Μετάφραση: Κώστας Παπακώστας
Για τη κρίση στη Βενεζουέλα και την εκλογή της συντακτικής Συνέλευσης, παραθέτω το παρακάτω άρθρο του Valerio Evangelisti που μετέφρασα από το Carmilla, έναν ιστότοπο για τη λογοτεχνία, το φαντασιακό και τη κουλτούρα της αντίθεσης στην Ιταλία. Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράθεση της διαχρονικής εξέλιξης του Τσαβικού Μπολιβαρισμού στη Βενεζουέλα και της πρόσφατης πολιτικής και θεσμικής της κρίσης. Και μια κάποια εμβάθυνση στη φύση του εμφυλίου πολέμου που κορυφώνεται σε αυτή τη χώρα. Διότι το ερώτημα του κατά πόσο είναι ακόμα υπερασπίσιμος ο Τσαβικός Μπολιβαρισμός από επαναστατική σκοπιά, δεν αφορά πλέον τους Βενεζουελάνους-ες, οι οποίοι-ες με τη μια ή την άλλη έννοια έχουν ήδη κάνει τις επιλογές τους, μαχόμενοι από τη μια μεριά ή από την άλλη, σε ένα πόλεμο που δεν επιδέχεται πια εναλλακτικών. Αφορά εμάς, που είμαστε στην απέξω και έχουμε ακόμα το επιφανειακό πλεονέκτημα να μπορούμε να θέτουμε τέτοια ερωτήματα.
———
Για να ξεκαθαρίσουμε αμέσως τα πράγματα, δε λαμβάνω καθόλου υπ’ όψιν μου τα επιχειρήματα όσων λένε ότι στη Βενεζουέλα, με το σχηματισμό της Συντακτικής Συνέλευσης διακυβεύεται η επιβίωση της δημοκρατίας. Ειδικά όταν το λένε αυτοί, που σχεδόν είκοσι χρόνια ως τώρα υποστήριζαν ότι στη χώρα ευδοκιμεί μια δικτατορία. Η δημοκρατία διακυβεύεται, αλλά όχι εξ αιτίας των διαδικασιών της Συντακτικής Συνέλευσης.
Να κατανοηθεί κατ’ αρχήν η έννοια του όρου “δημοκρατία”. Για τους Έλληνες, που επινόησαν τη λέξη, ήταν η εξουσία του ‘δήμου’. Όχι του γενικού πληθυσμού αλλά των “κοινών ανθρώπων”, των πιο εξασθενισμένων οικονομικά στρωμάτων της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι επιτρεπτός ο εκλογικός ανταγωνισμός και η εμφάνιση μπροστά στις κάλπες μόνο των αρκετά πλούσιων υποψηφίων, ποτέ δεν ήταν και δεν είναι μια δημοκρατία. Στο υπόλοιπο της Δύσης, δια του μηχανισμού των εκλογών επιλέγονται ολιγαρχίες που έχουν δική τους αυτόνομη ζωή, χωρίς δυνατότητα ελέγχου μέχρι τις επόμενες εκλογές της πραγματικής υπακοής των εκλεγμένων στη βούληση των ψηφοφόρων. Δεν θα σταθώ παραπάνω, είναι κριτικές, ήδη γνωστές, από την εποχή του Ρουσώ. Έχοντας συνειδητοποιήσει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων ο πληθυσμός της Δύσης, ψηφίζει όλο και λιγότερο. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θεμελιωμένη σε κέντρα εξουσίας ανεξέλεγκτα και με ένα Κοινοβούλιο άχρηστο, εδραιώνει τη δυσπιστία. Είναι η κατάρρευση του φιλελεύθερου κυβερνητικού μοντέλου.
