Ο δικός μας Θανάσης, ο καλός μας άνθρωπος Θανάσης Βέγγος έφυγε από τη ζωή στις 3 Μάη του 2011. Δεν έφυγε ποτέ απ’ τις καρδιές μας.
«Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα, όμως, σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί»…
Ένα κουπί που ο Θανάσης Βέγγος κράτησε στα χέρια του μόλις από τα άγουρα χρόνια της παιδικής ηλικίας και πάλεψε ―ένας αληθινός μαχητής― με πολλές φουρτουνιασμένες θάλασσες, πάντα με εντιμότητα, αξιοπρέπεια και περηφάνια, αντικρίζοντας κατάματα την πολυκύμαντη ζωή του και τιμώντας όσο λίγοι την τέχνη του.
Γεννήθηκε στις 29 Μάη του 1927 στο Νέο Φάληρο και ήταν το μοναχοπαίδι μιας οικογένειας βιοπαλαιστών. Ο πατέρας του Βασίλης Βέγγος ήταν τεχνικός στην Ηλεκτρική (εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος) στον Πειραιά και οργανωμένος στην Αντίσταση. Συμμετείχε στη Μάχη της Ηλεκτρικής μέσα από το τμήμα του ΕΛΑΣ που απέτρεψε την ανατίναξη του εργοστασίου από τους Γερμανούς και η πατρίδα τον αντάμειψε απολύοντάς τον από τη δουλειά του ως κομμουνιστή.
Οι μέρες που ακολουθούν γίνονται ακόμα πιο δύσκολες. Ο μικρός Θανάσης ρίχνεται στη βιοπάλη για να βοηθήσει την οικογένειά του κάνοντας διάφορες δουλειές μέχρι που κατατάσσεται στο στρατό. «Χαρακτηρισμένος» λόγω του πατέρα του και έχοντας συμμετοχή ο ίδιος στην ΕΠΟΝ στα χρόνια της Κατοχής, υπηρετεί τη θητεία του ως κρατούμενος στο κολαστήριο της Μακρονήσου.
«Έφεραν τον Θανάση Βέγγο στη Μακρόνησο τον Μάρτη του 1949. Ήταν νευρικός, αεικίνητος, αγχώδης με όλα. Ήταν όμως και καρτερικός και βοηθούσε. Το λιγότερο που φοβήθηκε ήταν η Μακρόνησος. Πιο πολύ φοβόταν τη σκόνη, όχι τα μικρόβια. Στα μακαρόνια μέσα έκοβε ένα κρεμμύδι κι έτρωγε ό,τι περίσσευε από την καραβάνα του άλλου χωρίς να σιχαίνεται. Αλλά δεν μπορούσε να ανεχτεί τη σκόνη. Και την αταξία. Έτυχε να κοιμόμαστε στο ίδιο τσαντίρι. Το καλοκαίρι έκανε αφόρητη ζέστη, οι σκηνές πύρωναν κι έτσι ανεβάζαμε τα πλαϊνά παραπέτα να μπει λίγος αέρας. Μαζί με τον αέρα όμως έμπαινε και σκόνη. Ο Θανάσης δεν μπορούσε να την υποφέρει. Μόλις γλαρώναμε, πήγαινε και τα ‘κλεινε.
(…)Ο Βέγγος ήταν όπως είναι και τώρα. Μανιώδης με την καθαριότητα, δεν είχαμε νερό να πιούμε κι αυτός κοίταζε πώς να ξεσκονίσει και να γυρίσει τις τσέπες του ανάποδα μην έχουν μέσα χνούδι. Εννοείται τσέπες αμεταχείριστες, παρθένες, γιατί δεν είχαμε δα να βάλουμε κάτι μέσα. Όταν ήρθε ο Θανάσης, ο Γιάννης Γκούμας μου είπε πως είχε έρθει ένα γειτονάκι του που είχε μεγάλη πλάκα. Πρόσθεσε ακόμα ότι ο Θανάσης ήθελε να γίνει ηθοποιός και πως έπρεπε να του βρίσκουμε ψωμί γιατί δεν χόρταινε με τίποτα. Κι έτσι ό,τι περίσσευε από του καθενός την κουραμάνα το δίναμε στον Βέγγο. Ο οποίος ήταν όπως και τώρα αεικίνητος, πρωταθλητής ανώμαλου δρόμου στη Μακρόνησο, έκανε το νησί πάνω κάτω τρέχοντας. Δεν κάπνιζε κιόλας όπως οι περισσότεροι από μας.
