Από την Άννα Μαρία Αρβανιτίδου
Η Ταμάρα ντε Λίμπισκα, ζωγράφος της γενιάς του Μεσοπολέμου γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1898 από εύπορη οικογένεια και πέθανε στο Μεξικό το 1980. Η οικογενειακή της οικονομική κατάσταση της έδωσε την ευκαιρία να φοιτήσει σε ιδιωτικό σχολείο στη Λωζάνη και να σπουδάζει Καλές Τέχνες στην Αγία Πετρούπολή. Το 1911 όντας μόλις δεκατριών γνωρίζει τον πλούσιο εργένη δικηγόρο Ταντέους και πέντε χρόνια αργότερα παντρεύονται κι αποκτούν μία κόρη, η οποία γίνεται κι αυτή ζωγράφος.
Με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο σύζυγός της Ταμάρα συλλαμβάνεται κι αυτή χρησιμοποιεί κάθε μέσο θεμιτό κι αθέμιτο για να τον ελευθερώσει από τους Μπολσεβίκους. Αμέσως μετά αυτοεξορίζονται στο Παρίσι, όπου εύκολα μπαίνουν σε κοσμοπολίτικους κύκλους και δημιουργούν φιλίες με την υψηλή κοινωνία. Η ίδια στα πλαίσια χειραφέτησής της πουλά κοσμήματα ενώ σύντομα εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας ασχολείται και πάλι με τη ζωγραφική. Έτσι, το όνομά της γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά ονόματα καλλιτεχνών της Ευρώπης του Μεσοπολέμου και η μεγαλοαστική τάξη του Παρισιού αγοράζει πίνακές της ανεβάζοντας το γόητρό της. Κορωνίδα της απογείωσής της ως καριερίστρια στάθηκε η ατομική της έκθεση στο Μιλάνο το 1925.
Οι πίνακές της ανήκουν στο ρεύμα της Art Deco (=διακοσμητική τέχνη) και συνήθως απεικονίζουν γυμνές ή ντυμένες γυναίκα με στόχο καθαρά την εξωτερική τους εμφάνιση και σεξουαλικότητα. Τα μοντέλα της, ‘ανδρες και γυναίκες, ήταν απλά «θύματά» της αφού ως στόχο της είχε να τα κατακτήσει, να τα ζωγραφίσει και στη συνέχεια να τους χαρίσιει κάποιον πίνακά της. Στα περισσότερα έργα της απεικονίζεται η ίδια ή κάποια γυναίκα με κομψό φόρεμα, βαμμένα χείλη και νύχια και περιποιημένα μαλλιά. Η ζωγραφική της ήταν κάτι ανάμεσα από τον κυβισμό και τις γραμμές του Ingres και το φως της Αναγέννησης, τα οποία και θαύμαζε, όπως δήλωνε η ίδια σε συνεντεύξεις σε εφημερίδες της εποχής. Οι γυναίκες της είχαν αγέρωχο βλέμμα, διάχυτη σεξουαλικότητα, γλυπτά πρόσωπα και χειραφετημένη στάση. Η ανδρόγυνη ομορφιά της ίδιας και η διπλή σεξουαλικότητά της τη βοήθησαν να αποτυπώσει κάθε αισθησιασμό που ένιωθε στα έργα της.
Ήταν μια γυναίκα που αγάπησε το ανθρώπινο σώμα, το σεξ, την κοκαΐνη, το αλκοόλ και τα αναζητούσε σε κάθε πάρτι, σε κάθε έκθεση, σε κάθε γιορτή, ακόμη και στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε ως το τέλος της ζωής της. Άρχισε να γίνεται γνωστή όταν ένα γερμανικό περιοδικό χρησιμοποίησε για το εξώφυλλό του έναν πίνακά της που απεικονίζει μια γυναίκα σε αυτοκίνητο με αγωνιστικό καπέλο, βαμμένα χείλη, όπου εξωτερίκευε την αυτοπεποίθησή της, αρκετά ακραίο για την έως τότε φαλλοκρατική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Ο μοναδικός στόχος που είχε όταν επισκεπτόταν τα εγκαίνια κάποιου συναδέλφου της δεν ήταν να τον ευχαριστήσει με την παρουσία της αλλά να κάνει σεξ με κάποιον ή κάποια από τους παρευρισκόμενους όπως παραδεχόταν η ίδια στην αυτοβιογραφία της.
Με το ξέσπασμα του Μεσοπολέμου φεύγει για την Αμερική ως το 1960, όπου δε σταματά να ζωγραφίζει και να χαρίζει πίνακές της στο Play Boy και σε παρόμοια περιοδικά. Σύντομα τα έργα της αποτελούν έμπνευση για μεγάλους οίκους μόδας και περιοδικά όπως η Vogue φιλοξενούν έργα της. Λίγες μέρες πριν πεθάνει φλέρταρε με τον γιατρό του νοσοκομείου γεγονός που απορρίπτει η συγγραφέας της αυτοβιογραφίας της, όχι γιατί ήταν αρκετά μεγάλη αλλά γιατί δεν ήταν αρκετά όμορφος ο γιατρός.