Ακόμα χειρότερες ήταν οι υποτιθέμενες λατινοαμερικάνικες ‘δημοκρατίες’ μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Σάπιες, αυταρχικές, συχνά ρατσιστικές, ολιγαρχικές και γελοιογραφικές. Όταν ο Ούγκο Τσάβες ανέλαβε την προεδρία της Βενεζουέλας, το 1999, το μεγαλύτερο μέρος του φτωχού πληθυσμού, μαύρο ή αυτόχθονο, δεν ήταν καν απογραμμένο για εκλογικούς σκοπούς. Απλά δεν υπήρχε. Η εξουσία κατανεμόταν μεταξύ δυο πολύ παρόμοιων σχηματισμών, όπου συνέκλιναν τα συμφέροντα της προνομιούχας μειοψηφίας. Ο Τσάβες, ταπεινής και ινδιάνικης καταγωγής, έδωσε αντιπροσώπευση και αξιοπρέπεια στους αόρατους, τους κάλεσε να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή και να γίνουν πρωταγωνιστές. Από μόνο του αυτό, ήταν μια επανάσταση από τις πιο εμβληματικές στη Λατινική Αμερική, συγκρίσιμη με εκείνη του 1979 στη Νικαράγουα.
Μια τέτοια επανάσταση δεν θα ήταν πλήρης αν δεν συνοδευόταν από μέτρα υπέρ των λαϊκών τάξεων, που ακολουθούν με εντυπωσιακό ρυθμό. Από τους νόμους που ωφελούν τους αλιείς ως την δωρεάν περίθαλψη, την εκπαίδευση που διασφαλίζεται για όλους, τον πολλαπλασιασμό των σχολείων και των πανεπιστημίων, τη διανομή στους αγρότες ακαλλιέργητων ή κακοκαλλιεργημένων γαιών (οι οποίοι παρεμπιπτόντως, με την προτροπή του Τσάβες είχαν κάνει κατάληψη σε αυτές για λογαριασμό τους), τη κατασκευή και την διανομή 1.700.000 λαϊκών κατοικιών. Ο αριθμός των συνταξιούχων αυξάνεται από τις 300.000 στα 3 εκατομμύρια, ο αναλφαβητισμός σχεδόν εξαφανίζεται, η φτώχεια μειώνεται πάρα πολύ. Γεννιούνται όργανα πολιτικής και παραγωγικής αυτοκυβέρνησης όπως οι comunas (σήμερα περίπου 2.000)[1], οι συνεταιρισμοί, πολλά εργοστασιακά συμβούλια. Η μάζα που κάτω από την ολιγαρχία ήταν άμορφη και φοβισμένη αποκτά συνείδηση, με επίγνωση της δικής της αξιοπρέπειας και της ικανότητας να επηρεάσει. ‘Ένας καταπιεσμένος λαός ξαφνικά ξυπνά, τεντώνει το αυτί και σηκώνει το κεφάλι’ έγραφε ένας μεγάλος Ιταλός.
Είναι σοσιαλισμός; Όχι, ούτε καν εκείνος ο ‘σοσιαλισμός του 21ου αιώνα’ που ο Τσάβες προτείνει για στόχο. Όμως είναι ήδη το αντίθετο του φιλελευθερισμού. Η κυβέρνηση εθνικοποιεί τις στρατηγικές βιομηχανίες, αγωνίζεται για ένα δίκαιο σύστημα συναλλαγών στην Ήπειρο (ΑLBA), διανέμει πετρέλαιο (του οποίου η Βενεζουέλα είναι μεταξύ των κορυφαίων παραγωγών παγκοσμίως) σε δίκαιες τιμές στις γειτονικές χώρες που το έχουν ανάγκη. Εξυπηρετεί κανονικά το εξωτερικό της χρέος, αλλά αρνείται επηρεασμούς στις δικές της κοινωνικές πολιτικές. Για αυτές (που αργότερα ονομάστηκαν Αποστολές) προορίζεται το 70% του προυπολογισμού. Αυτό δεν συμβαίνει σε καθεστώς δικτατορίας, όπως αντιθέτως μανιωδώς επαναλαμβάνει η νεοφιλελεύθερη χορωδία. Από το 1999, έτος θέσπισης του ‘Μπολιβαριανού Συντάγματος’, πραγματοποιούνται είκοσι εκλογικές αναμετρήσεις. Η κυβέρνηση χάνει δύο και συμβιβάζεται με το αποτέλεσμα, ακολουθώντας το παράδειγμα των Σαντινίστας είκοσι χρόνια πριν.