[Χρήστου Σιάφκου “ΤΑΣΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ – ΣΚΗΝΙΚΟ ΖΩΗΣ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ”, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009. Περισσότερα εδώ: Η Μακρόνησος του Θανάση Βέγγου]
Στη Μακρόνησο ο Βέγγος γνωρίζεται με τον επίσης εξόριστο Νίκο Κούνδουρο και μεταξύ τους αναπτύσσεται βαθιά φιλία. Εκεί, με τη συμμετοχή του επίσης εξόριστου φίλου τους σκηνογράφου Τάσου Ζωγράφου στήνουν μικρές θεατρικές παραστάσεις για τους συναδέλφους τους και καταστρώνουν σχέδια για το μέλλον. Ο Κούνδουρος σχεδίαζε να γυρίσει μια ταινία για τον Άρη Βελουχιώτη και προόριζε τον Θανάση Βέγγο για έναν ρόλο. Στη συνέχεια τα σχέδιά του για την ταινία άλλαξαν, όχι όμως και η πίστη του στο ταλέντο του φίλου του.
―Κυρ Αντώνη μου… Κυρ Αντώνη μου!! Κι εγώ σε νόμιζα μαύρονε και σε φυλαγόμουνα…
―Κι εσύ αριστερός;;;;
―Από τους πιο λυσσασμένους!!
―Ααααπα… λαγό που έβγαλε η μουστάκα!!…
Ο πρώτος κινηματογραφικός ρόλος του Θανάση Βέγγου θα είναι στη Μαγική Πόλη. Θα πει ο ίδιος σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του: «Αν δεν συναντιόμασταν στον Στρατό με τον Νίκο Κούνδουρο, δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης ούτε Βέγγος. Δούλευα σε ένα πατάρι τα δέρματα. (…) Ετσι, όταν ήρθε να με βρει, δεν είχα καμία διάθεση πια και αρνήθηκα. Η επιμονή του όμως ήταν τέτοια που στο τέλος με κατάφερε. Γυρίστηκε η “Μαγική πόλη” και βρέθηκα μέσα σε έναν καινούργιο κόσμο, που ταυτόχρονα αποτελούσε λύση στο οικονομικό μου πρόβλημα. Επαιζα τρίτους ρόλους και δούλευα σαν φροντιστής για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή είναι η αρχή. Χειρότερες μέρες δεν θυμάμαι στη ζωή μου». Στη Μαγική Πόλη ο Βέγγος δείχνει στοιχεία από το ―ακατέργαστο ακόμα― ταλέντο του. Εκεί όμως που θα ξεχωρίσει με την ερμηνεία του είναι στο Δράκο, την επόμενη ταινία του Κούνδουρου.
«Τέσσερα χρόνια στο Μακρονήσι μας πλούτισαν τον νου και την ψυχή με ανεκτίμητα δώρα. Από τα πρώτα-πρώτα δώρα ήταν εκείνη η αίσθηση της αδικίας. Και επίσης από τα πρώτα δώρα ήταν η νοσταλγία για μια δημοκρατία που δεν γευτήκαμε. Και αυτό ακόμη περισσότερο:τον πόθο για μια ζωή χωρίς αστυφύλακες, χωρίς γραφεία ανακριτών, χωρίς τη βία και χωρίς την απαξίωση ενός έθνους. Γιατί σε όλη σου τη ζωή υπερασπίστηκες το δικαίωμά σου να είσαι άνθρωπος.
Υπερασπίστηκες στις ταινίες σου και με την παρουσία σου το δικαίωμά σου να μιλάς, υπερασπίστηκες τη φτώχεια της μάνας σου και την απελπισία της φαμίλιας σου. Την απελπισία ενός ολόκληρου λαού επίσης. Υπερασπίστηκες το δικαίωμά σου για τη δημοκρατία που μας στερήσανε. Ησουν ξεκάθαρος σαν κρύσταλλο, είπες τα σύκα σύκα και τα μήλα-μήλα. Ησουν μια λαϊκή φωνή που γέμισε ανακούφιση και ένα είδος ευδαιμονίας που ήταν δικό σου προνόμιο».
[Νίκος Κούνδουρος, Το Βήμα (8/5/2011)]
Ο Βέγγος δεν πήγε ποτέ σε δραματική σχολή. Όταν κάποτε χρειάστηκε να παίξει στο θέατρο απαιτούνταν άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού και δεν είχε. Αναγκάστηκε να δώσει τρεις φορές εξετάσεις στην επιτροπή εξαιρετικών ταλέντων που είχε διευθυντή τον μεγάλο ηθοποιό Θάνο Κωτσόπουλο, για να καταφέρει τελικά ―δύσκολα― να πάρει την άδεια. Έπαιξε και διακρίθηκε στο θέατρο, όμως στο λαό έγινε γνωστός και αγαπήθηκε μέσα από τον κινηματογράφο.
