Από την Γιάννα Παπαπαύλου
Ο Sean Baker μέσα από την ταινία του, Tangerine, διευρύνει τη μυωπική προσέγγιση της συνήθης απεικόνισης της ζωής στο Λος Άντζελες, ανασύροντας μέσα από το περιθώριο, ένα κόσμο από ενδιαφέρον ανθρώπους και αυθεντικές καταστάσεις. Σε αυτό τον κόσμο το «κανονικό» ανατρέπεται, δημιουργώντας αμφιβολίες για το τι μπορεί τελικά να οριστεί ως κανονικό και τι όχι.
Η ταινία Tangerine του Sean Baker είναι αντισυμβατική σε πολλά επίπεδα. Με τη χρήση ενός iPhone, ο Baker καταγράφει το ταραχώδες 24ωρο δύο έγχρωμων τρανς γυναικών, της Sin-Dee και της Alexandra, οι οποίες εργάζονται ως ιερόδουλες στους δρόμους του Λος Άντζελες.
Η εκρηκτική Sin-Dee παρασύρει την κάμερα του Baker σε μια φρενήρη διαδρομή εξερεύνησης των λιγότερα εκλεπτυσμένων, γκλάμορους και γνωστών περιοχών του Λος Άντζελες, καθώς ψάχνει την κοπέλα, με την οποία την έχει απατήσει το αγόρι της και προαγωγός της, ενώ η ίδια βρισκόταν στη φυλακή για κάλυψη δικών του αδικημάτων.
Πρόκειται για μια ταινία που στη φόρμα και θεματολογία, επιλέγει να κυμανθεί ανάμεσα στις παρεκκλίνουσες πτυχές των πραγμάτων. Αν και χρονικά διαδραματίζεται την παραμονή των Χριστουγέννων, ο καιρός είναι ηλιόλουστος και θερμός. Το έντονα κορεσμένο πορτοκαλί χρώμα στα πλάνα του Baker λούζει με θέρμη τους ήδη σπινθηροβόλα ζωντανούς χαρακτήρες της ταινίας του.
Ο Baker δεν αποκλείει κανέναν και τίποτα. Η μυωπική προσέγγιση της συνήθης απεικόνισης της ζωής στο Λος Άντζελες διευρύνεται, ανασύροντας μέσα από το περιθώριο, ενδιαφέροντες ανθρώπους και αυθεντικές καταστάσεις. Η χαρτογράφηση του Λος Άντζελες στην προκειμένη περίπτωση δεν αφορά τη στερεοτυπική ζωή στα προάστια μέσα σε βίλες ή λεωφόρους με ιδιόκτητα αυτοκίνητα, αλλά αφορά άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων και σεξουαλικού προσδιορισμού, οι οποίοι περπατούν ή χρησιμοποιούν τις συγκοινωνίες.
Το ταμπεραμέντο των πρωταγωνιστριών της ταινίας είναι τόσο κυρίαρχο που ο σκηνοθέτης απλά ακολουθεί. Η δυναμικότητα τους γεμίζει την οθόνη και ξεχειλίζει όσο το πορτοκαλί χρώμα που χρησιμοποιεί ο Baker στα φίλτρα του. Δεν τις βλέπει με συγκατάβαση, γιατί βρίσκονται στο δικό τους επίπεδο και κανείς ποτέ δεν είναι υπεράνω τους, ούτε καν ο θεατής.
Η μη απολογητική προσέγγιση του Baker, στον τρόπο που παρουσιάζει τους χαρακτήρες γίνεται με μια τόλμη και αυτοπεποίθηση εφάμιλλης των πρωταγωνιστριών. Πλάθει μια συνοχή από γρήγορα φρενήρη εναλλασσόμενα πλάνα που εστιάζουν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών σε τέτοια υπερβολή που αντιτίθενται στις δόκιμες παραδοσιακές πρακτικές σκηνοθεσίας του πλάνου. Με αυτό τον τρόπο παράγει μια δυναμική, μια ζωντάνια και μια αναζωογονητική καινοτομία.
Η αυθεντικότητα των χαρακτήρων είναι αυτό που αιχμαλωτίζει το θεατή στην ταινία. Άλλωστε ο ίδιος ο Baker είχε αφεθεί στον κόσμο της συγκεκριμένης κοινότητας, καθώς είχε πειστεί ότι θα καταλάμβαναν την οθόνη με τρόπο απαράμιλλο, από ότι αν επέλεγε επαγγελματίες άντρες ηθοποιούς να υποδυθούν τις τρανς γυναίκες, όπως γίνεται συνήθως.
Όπως αναφέρει σε συνέντευξη του για τη διαδικασία επιλογής των πρωταγωνιστριών: «Είχαν πολύ πλάκα, και πάντα τελείωναν την πρόταση η μια της άλλης. Αντιλήφθηκα ότι υπήρχε τόσο πολύ χιούμορ στον κόσμο τους, γιατί οι γυναίκες αυτές το χρησιμοποιούν ως μηχανισμό αντιμετώπισης. Όλοι το κάνουμε αυτό, αλλά αυτές καταφεύγουν ιδιαίτερα σε αυτό γιατί είναι ιερόδουλες και γιατί αναγκάζονται να είναι. Έχουν περιθωριοποιηθεί τόσο πολύ που δεν έχουν άλλες ευκαιρίες. Θα ήθελα να τις δω και τις δύο να μπορέσουν να αναλάβουν οτιδήποτε άλλο. Αυτή θα ήταν η επιτυχία της ταινίας.»1
Τέτοιου είδους χειρονομίες αναγνώρισης των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα άτομα της τρανς κοινότητας είναι σημαντικές, καθώς η πραγματικότητα καταδεικνύει πως ένα διεμφυλικό άτομο μπορεί να ξεφύγει από το περιθώριο και να ενταχθεί στην κοινωνία, μόνο εφόσον καταφέρει να «πλασάρει» (η αγγλική ορολογία είναι ‘passing’) το φύλο του ως «αληθινό».
