Διαβάσαμε ότι ο Κ. Μπακογιάννης είπε σε βουλευτή αντιπάλου κόμματος όταν εκείνη τον επισκέφθηκε στο γραφείο του συνοδεύοντας τον υπουργό Προ.Πο. Πανούση:
«Άκουσα ότι μιλήσατε πολιτισμένα με το δολοφόνο του πατέρα μου. Αυτός όμως κανέναν πολιτισμό δεν επέδειξε όταν σκότωνε τα θύματά του.» Επειδή προφανώς η μνήμη δεν είναι το δυνατό σημείο του γιου της Ντόρας, πάμε να του θυμίσουμε έναν άλλο δολοφόνο με τον οποίο ο πατέρας του Μπακογιάννη συνομιλούσε πολιτισμένα έτσι όπως μας το υπενθυμίζουν τα «Νομικά Ανάλατα».
Ο δολοφόνος του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα, ο Καλαμπόκας, δημοτικός σύμβουλος της Ν.Δ στη Πατρα και πρόεδρος της τοπικής ΟΝΝΕΔ, δικάστηκε στο Βόλο έχοντας ως συνηγόρους υπεράσπισής του τρία κορυφαία ονόματα του τότε νομικού κόσμου, όλους προερχόμενους πολιτικά από το χώρο του κόμματος που ανήκει ο και ο Κ. Μπακογιάννης, της Ν.Δ., και συγκεκριμένα τους Απόστολο Ανδρεουλάκο, Κώστα Κωνσταντινίδη (καθηγητής Ποινικού Δικαίου, γνωστός από τη δίκη για το Σκάνδαλο Κοσκωτά όπου συμμετείχε σαν δημόσιος κατήγορος) και Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο (πρώην πρόεδρος του ΔΣΑ).
Ο Καλαμπόκας καταδικάστηκε πρωτόδικα για φόνο εκ προμελέτης σε ισόβια δεσμά (απόφαση 22-24/93 ΜΟΔ Βόλου), ενώ αργότερα η ποινή του μειώθηκε σε 17 χρόνια και 3 μήνες (απόφαση 59/94 ΜΟΕ Λάρισας).
Αποφυλακίστηκε 7 χρόνια μετά την φυλάκισή του και σήμερα εργάζεται ως προϊστάμενος της Εθνικής τράπεζας σε παράρτημα του Βόλου.
Γιατί αν είσαι μεν δολοφόνος, αλλά φίλος της μαμάς και του μπαμπά του Κ. Μπακογιάννη δεν περνάς την ζωή σου στην φυλακή. Είσαι στέλεχος τράπεζας με λογαριασμό στο twitter ως «φονιάς αριστερών».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Στα τέλη του 1990 τη χώρα κυβερνούσε η Νέα Δημοκρατία, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (παππού του Κ. Μπακογιάννη) και υπουργό Παιδείας τον Βασίλη Κοντογιαννόπουλο. Ο χώρος της Παιδείας βρισκόταν σε αναβρασμό, εξαιτίας της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προωθούσε η κυβέρνηση.
Με το πολυνομοσχέδιο που θα έφερνε στη Βουλή ρυθμίζονταν θέματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (κατάργηση αδικαιολόγητων απουσιών, επιβολή «ομοιόμορφης» ενδυμασίας και «πειθαρχικού ελέγχου» της εξωσχολικής ζωής, επανακαθιέρωση προσευχής, έπαρσης της σημαίας και εκκλησιασμού) και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, περικοπές κοινωνικών παροχών σε φοιτητές κ.ά.). Το 70% των σχολείων βρισκόταν υπό κατάληψη, ενώ καθημερινό φαινόμενο ήταν οι διαδηλώσεις στις μεγάλες πόλεις της χώρας.
Η κατάσταση ήταν έκρυθμη και πολιτικά οξυμένη, με την κυβέρνηση να δέχεται τα πυρά σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Αγανακτισμένοι γονείς και κάποια δυναμικά στελέχη της νεολαίας της Νέας Δημοκρατίας ζητούσαν τον τερματισμό των καταλήψεων, έστω και δια της βίας. Γύρω στις 10:30 μ.μ. της 8ης Ιανουαρίου 1991, μέλη της ΟΝΝΕΔ προσπάθησαν να ανακαταλάβουν το 3ο Γυμνάσιο – Λύκειο Πάτρας. Κατά τη διάρκεια συμπλοκής που επακολούθησε βρέθηκε νεκρός, χτυπημένος με σιδερολοστό στο κεφάλι, ο καθηγητής του σχολείου Νίκος Τεμπονέρας, που είχε προστρέξει να βοηθήσει τους καταληψίες μαθητές του.