Όλες αυτές οι επιλογές προκαλούν την οργή των υποστηρικτών του προηγούμενου καθεστώτος (που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των μέσων πληροφόρησης) και του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Το 2002 έχουμε μια πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος, συνοδευόμενη από μια σφαγή για την οποία επιχειρείται να ενοχοποιηθεί η κυβέρνηση. Η απόδοση της ευθύνης στην κυβέρνηση δεν θα πετύχει λόγω των ανεξάρτητων κινηματογραφιστών, που θα γυρίσουν το διάσημο ντοκιμαντέρ ‘Η επανάσταση δεν θα μεταδοθεί τηλεοπτικά’. Αμέσως μετά προκαλείται ένα θανατηφόρο lockout στην εξόρυξη πετρελαίου για να γονατίσει η χώρα. Η κυβέρνηση καταφεύγει στη λήψη στρατιωτικών μέτρων, με πολεμικό σκάφος να ελέγχει την εξορυκτική δραστηριότητα και με την αντικατάσταση των συμβιβασμένων με το πραξικόπημα στελεχών της εν λόγω βιομηχανίας.
Αλλά δεν τελειώσαμε εδώ, τα κόμματα της αντιπολίτευσης (μια πληθώρα, όλα νόμιμα και διαθέτοντα τα πιο διαδεδομένα μέσα ενημέρωσης) δεν παύουν να ελπίζουν σε ανατροπή του ‘καθεστώτος’, μέσα από τη βία του δρόμου, την προσμονή για κάποια ενέργεια των ένοπλων δυνάμεων, την ελπίδα για μια στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών και των υποταγμένων σε αυτούς κυβερνήσεων (πρωτίστως της Κολομβίας που σήμερα φιλοξενεί για τα καλά επτά(!) αμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις). Σε απάντηση ο Τσάβες εκκαθαρίζει και επιλέγει τους ηγέτες του στρατού, μετατρέπει τις ακαδημίες του σε σχολές στελεχών και πάνω από όλα οπλίζει κατευθείαν το λαό με τη δημιουργία μιας Μπολιβαριανής Εθνικής Φρουράς που αποτελείται από εθελοντές (πάνω από 100.000).
Πλέον, πολλαπλασιάζονται οι κατηγορίες για αυταρχισμό και βοναπαρτισμό, που εκτοξεύονται με ιδιαίτερα στεντόρεια φωνή από τους αποστάτες που πέρασαν από το σταλινισμό στη φιλελεύθερη πίστη, περιλαμβανομένων και των Ιταλών. Πως τολμά να χλευάζει ο Νοτιοαμερικανός σατράπης την κυριαρχία των αγορών, να υιοθετεί κοινωνικές πολιτικές ευρείας κλίμακας, να απορρίπτει τις υπαγορεύσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Δ.Ν.Τ.; Δεν είμαστε στο τέλος της ιστορίας, στην καθολική αναγνώριση ότι ο καπιταλισμός είναι το τέλειο και αναντικατάστατο σύστημα;Έτσι ‘πεταρίζει‘ και ο αναπόφευκτος Βάργκας Λιόσα και μαζί με αυτόν έτσι γαυγίζει ολόκληρη η πόλη των πρώην αριστερών σκύλων.