Όπως αναφέρει σε συνέντευξη της η Janet Mocke, μια έγχρωμη τρανς γυναίκα με δυναμική παρουσία στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των διεμφυλικών ατόμων, η πιο επιβλαβής προπαγάνδα εναντίον των τρανς ατόμων είναι «ο μύθος ότι δεν είναι «αυθεντικά», έτσι οι ταυτότητες, εμπειρίες και τα σώματα μας πρέπει να διερευνώνται και ανακρίνονται. Τα μέσα πολύ σύχνα πλαισιώνουν τα τρανς άτομα με αφηγήσεις που περνούν το μήνυμα του σκεπτικισμού εώς ότου αποδείξουμε την «αυθεντικότητα» μας.»2
Η όλη έννοια του «πλασαρίσματος» είναι εγγενώς λανθασμένη καθώς όπως αναφέρει η Mocke: «δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει κάποιου είδους εξαπάτησης που αφορά τις ταυτότητες μας. Είμαι γυναίκα και όταν περπατώ στο δρόμο δεν προσπαθώ να πλασαριστώ ως κάτι. Είμαι απλά ο εαυτός μου.»3
Στην ταινία παρακολουθούμε την αντιστροφή αυτού του γεγονότος σε μια σκηνή όπου ο Razmik, Αρμένιος ταξιτζής και τακτικός πελάτης των ιερόδουλων τρανς γυναικών της περιοχής, νιώθει ότι εξαπατάται όταν, προς μεγάλη έκπληξη και δυσαρέσκεια του, διαπιστώνει πως μια από τις κοπέλες που δούλευε στην περιοχή δεν είναι τρανς. Η ταινία σε απορροφά στον μικρόκοσμο τον οποίο δημιουργεί, όπου το «κανονικό» ανατρέπεται δημιουργώντας αμφιβολίες για το τι μπορεί τελικά να οριστεί ως κανονικό και τι όχι.
Δίπολα αλήθειας-ψέματος, αποκάλυψης και συγκάλυψης είναι διάχυτα στην ταινία. Σε πολλές σκηνές οι τρανς γυναίκες είναι αυτές που καλύπτουν τον εαυτό τους με περούκες, μακιγιάζ, κοσμήματα και τσιριχτές φωνές, αλλά συγχρόνως δε φοβούνται ανά πάσα στιγμή να αφήσουν τη φωνή τους να βαθύνει ή να παλέψουν με αναξιόπιστους πελάτες υπενθυμίζοντας τους πως εύκολα μπορούν να γίνουν άξιοι αντίπαλοι τους.
Αυτές είναι όμως και οι σκηνές που εμπεριέχουν τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια κι αυθεντικότητα. Οι τρανς γυναίκες έχουν αποδεκτεί τον εαυτό τους και με τόλμη καταλαμβάνουν το χώρο τους, διαψεύδοντας τις δηλώσεις της πεθεράς του Razmik ότι «το Λος Άντζελες είναι ένα ψέμα όμορφα περιτυλιγμένο». Το ίδιο όμως δεν ισχύει για το Razmik ο οποίος ζει μια διπλή ζωή, όπου συγκαλύπτοντας τις πραγματικές του επιθυμίες προσπαθεί να «ενταχθεί» στην κοινωνία, με βάση την κανονικότητα και τα πρότυπα της.
Τελικά ποιος «πλασάρεται» ως κάτι άλλο; Η Mattilda Bernstein Sycamore, ριζοσπαστική ακτιβίστρια, κατακρίνει κάθε είδους μορφή «πλασαρίσματος» καθώς αποτελεί «το μέσο εκ του οποίου η βία της αφομοίωσης και ομογενοποίησης λαμβάνει χώρα»4, αφήνοντας σε μια δημόσια δικαιοδοσία να ανακρίνει, αναλύει και καθορίζει ποιες και πως είναι οι «αληθινές ταυτότητες».
Κι αν οι ιδιότητες μιας περούκας είναι αυτές της εξαπάτησης και μεταμόρφωσης σε κάτι άλλο, τότε οι δύο τρανς πρωταγωνίστριες μετά χαράς εμπίπτουν σε αυτού του είδους την «απάτη», καθώς η ταινία κλείνει με την Alexandra να δίνει στη Sin-Dee την περούκα της, αφού η δική της λερώθηκε μετά από επίθεση που δέχτηκε, ως ένδειξη θυσίας για την πιο παραδοσιακή και αυθεντική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτής της φιλίας.
Βιβλιογραφία:
- Aguilar C., (2015, July 10). ‘How Sean Baker used beautiful accidents and new talent to deliver one of the best films of the year’ Παρμένο απο: https://blogs.indiewire.com/sydneylevine/how-sean-baker-used-beautiful-accidents-and-new-talent-to-deliver-one-of-the-best-films-of-the-year-20150710
- Valenti J., (2014, June 20). ‘Transgender people want to exist without having to prove they are ‘real’.’ Παρμένο από: https://www.theguardian.com/commentisfree/2014/jun/20/transgender-janet-mock-passing-realness
- Ό.π.
- Sycamore M.B., (2006). ‘Nobody Passes: Rejecting the Rules of Gender and Conformity’. California, Seal Press, σελ.8