Τόνια Κατερίνη
Μεσάνυχτα, ξημερώνοντας 30 Δεκέμβρη, προπαραμονή Πρωτοχρονιάς.
Το τοπίο απόκοσμο, ψηλά μαρμάρινα κτίρια, και πιο πίσω χαμηλά, στο βάθος, παλιά μονώροφα. Ακόμα πιο πίσω εκείνα τα τριώροφα μπλοκ της προσφυγικής αποκατάστασης, σωσμένα, μνήμη και καταφυγή. Μπροστά αλάνες, κτίσματα υπό κατασκευή εδώ και χρόνια, μεταλλική περίφραξη και προβολείς. Σιγά σιγά μαζεύεται κόσμος και αρχίζει να στέκεται υπομονετικά σε μια ουρά. Αύριο θα χιονίσει. Αναρωτιέσαι τι θα μοιράζουν άραγε νωρίς το πρωί κι ο κόσμος μπήκε σ’ αυτόν τον κόπο. Η ουρά μακραίνει, η νύχτα από τις μεγαλύτερες, αναβοσβήνουν οι καύτρες των τσιγάρων, σιγά σιγά ξημερώνει. Όσοι πρόλαβαν…
Η Μαρία και ο Θανάσης δεν είναι μέσα σ’ αυτούς. Πριν δέκα χρόνια είχαν μια συνηθισμένη μεσοαστική ζωή. Οικογένεια, παιδιά, οι ίδιοι άνθρωποι ικανοί και δραστήριοι με δύο επιχειρήσεις. Βιοτεχνία ο Θανάσης, κατάστημα λιανικής η Μαρία. Δικό τους σπίτι δεν είχαν, έμεναν με ενοίκιο, αλλά είχαν ένα όνειρο, στη σύνταξη να ξαναγυρίσουν στον τόπο καταγωγής τους. Έτσι πήραν ένα δάνειο για να φτιάξουν ένα εξοχικό σπίτι στο χωριό. Ως το 2010 πλήρωναν το δάνειο κανονικά. Από τότε όμως η βιοτεχνία άρχισε να αντιμετωπίζει δυσκολίες: μείωση παραγγελιών, ακριβά υλικά, ακάλυπτες επιταγές πελατών, σε λίγους μήνες η βιοτεχνία χρεοκόπησε.
Δύο χρόνια αργότερα έκλεισε και το κατάστημα και έμειναν μόνο χρέη. Σήμερα το ζευγάρι προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας μικροδουλειές και φιλοξενείται σε συγγενείς. Το σπίτι στο χωριό είναι ό,τι τους έχει απομείνει. Το πλήρωναν με συνέπεια για επτά χρόνια αλλά πλέον αδυνατούν. Καθώς δεν είναι η κύρια κατοικία τους, δεν προστατεύονται από κανένα νόμο και κινδυνεύουν να το χάσουν. Ακόμα κι έτσι θα συνεχίσουν να χρωστούν στην εφορία, στο ΤΕΒΕΕ, ίσως και στην τράπεζα. Η Μαρία και ο Θανάσης θέλουν μια ευκαιρία να ξαναστήσουν τη δουλειά τους. Θέλουν δυο-τρία χρόνια αναστολή της απειλής για να αρχίσουν σιγά-σιγά να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Θέλουν να σώσουν το σπίτι τους γιατί μόνο τότε θα πιστέψουν ότι δεν έχουν χαθεί όλα.
Η Άννα το 2006 έκανε μια δουλειά που της εξασφάλιζε ένα πολύ καλό εισόδημα. Αποφάσισε να αγοράσει ένα διαμέρισμα, παλιό αλλά ωραίο, όπως το ήθελε και σε καλή τιμή και πήρε δάνειο. Ως το 2012 τα κατάφερνε με τις δόσεις. Από τότε δεν κατάφερε να ξαναπληρώσει γιατί το εισόδημά της μειώθηκε στο ένα τρίτο από αυτά που έβγαζε αρχικά. Οι γονείς της Άννας με την φροντίδα των παλιών, να μην έχει πληρώνει το παιδί φόρους, έγραψαν στην Άννα το σπίτι που ζουν στο χωρίο. Σήμερα η Άννα μπορεί ίσως να σώσει το σπίτι της αλλά όχι και το σπίτι των γονιών της. Η Άννα θέλει να έχει το δικαίωμα να πληρώνει μια δόση ανάλογη με το εισόδημά της και να εξασφαλίσει την προστασία και των δύο σπιτιών, αλλά δεν μπορεί…
Η Άντα είναι χωρισμένη και ζει με την κόρη της και το σημερινό σύντροφό της. Πριν οκτώ χρόνια ήταν και οι δυο εργαζόμενοι και αποφάσισαν να πάρουν με δάνειο ένα διαμέρισμα. Σήμερα η Άντα είναι άνεργη και τα τελευταία τρία χρόνια δεν εξυπηρετούν το δάνειο. Με βάση το εισόδημά της θα μπορούσε να έχει μια προστασία της κύριας κατοικίας της αλλά η μικρή, η οποία είναι ανήλικη έχει στο όνομά της ένα μικρό διαμέρισμα, γονική παροχή από τον πατέρα της, από το οποίο εισπράττει ένα ενοίκιο έναντι διατροφής. Έτσι η οικογένεια εμφανίζεται ότι έχει δύο ακίνητα. Για να υπαχθεί σε κάποια ρύθμιση το ένα από τα δύο ακίνητα πρέπει να ρευστοποιηθεί. Η Άντα θα χάσει το σπίτι της γιατί δεν μπορεί και δεν θέλει να χαθεί το σπίτι του παιδιού της. Αυτό που θέλει είναι να βρει μια δουλειά.
Η Ελένη μένει σε δικό της σπίτι. Το 2006 είχε ένα υψηλό για την εποχή εισόδημα. Αποφάσισε να πάρει ένα δάνειο και να χτίσει ένα σπίτι στο χωρίο της, μέρος που έχει περάσει τα παιδικά της χρόνια και αγαπούσε πολύ. Έβαλε και δικά της χρήματα και έχτισε ένα σπίτι που εκείνη τη στιγμή η αξία του ήταν τριπλάσια από το ύψος του δανείου. Μέχρι το 2011 εξυπηρετούσε το δάνειο κανονικά. Από τότε το εισόδημά της έπεσε κατακόρυφα και σταμάτησε να πληρώνει. Η Ελένη θα χάσει το εξοχικό της που είναι δεμένο με τις μνήμες και την ιστορία της. Ζητάει να πληρώνει μια δόση ανάλογη με τα εισοδήματα της και χρόνο να το παλέψει.
Αυτοί οι έξι άνθρωποι για κάποιους είναι απλά στατιστικά δεδομένα. Ωστόσο, τα δεδομένα για αυτούς και χιλιάδες ακόμα ανώνυμους είναι άλλα: Δεν έζησαν πάνω από τις δυνατότητές τους. Δεν έκαναν επιπόλαιες επιλογές. Υπέστησαν τις συνέπειες της κρίσης χωρίς δική τους υπαιτιότητα. Υπήρξαν συνεπείς στις υποχρεώσεις μέχρι εκεί που μπορούσαν. Υπέστησαν τις επιπτώσεις ενός αδηφάγου τραπεζικού συστήματος με αποτέλεσμα να πληρώνουν χρόνια και σήμερα να χρωστούν ακόμα όλο το κεφάλαιο και ίσως και περισσότερο από αυτό. Ακόμα κι αν χάσουν τα σπίτια τους, θα παραμείνουν χρεωμένοι. Και θα παραμείνουν γεμάτοι θλίψη, ενοχή ίσως και οργή.
Αυτοί οι έξι άνθρωποι θέλουν απαντήσεις: Γιατί δεν δημιουργήθηκε ένας δημόσιος φορέας διαχείρισης των οφειλών που θα αντιμετώπιζε τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά με κοινωνική μέριμνα, στη βάση της αξιοπρέπειας και συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα; Γιατί δεν αναζητήθηκαν νέα μοντέλα διαχείρισης των οφειλών με γνώμονα την κάλυψη των πραγματικών κοινωνικών αναγκών; Γιατί δεν δόθηκε χρόνος;
Αυτοί οι έξι άνθρωποι έχουν πολλά κοινά και ένα ακόμα: δεν είναι μόνοι.
Καλή χρονιά.