατα της εν λόγω αίσθησης κ. ο. κ. Να σημειωθεί ότι οι αισθήσεις σε κάθε κοινωνία κατείχαν και κατέχουν εξέχουσα θέση στον ψυχισμό, στον πολιτισμό, στην παράδοση και στην ιστορία της.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, κατ’ αρχάς γεννιέται στο πρόσωπο η ανάγκη ενδυνάμωσης της ατομικότητας και της αυτονομίας του, οι οποίες λειτουργούν ως μηχανισμός άμυνας απέναντι στις παρατηρούμενες ομοιογενοποιητικές τάσεις. Πολλές φορές μάλιστα το υποκείμενο στην αναζήτηση ικανοποίησης αυτής της ανάγκης και στην αγωνιώδη προσπάθεια διαφύλαξης της αυτονομίας και της ατομικότητάς του, στρέφεται σε κατευθύνσεις που δεν προάγουν την ζωή. Διαρρηγνύει τις σχέσεις με το περιβάλλον και καταφεύγει στις πλέον ακραίες μορφές ατομισμού, απομόνωσης και απόλυτης μοναξιάς, όπως αυτές της βίας, της εξάρτησης από ουσίες, της εξάρτησης από άλλους κ.λπ.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ανάλογα φαινόμενα και στάσεις, με ποιοτικές βεβαίως διαφορές, παρατηρούνται και σε επίπεδο ομάδων του πληθυσμού, όπου συχνά μία ομάδα περιχαρακώνεται ή στρέφεται ενάντια σε άλλες χρησιμοποιώντας ποικίλες μορφές βίας, προκειμένου να δηλωθεί η διαφορετικότητά της. Δεν είναι σπάνιο όμως σε αυτή την διαδικασία ομοιότητας και διαφοράς, να υπεισέρχονται και επίσημοι θεσμοί του κράτους, είτε τονίζοντας επίπλαστες διαφορές είτε προβάλλοντας, ως συνήθως αρέσκονται, Μεγάλα και «μεγαλειώδη» ομοιογενοποιητικά σχήματα. Σχήματα, που έχουν ως αφετηρία την πολιτική, την διοίκηση, την οικονομία και αγνοούν ή υποβαθμίζουν την αξία και τον πλούτο της ταυτότητας και του διαφορετικού.
Σε μια εποχή κρίσης η κοινωνία βρίσκεται εμπρός σε μια αμφιθυμία ή και σύγχυση. Από τη μια πλευρά υπάρχει η ανάγκη διαφύλαξης της διαφοράς από τις απρόσωπες ομοιογενοποιητικές τάσεις και από την άλλη πλευρά προβάλει η ανάγκη ανάπτυξης της ομοιότητας (συνεργασία, συλλογικότητα, αλληλεγγύη κ.λπ.) για την επιβίωση και αντιμετώπιση της κοινωνικής – πολιτισμικής κρίσης.
Ο δεσμός του ανθρώπου με τους άλλους, η σχέση προσώπου και περιβάλλοντος ή με άλλα λόγια υποκειμένου – αντικειμένου κατέχει κεντρική θέση στην ανθρώπινη ύπαρξη και στις αναζητήσεις της. Πρόκειται για την διαλεκτική σχέση ένωσης δύο στοιχείων, που συνδημιουργούν την ταυτότητα προσώπων και ομάδων. Εν τέλει της κοινωνίας.
* Κοινωνιολόγος – Επιστημονικά Υπεύθυνος του Τμήματος Έρευνας, Πρόληψης, Εκπαίδευσης της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ (ΨΝΑ-Δαφνί).