Αυτό σημαίνει ότι στη κυβέρνηση Τσάβες απουσιάζουν τα λάθη και μερικές φορές πάρα πολύ σοβαρά; Καθόλου. Η προσπάθεια για την απεξάρτηση της Βενεζουέλας από την απόλυτη κυριαρχία των πετρελαϊκών πόρων επιτυγχάνεται ελάχιστα, το συγκεντρωτικό κράτος διευκολύνει τη διαφθορά, το κοινό έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται με την δέουσα ενέργεια. Η ‘λατρεία του ηγέτη’ φτάνει σε ύψη μερικές φορές υπερβολικά και ενοχλητικά, ο πατερναλιστικός καθοδηγητισμός επίσης. Παρ’ όλα αυτά, ο ‘δήμος’ παραμένει σταθερό επίκεντρο της διαδικασίας της απελευθέρωσης, σταδιακά (ο Τσάβες είναι προσεκτικός στα βήματά του), αλλά όμως ασταμάτητα. Ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα φαίνεται πραγματικά εφικτός. Οι υποτελείς τάξεις κατακτούν, χάρη στην άμεση και συμμετοχική δημοκρατία, μια όλο και πιο ευρεία αυτονομία.
Το 2013 ωστόσο, ο Τσάβες πεθαίνει. Σχεδόν ταυτόχρονα καταρρέει η τιμή του πετρελαίου από τις ενέργειες των συμμάχων στη Μέση Ανατολή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Βενεζουέλα βλέπει να μειώνεται η ρευστότητα της, γίνεται μάρτυρας της υποτίμησης του νομίσματός της και της ανόδου του πληθωρισμού. Οι εξαγωγές αργού πετρελαίου σταματούν να είναι κερδοφόρες όπως στο παρελθόν, οι εισαγωγές γίνονται πανάκριβες. Εκμεταλλευόμενη τη κατάσταση η Βενεζουελάνικη αστική τάξη, χτυπημένη με διάφορες μορφές αλλά ποτέ θανάσιμα, ρίχνεται στις πιο σκιερές κερδοσκοπικές δραστηριότητες, τζογάροντας πάνω στην αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ δολαρίου και τοπικού νομίσματος. Προβαίνει σε πρακτικές χειραγώγησης μετοχών, εξαφανίζει είδη πρώτης ανάγκης. Και φυσικά καταλογίζει στο ‘καθεστώς’ τις ελλείψεις.
Ο διάδοχος του Τσάβες, Νικόλας Μαδούρο (ένας λαμπρός πρώην υπουργός εξωτερικών, πρώην οδηγός στο μετρό), αντιδρά με την πρώτη, αλλά με μπερδεμένο τρόπο. Δημιουργεί δυο νομισματικά ρεύματα και προσπαθεί να αντικαταστήσει –ακόμα δεν τα κατάφερε- τα χαρτονομίσματα και τραπεζογραμμάτια που συνήθως χρησιμοποιούνται στη διακίνηση ναρκωτικών και στο λαθρεμπόριο με την Κολομβία. Αυξάνει τη δυσαρέσκεια ενώ τα σούπερ μάρκετ είναι άδεια από εμπορεύματα. Τελικά καθυστερημένα, κάνει τη σωστή κίνηση. Ιδρύει ένα κρατικό σύστημα εισαγωγής αγαθών που πωλούνται σε λαϊκά καταστήματα και διανέμονται στις οικογένειες διαμέσου των CLAPS (Τοπικές Επιτροπές Εφοδιασμού και Παραγωγής).
Οι αρχικές αβεβαιότητες του Μαδούρο δίνουν ανάσα στη δεξιά αντιπολίτευση. Αλλά να μην νομίσει κανείς ότι είναι μια μετριοπαθής δεξιά. Πρόκειται για άκρα δεξιά, κατακερματισμένη σε μαινόμενα ρεύματα. Αυτή, χάρη στη λαϊκή δυσαρέσκεια και στην αποχή πολλών Τσαβιστών, καταφέρνει να νικήσει τις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση το 2015. Δεν χρησιμοποιεί όμως τη δύναμη που απέκτησε για να δημιουργήσει τη τυπική διαλεκτική σχέση, σε μια προεδρική δημοκρατία, μεταξύ κοινοβουλίου και Αρχηγού του Κράτους. Απορρίπτει, την ακύρωση από το δικαστικό σώμα, τριών εκλεγμένων που θα της αφαιρούσε την ειδική πλειοψηφία. Εμποδίζει, κάθε απόφαση του Μαδούρο. Στοχεύει στην ακύρωση και την οπισθοδρόμηση των κοινωνικών πολιτικών, όπως κάνουν ο Μάκρι στην Αργεντινή, ο Τεμέρ στη Βραζιλία και πολλές άλλες μαριονέτες. Έχουμε πια παράλυση. Η νομοθετική εξουσία εξεγείρεται τόσο ενάντια στην εκτελεστική εξουσία όσο και στη δικαστική. Η οποία (δικαστική εξουσία) δια μέσου δήλωσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου την κηρύσσει έκπτωτη, εξέλιξη που φρενάρει ο ίδιος ο Μαδούρο. Στη Βενεζουέλα κανένας πλέον δεν είναι ικανός να κυβερνήσει το οτιδήποτε. Αυτό ακριβώς, ενώ η οικονομική κρίση σκληραίνει.
Το κοινοβουλευτικό αδιέξοδο αντιστοιχίζεται με μια βιαιότατη έκρηξη των προνομιούχων συνοικιών στο Καράκας και στην επαρχία. Είχε γίνει ήδη μια προεπισκόπηση στο θάνατο του Τσάβες. Τότε, με την παρότρυνση κωλοπαιδαράδων όπως του Λεοπόλντο Λόπες (ο οποίος κατά τη διάρκεια του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2002 είχε συμμετάσχει μαζί με τον δισεκατομμυριούχο φίλο του Χένρικ Καπρίλες σε ένοπλη επίθεση εναντίον της Κουβανέζικης πρεσβείας), νεαροί μεταμφιεσμένοι κατεβήκαν στις πλατείες σηκώνοντας οδοφράγματα. Άφησαν στο έδαφος καμιά σαρανταριά νεκρούς, σχεδόν όλοι από τα χέρια τους. Το 2017, ενθαρρυνόμενο από παραδείγματα όπως της πλατείας Μεϊντάν στην Ουκρανία, το σενάριο επαναλαμβάνεται με πιο σκληρή μορφή. Πολιορκούνται από μια ‘θερμόαιμη νεολαία’, τα κέντρα κοινωνικής υποστήριξης, τα υπουργεία κλειδιά, τα δικαστήρια, οι δωρεάν κλινικές, τα κρατικά καταστήματα με χαμηλές τιμές, σχολεία και παιδικοί σταθμοί, οι μικρές επιχειρήσεις. Ακόμη και μερικοί στρατώνες. Οι επιτιθέμενοι φέρουν στις ασπίδες τους το σταυρό, ή απόκρυφα σύμβολα (το ‘σταυρό με κονδυλώματα’). Έχουν αντιασφυξιογόνες μάσκες και όπλα. Σχεδόν τριάντα υποτιθέμενους ‘Τσαβιστές’ τους περιέλουσαν με βενζίνη και τους έβαλαν φωτιά, σε ορισμένες περιπτώσεις με θανατηφόρο έκβαση. Άλλοι έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού, ξεγυμνώματος, ταπείνωσης και βασανισμού. Η Διεθνής της φιλελεδοαστικής ενημέρωσης αποδίδει συστηματικά κάθε θύμα, παρά τις αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για το αντίθετο, στην Τσαβική καταπίεση.
