Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν γνωρίζω αν είναι αληθινή. Για να είμαι ειλικρινής, εγώ δεν την πιστεύω. Όμως ο γέρος που μου την είπε όχι μόνο το πίστευε, αλλά ισχυριζόταν ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας.
Κι όλοι όσοι ήταν στο καφενείο εκείνο το απόγευμα επιβεβαίωσαν τα λεγόμενα του.
Όμως οι άνθρωποι πιστεύουν πολλά και όσα δεν καταλαβαίνουν τα διαστρεβλώνουν, έτσι ώστε να ταιριάξουν με τις πεποιθήσεις τους.
Ίσως κι εγώ το ίδιο να κάνω, όταν παριστάνω τον σκεπτικιστή.
~~{}~~
Την άκουσα πριν δεκαπέντε χρόνια.
Είχα πάει στο χωριό μου, κάπου κοντά στην Αρχαία Ολυμπία, για να δω τη γιαγιά μου. Ήταν, θυμάμαι, η τελευταία φορά που μου έφτιαξε κοτόσουπα. Λίγους μήνες μετά μπήκε στο νοσοκομείο -και δεν ξαναβγήκε ζωντανή.
Ένα μεσημέρι βγήκα να περπατήσω ανάμεσα στις ελιές και στα αμπέλια. Το απόγευμα έφτασα στο πιο κοντινό χωριό, τον Άι Γιώργη. Λίγα σπίτια ζωντανά, μια εκκλησία κι ένα καφενείο.
Έκατσα να πιω έναν καφέ, πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής. Εκεί γνώρισα τον μπαρμπα-Κώστα, τον Μανάγια -έτσι μου συστήθηκε
Του είχαν δώσει αυτό το παρατσούκλι γιατί όταν ήταν παιδί φοβόταν να περάσει μια γέφυρα. Πάλεψε με τον εαυτό του, τα κατάφερε, και σαν έφτασε στην άλλη μεριά ξεκίνησε να λέει στη μάνα του: “Μάνα για, μάνα για” (Μάνα να, μάνα δες).
Και του ‘μεινε, πιο πολύ κι από επίθετο, εκείνο το Μανάγιας.
Ήταν πάνω από ενενήντα όταν τον συνάντησα. Όπως κι όλοι οι θαμώνες του καφενείου, όπως όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Τα παιδιά τους είχαν φύγει πριν πολλά χρόνια, κατέβηκαν στην πόλη, όπου είχε δουλειές και διασκέδαση.
Γυρνούσαν στο χωριό μόνο το Πάσχα ή το καλοκαίρι, με καλογυαλισμένα αυτοκίνητα.
~~
Τότε, εκείνα τα χρόνια της πρώτης νεότητας -και τελευταίας, ζητούσα απ’ τους ανθρώπους να μου λένε ιστορίες, υλικό για συγγραφή. Ρώτησα, λοιπόν, τον μπαρμπα-Κώστα τον Μανάγια, αν είχε καμιά καλή ιστορία απ’ την Κατοχή ή το αντάρτικο.
Εκείνος γέλασε.
“Κάτσε να σου πω, πώς έσωσε το χωριό ο Λουβίκης, ο αλαφροΐσκιωτος”, μου είπε, κι όλοι οι γέροι συμφώνησα κουνώντας το κεφάλι τους πάνω κάτω.
~~{}~~
Ο Λουβίκης γεννήθηκε στρεβλός και ορφανός.
Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας. Κάποιος απ’ το χωριό είχε κάνει τη δουλειά στη Μάρω, κι εκείνη πέθανε (“απ’ την ντροπή της”) στη γέννα.
Έμεινε το μωρό να το μεγαλώνει όλο το χωριό. Όποιες γυναίκες είχαν γάλα του ‘διναν λίγο βυζί κι εκείνου.
Ήταν το “παιδί του χωριού”. Έμπαινε σ’ όλα τα σπίτια κι όλοι τον καλοδέχονταν.
Αλλά ήταν στρεβλό. Είχε τα χέρια του σαν σπείρες τυλιγμένα. Κεκέδιζε κι ήταν ελαφρύς στο μυαλό. Κι είχε κι άλλη μια παράξενη συνήθεια.
Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, νάτος ο Λουβίκης στο νεκροταφείο. Πήγαινε και κοιμόταν στο μνήμα της μάνας του, πάνω στο χώμα, και μιλούσε μόνος του.
Έλεγε ότι μιλάει με τους πεθαμένους. Κι ότι οι πεθαμένοι του ‘λεγαν πώς είναι στον Άλλον Κόσμο. Του ‘λεγαν να μη φοβάται, ότι σαν πεθάνεις δεν έχει στεναχώριες κι ούτε πεθαίνουν οι ανθρώποι δεύτερη φορά.
Τ’ άλλα παιδιά είχαν μάθει να μην τον πειράζουνε.
“Αυτός είναι ο αδελφός σου”, έλεγαν όλες οι μανάδες, κι ίσως να έλεγαν κι αλήθεια, αφού μπορεί ο άντρας τους να είχε κάνει τη δουλειά.
Όποιος ξεχνιόταν και τον κορόιδευε, έτρωγε βούρδουλα.
~~{}~~
Κι ήταν το καλοκαίρι του ’44, έτσι μου ‘πε ο Μανάγιας, που ο Λουβίκης τους ξεπλήρωσε τη φροντίδα.
Ήταν Κατοχή. Όσοι άντρες βαστούσαν είχαν πάει στο βουνό με τους αντάρτες. Στο χωριό είχαν μείνει τα γυναικόπαιδα, οι γέροι κι οι άντρες που δεν μπορούσαν να βαστήσουν ντουφέκι -ή κιότεψαν.