Την επομένη, ο Υπουργός Παιδείας Βασίλης Κοντογιαννόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του και θεωρήθηκε από τον Τύπο ως το εξιλαστήριο θύμα της κυβέρνησης για την εκτόνωση της κρίσης. Νωρίτερα, είχε κατηγορηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Τεμπονέρα. Τα επόμενο χρόνια, όταν η υπόθεση είχε καταλαγιάσει, ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ και αναδείχθηκε στέλεχος των κυβερνήσεων Σημίτη. Στη θέση του στο Υπουργείο Παιδείας τοποθετήθηκε ο Γιώργος Σουφλιάς, ο οποίος ανακοίνωσε την απόσυρση όλων των επίμαχων νομοθετημάτων και την έναρξη διαλόγου για την παιδεία «από μηδενική βάση».
Στο αστυνομικό μέρος της υπόθεσης, ως δράστες της δολοφονίας Τεμπονέρα κατηγορήθηκαν ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και δημοτικός σύμβουλος Ιωάννης Καλαμπόκας, και το μέλος της τοπικής ΟΝΝΕΔ Αλέκος Μαραγκός. Συνελήφθησαν και οι δύο και προφυλακίστηκαν.
Στις 10 Ιανουαρίου 1991 πραγματοποιήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα, στο οποίο πήραν μέρος γύρω στα 100.000 άτομα. Ήταν επεισοδιακό και είχε τραγική κατάληξη. Από τις συγκρούσεις ΜΑΤ και διαδηλωτών έπιασε φωτιά το πολυκατάστημα «Κάπα-Μαρούσης» στην Πανεπιστημίου, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο τέσσερις άνθρωποι. Την πυρκαϊά προκάλεσε ένα καπνογόνο που ρίχτηκε από τους αστυνομικούς. Τις επόμενες μέρες η κατάσταση άρχισε να ομαλοποιείται και από την πυροσβεστική πολιτική Σουφλιά. Οι μαθητές ξαναγύρισαν στα μαθήματά τους στις 13 Ιανουαρίου.
Στο δικαστικό μέρος της υπόθεσης Τεμπονέρα, ο Αλέκος Μαραγκός απαλλάχθηκε με βούλευμα για τη δολοφονία του καθηγητή και στο εδώλιο κάθισε ως βασικός αυτουργός ο Ιωάννης Καλαμπόκας. Η δίκη του διάρκεσε σχεδόν ένα χρόνο (22 Ιουνίου 1992 – 9 Μαρτίου 1993) και έγινε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου. Πρωτοδίκως καταδικάσθηκε σε ισόβια για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, χωρίς να του αναγνωρισθεί κανένα ελαφρυντικό.
Λίγους μήνες αργότερα έγινε η δίκη του σε δεύτερο βαθμό (7 Δεκεμβρίου 1993 – 19 Απριλίου 1994) ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Οι δικαστές του αναγνώρισαν ελαφρυντικά και τον καταδίκασαν σε κάθειρξη 17 ετών και τριών μηνών. Το 1996 άσκησε αναίρεση, προκειμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του «βρασμού ψυχικής ορμής», αλλά το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας (1 Οκτωβρίου 1996 – 17 Οκτωβρίου 1996) δεν του αναγνώρισε και διατήρησε την ποινή 17 ετών και τριών μηνών, η οποία αργότερα μειώθηκε κατόπιν νέας επιμέτρησης στα 16 χρόνια και 9 μήνες. Στις 2 Φεβρουαρίου 1998 αφέθηκε ελεύθερος.
Μια ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι ότι η τοπική οργάνωση της ΟΝΝΕΔ στήριξε με θέρμη τον καταδικασθέντα ως δολοφόνο του Ν. Τεμπονέρα. Ενδεικτικές οι φωτό της εποχής και τα δελτία τύπου της ΟΝΝΕΔ υπέρ Καλαμπόκα: