«Θα πρέπει να σέβεται κανείς την κοινή γνώμη όσο χρειάζεται για να μην πεθάνει της πείνας και για να μην πάει φυλακή. Οτιδήποτε όμως περισσότερο από αυτό είναι εθελοντική υποταγή σε μια περιττή τυραννία και πιθανόν θα παρεμποδίσει την ευτυχία με διάφορους τρόπους.»
~Bertrand Russell
«Τι έγινε, τη γλώσσα σου κατάπιες;»
Ο συνομιλητής σου είναι σφιγμένος με βλέμμα κοφτερό – μα πόσο θράσος έχεις να τον αμφισβητείς;-, στόμα μισάνοιχτο σε έναν μορφασμό έκπληκτης απορίας, μέχρι που μια άγρια ηδονή κατακλύζει όλο του το κορμί· είναι η στιγμή που καταλαβαίνει ότι δεν έχεις το κουράγιο να του απαντήσεις.
Σου μαθαίνουν από μικρό ότι «δεν αντιμιλάνε στους μεγαλύτερους» -πετάει ο γάιδαρος; πετάει.
Συνεπώς οφείλεις να πηγαίνεις με τα νερά του κάθε κουστουμιοφόρου δημογέροντα άνευ όρων, να αποδέχεσαι τυφλά κάθε ξεπερασμένη κοινωνική νόρμα επειδή στην επιβάλλουν οι συγγενείς σου και δε θέλεις να τους στεναχωρήσεις· άσχετα που εκείνοι δεν αντιλαμβάνονται ότι στεναχωριέσαι εσύ ή κι αν το αντιλαμβάνονται το θεωρούν φυσιολογικό μαρτύριο που πρέπει να υποστείς στην προσπάθειά τους να σε διαπαιδαγωγήσουν σωστά για να ταιριάξεις στον κόσμο τους, για να σε κάνουν ίδιο,επειδή αυτό είναι το σωστό.
Όταν απέναντί σου είναι πρόεδρος, παππάς, γιατρός, σε δίδαξαν να νιώθεις υποχρεωμένος να πεις «μα έχετε δίκιο, το αβγό έκανε την κότα κύριε, εγώ είμαι μικρός για να το καταλάβω, ευχαριστώ που μου δίνετε τα φώτα σας», κι ας νιώθεις ότι πνίγεσαι σε ένα βούρκο προκαταλήψεων του 1960, εκεί όπου οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι a priori οι σοφότεροι και το ορθό είναι η γνώμη των πολλών κι εσύ Γαλιλαίε καλά θα έκανες να κοιτάς τη δουλειά σου αντί να φωνάζεις ότι η γη γυρίζει ενώ όλοι οι δογματικοί σου λέγανε ότι δε γυρίζει, ένας ήσουν και ήταν όλοι τους, γίνεται να είχες δίκιο;Τον ρίξαμε στη φυλακή και γλυτώσαμε.
Η ευρεία αποδοχή μίας ιδέας, δεν αποτελεί απόδειξη της ορθότητάς της. Κάθε σκέψη, μέχρι να γίνει αποδεκτή, αρχικά θεωρούνταν αφύσικη.
Είχες κι εσύ τη γνώμη σου, εντελώς διαφορετική, εντελώς δική σου, η οποία έκανε τραμπάλα μπρος-πίσω στη γλώσσα σου,αλλά αποφάσισες να την καταπιείς, αποδίδοντας κάλπικο σεβασμό στον σοφό «μεγαλύτερο», κι έτσι παρέα με την ταυτότητά σου έφτασε αχώνευτη βαθιά στο στομάχι σου και προκάλεσε νεύρωση.
Στον αθλητισμό, όταν λέμε ότι γυρίζει ή καταπίνει τη γλώσσα του ο αθλητής, συνεπάγεται με μία εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση κατά την οποία ο μυς της γλώσσας, λόγω κάποιου δυνατού χτυπήματος νεκρώνει και αναισθητοποιείται, με πιθανό επακόλουθο θάνατο από ασφυξία.
Οι δύο καταστάσεις δεν απέχουν πολύ.
Καταπίνεις τη γλώσσα σου στον αθλητισμό και νεκρώνεται το σώμα σου.
Καταπίνεις τη γλώσσα σου στην καθημερινότητα και νεκρώνεται ο ψυχισμός σου.
Και στις δύο καταστάσεις, είσαι νεκρός.
Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν σε χτύπησε κανείς, εθελούσια κουτουλάς με το κεφάλι στον καθρέφτη και καταπίνεις τη γλώσσα σου, επειδή δεν έχεις το θάρρος της γνώμης σου, ανθρωπάκο.
Γι’αυτό κι εγώ θα σου την κόψω τη γλώσσα – χώρο μονάχα πιάνει μες το στόμα σου- και στην ταφόπλακά σου θα βάλω το όνομα κάποιου άλλου· το όνομα αυτού που μπροστά του έσκυψες το κεφάλι κι άφησες τη γνώμη του να υπερισχύσει ώστε να επηρεάσει τους θεατές, αυτού που άφησες να διαιωνίζει απόψεις που δε μπορείς να συμβαδίσεις μαζί τους.
Ζήσε στον κόσμο λοιπόν που αφήνεις να φτιάχνουν για σένα και μην παραπονεθείς ποτέ. Εσύ φταις ανθρωπάκο.
Όσο όμως καταπίνεις και καταπίνεις και καταπίνεις, ασυναίσθητα, αρχίζεις να το συνηθίζεις, να σ’αρέσει, να το βρίσκεις φυσιολογικό.
Μέχρι τη μέρα που θα ξυπνήσεις για να συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχεις δικές σου ιδέες, είσαι ένα ανομοιογενές συνονθύλευμα προέδρων, παππάδων και γιατρών με μυαλά τσολιάδων της περιόδου της μεταπολίτευσης, ενώ το μόνο που θα θυμίζει τις δικές σου σκέψεις που κατάπινες τόσα χρόνια θα είναι ο πόνος και η νεύρωση στο στομάχι.
Μέχρι τη μέρα που θα πεθάνεις και κανείς δε θα ξέρει ποιος ήσουν.
Επειδή κατάπιες τη γλώσσα σου όταν έπρεπε να μιλήσεις, ανθρωπάκο, και κανείς ποτέ δεν άκουσε τις ιδέες σου για να μαρτυρήσει ότι υπήρχες και δεν ήσουν κάποιος άλλος.
“Δεν υπάρχουν ιδέες – υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες – κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.”
~Νίκος Καζαντζάκης