Κοντά στη μέρα του Άι-Λια οι αντάρτες έκαναν δολιοφθορά σε μια μικρή γέφυρα, κι ένας Γερμανός στρατιώτης σκοτώθηκε, πιο πολύ από δικό του λάθος.
Δυο φορτηγά των Ναζήδων πήραν ν’ ανέβουν στον Άι-Γιώργη, για να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους κατοίκους. Το είχαν κάνει στο Δίστομο πριν έναν μήνα, το είχαν κάνει σε πολλά χωριά. Έναν εσείς, διακόσιους εμείς.
~~
Σαν είδαν τη σκόνη απ’ τα φορτηγά που ανέβαιναν ξεκίνησαν να σκούζουν τα παιδιά. Άλλο αυτοκίνητο δεν είχε ξαναπάει στο χωριό κι όλοι ήξεραν τι σήμαινε ‘κεινη η βοή.
Ανάμεσα στους λίγους άντρες του χωριού ήταν κι ο Μανάγιας, που ‘ταν φυματικός κι έφτυνε αίμα.
Κι όπως όλοι κλαίγαν και προσεύχονταν στον Άι Γιώργη να τους βοηθήσει, πετάχτηκε ο μικρός Λουβίκης, που ‘ταν κοντά δέκα χρονών, και τους είπε κεκεδίζοντας:
“Θα πάω ‘γω να τους βρω, να τους πω. Σεις είστε οι μανάδες μου κι οι πατεράδες μου.”
Κι έφυγε μόνο του το παιδί, το παιδί το αλαφροΐσκιωτο, το παιδί το στρεβλό, το παιδί που κοιμόταν στα μνήματα και μιλούσε με τους νεκρούς, να κατέβει τον χωματόδρομο, να σταματήσει τους ναζήδες.
~~
Λίγη ώρα μετά το πήρε απόφαση και το χωριό κι έδωκαν να κατέβουν κι εκείνοι. Σκέφτηκαν, μέσα στην απελπισία τους, ότι μπορεί οι Γερμαναράδες να τους λυπόντουσαν, αν τους έβλεπαν να πηγαίνουν να παραδοθούν.
Προχώρησε η πομπή, οι άντρες πήγαιναν μπροστά, και σαν έστριψαν στο ‘κκλησάκι της Παναγιάς είδαν ένα παράξενο θέαμα.
Τα φορτηγά είχαν σταματήσει κι όλοι οι στρατιώτες είχαν μαζευτεί γύρω απ’ τον στρεβλό Λουβίκη που τους μιλούσε.
Σαν πλησίασαν είδαν ότι οι μισοί έκλαιγαν κι οι άλλοι μισοί είχαν μείνει μ’ ανοικτό το στόμα. Ο Λουβίκης τους μιλούσε σε μια γλώσσα που ούτε ελληνικά ήταν ούτε αρβανίτικα.
Μιλούσε το παιδί γερμανικά κι οι ναζήδες έκλαιγαν σαν μωρά.
“Τι τους λες;” τον ρώτησε ο Μανάγιας σαν έφτασε κοντά.
“Μηνύματα”, είπε ο Λουβίκης. “Τους λέω μηνύματα απ’ τις μάνες τους και τους παππούδες τους. Κι απ’ τ’ αδέλφια τους που σκοτωθήκαν.”
~~{}~~
“Και ποιος του είχε μάθει γερμανικά;” ρώτησα τον μπαρμπα-Κώστα, τον Μανάγια.
“Κανείς. Δεν ήξερε κανείς να μιλάει ξένα. Αλλά όταν τον βρίσκαμε στα μνήματα και τον σηκώναμε, όλο κάτι περίεργα μιλούσε ο Λουβίκης, που κανείς δεν καταλάβαινε τι ήταν.”
~~{}~~
Κάποια στιγμή πήρε απόμερα τον Λουβίκη ο αξιωματικός και τα είπαν. Έπειτα διέταξε τους ν’ ανέβουν οι στρατιώτες στα φορτηγά και να γυρίσουν.
Τον Λουβίκη τον έβαλαν να κάτσει δίπλα στον οδηγό. Θα τον έπαιρναν μαζί τους, ίσως σαν όμηρο.
“Θα φύγω”, είπε ο μικρός στον Μανάγια. “Και μη φοβάστε. Σαν πεθάνεις δεν έχει στεναχώριες κι ούτε πεθαίνουν οι ανθρώποι δεύτερη φορά.”
Τα φορτηγά έβαλαν μπρος κι έφυγαν.
~~
Τον Λουβίκη δεν τον ξανάδε κανείς, ούτε ακούστηκε ποτέ κάτι γι’ αυτόν.
Ναζήδες δεν ξαναπλησίασαν στο χωριό. Τέλειωσε η Κατοχή, ξεκίνησε ο Εμφύλιος.
Έπειτα το χωριό ερήμωσε, κατέβηκαν στην πόλη οι νέοι, έμειναν μόνο οι γέροι με τις αναμνήσεις τους.
~~{}~~
Πήρα τον δρόμο βράδυ. Είχε μισό φεγγάρι κι άλλο τόσο σκοτάδι.
Είπα την ιστορία στη γιαγιά μου. Την είχε ακούσει κι εκείνη.
Όλοι ήξεραν για τον Λουβίκη, το αλαφροΐσκιωτο ορφανό που βύζαινε σ’ όλα τα βυζιά, που κοιμόταν στα μνήματα και μιλούσε με τους νεκρούς.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Josef Koudelka
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός https://sanejoker.info/