Αδυνατώντας να κυβερνήσει, ο Μαδούρο καταφεύγει σε τρία άρθρα του συντάγματος του 1999 (347, 348 και 349) για να συγκαλέσει μια Συντακτική Συνέλευση που θα αποκαταστήσει την τάξη στη Βενεζουέλα. Το κάνει με τρόπο συγκεχυμένο και αμήχανο ως συνήθως (ο Μαδούρο δεν είναι Τσάβες) και για αυτό, αρχικά, δεν είναι σαφές τι επιδιώκει. Να παραμείνει στην εξουσία; Να υπονομεύσει την Εθνοσυνέλευση; Τελικά αυτό θα εξακριβωθεί με το πέρασμα των βδομάδων και την αιματοχυσία που προξενούν οι αντίπαλοι του (στους οποίους αντιπαρατίθενται στους δρόμους, όπως είχε συμβεί το 2002, οι collectivos, γκρουπ μηχανοκίνητων νεαρών προλεταρίων που μοιάζουν πάρα πολύ με τους Ευρωπαίους ‘antifa’). Είναι, να καταστούν μη αναστρέψιμοι οι κοινωνικοί στόχοι της Μπολιβαριανής επανάστασης και να εξασφαλίσει θεσμική νομιμοποίηση των μορφών δημοκρατίας που προέκυψαν αυθόρμητα από τα κάτω, καθώς και να δώσει νομική υποβοήθηση σε μια πορεία διαφοροποίησης και ανάπτυξης της οικονομίας;
Αυτό παρουσιάζεται ως η απαραίτητη προυπόθεση για την ‘ειρήνη’. Φαίνεται στόχος απατηλός σε ένα πλαίσιο ταξικού πολέμου όπως εκτυλίσσεται και υπό την απειλή της Δύσης που έχει κακιώσει περαιτέρω. Είναι γεγονός όμως ότι στις 30 Ιουλίου του 2017 οκτώ εκατομμύρια Βενεζουελάνοι δείχνουν να το πιστεύουν και ορίζουν 545 μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης, επιλεγμένα από κοινωνικές κατηγορίες που θεωρούνται αντιπροσωπευτικές (περιλαμβανομένων των αυτόχθονων, φεμινιστριών, αναπήρων κλπ.). Οι Η.Π.Α., η Ε .Ε. και οι esqualidos (‘αντιδραστικοί’, περιλαμβανομένων των αποστατών της αριστεράς που αναφερθήκαμε παραπάνω) σκούζουν ότι είναι η αναγγελία της δικτατορίας. Λησμονούν το γεγονός ότι ήδη εδώ και 18 χρόνια αποκαλούσαν ‘δικτατορία’ το πείραμα του Τσάβες και υποδείκνυαν το Σύνταγμα που τώρα θα μεταρρυθμιστεί ως ένα εργαλείο καταπίεσης.
Δεν ξέρω πως θα τελειώσει αυτή η ιστορία. Μέσα στις γραμμές των Τσαβιστών δεν λείπουν οι οπορτουνιστές και οι φιλόδοξοι, οι διεφθαρμένοι και οι αυταρχικοί, τα τρομπόνια και οι μπλα μπλα. Όλο αυτό, είναι χρυσάφι που λάμπει, σε σχέση με την αιματηρή ψύχωση των ‘φιλελεύθερων’ εχθρών τους. Μου φαίνεται σημαντικό, σε κάθε περίπτωση, να γίνει κτήμα μας η υπεράσπιση των Τσαβιστών, που αν και με μορφή μερικές φορές συζητήσιμη, είναι ένα από τα τελευταία μέτωπα του λατινοαμερικάνικου προοδευτισμού. Και κυρίως να γίνει κτήμα μας η υπεράσπιση των χώρων που ανοίχτηκαν περαιτέρω για την αυτοκυβέρνηση των υποτελών τάξεων. Έτσι ήταν και με το ένδοξο παράδειγμα της Νικαράγουα τη δεκαετία του ’80. Ελπίζω να είναι έτσι με τη νέα Βενεζουέλα, όαση αντίστασης στο μονόδρομο της σκέψης και στα μοντέλα που επιβάλλονται από ένα γηρασμένο ιμπεριαλισμό. Έχω εμπιστοσύνη, όχι στο Μαδούρο, όχι στο PSUV, αλλά στις comunas, στους συνεταιρισμούς και στα μισητά από τους αντιπάλους collectivοs. Έχω εμπιστοσύνη στη ταξική αυτονομία.
———
[1] Για τη συγκεκριμένη λειτουργία των comunas μπορείτε να δείτε το ντοκιμαντέρ Junteras. Εντάξει, βαρετό αλλά κατατοπιστικό.