Στα χρόνια της Χούντας ο Μίνως Βολανάκης έρχεται στην Ελλάδα και μαθαίνει από τον Κούνδουρο για τον Βέγγο. Του προτείνει να παίξει σε μια παράσταση του Αριστοφάνη που ετοιμάζει και ο Βέγγος αρνείται με σεμνότητα λέγοντας «τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά; Αυτά είναι για τους ανθρώπους της κουλτούρας».
Στο κινηματογραφικό πλατό ο Βέγγος ένιωθε στο στοιχείο του. Στη μεγάλη πάνινη οθόνη απόθεσε ένα ένα τα κομμάτια του μοναδικού ταλέντου και του σπάνιου χαρακτήρα που συνέθεταν τον «Θανάση», τον ρόλο που τον σημάδεψε και θα τον ακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο λαός αγάπησε τον Θανάση βλέποντας στο πρόσωπό του τα προτερήματα και τα κουσούρια του νεοέλληνα, τις αγωνίες και το μόχθο του, την υπομονή και την αντοχή στις κατραπακιές της ζωής, την αντίθεση απέναντι στο άδικο και στην εκμετάλλευση, αλλά και τα όνειρά του για «πιο γαλανό ουρανό». Θα μπορούσε άραγε να γίνει διαφορετικά; Ο Θανάσης ήταν παιδί του λαού, σάρκα από τη σάρκα του. Αγάπησε και αγαπήθηκε από το λαό όσο λίγοι.
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν υπόδειγμα ευσυνείδητου και συνεπούς επαγγελματία. Σεβόταν τους ανθρώπους του σιναφιού του και ―κυρίως αυτόν― τον θεατή. Έμπαινε στο πετσί του ρόλου του αψηφώντας το τίμημα. Απαιτούσε πάντα όλα να γυρίζονται φυσικά, ρεαλιστικά, και αρνιόταν να τον ντουμπλάρουν ακόμα και όταν ένα γύρισμα εγκυμονούσε κινδύνους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τραυματίστηκε (ακόμα και με κατάγματα), στη διάρκεια των γυρισμάτων μιας ταινίας. Δε λογάριαζε έξοδα, ούτε την ταλαιπωρία και τον πόνο (σωματικό μα και ψυχικό) μέχρι να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
«Λοιπόν αυτή η ταινία ήταν ο «ΗΛΙΑΣ ΤΟΥ 16ου» μ’ εμένα και το ΘΑΝΑΣΗ ΒΕΓΓΟ. Σκηνοθέτη είχαμε τον ΑΛΕΚΟ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟ και οπερατέρ το φίλο μου ΝΤΙΝΟ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗ. Θυμάμαι σ’ αυτήν την ταινία τα βάσανα που πέρασε ο Θανάσης Βέγγος εξαιτίας μιας σκηνής, του έργου που έπρεπε να «φάει» ένα χαστούκι. (…) είναι προς τιμή του, και παράδειγμα για τους νεότερους ηθοποιούς, που νομίζουν ότι η επιτυχία είναι εύκολη υπόθεση. (…) Ήταν η σκηνή που εγώ έπαιζα ένα ψευτοαστυφύλακα και ο Βέγγος ένα φουκαριάρη κακοποιό. Ήταν η σκηνή που έβγαλε το περισσότερο γέλιο αλλά και αυτή που ταλαιπώρησε το μεγάλο μας ηθοποιό Θανάση Βέγγο. Όπου λες, αρπάζω απ’ το γιακά το Βέγγο, και τον αρχίζω στα χαστούκια! (έτσι έλεγε το σενάριο). Λοιπόν το πρόβλημα άρχισε, όταν έπεσε το πρώτο χαστούκι. Τότε ο Βέγγος απ’ τη δύναμη, έφυγε από τη Μηχανή. Αρχίσαμε ξανά. Πάλι έφυγε απ’ τη Μηχανή. Φαπ! Μανούλα! Κι άντε απ’ την αρχή. Φαπ! Μανούλα.
Περιμένει κάθε λίγο και λιγάκι μετά απ’ το χαστούκι, όλο το συνεργείο και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ, πότε θα συνέλθει ο Θανάσης από το χαστούκι. Φαίνεται υπερβολικό, αλλά έτσι ήταν. Με τη συναίνεση του Θανάση Βέγγου, έπρεπε τα χαστούκια να είναι αληθινά.
Εν τω μεταξύ, η ώρα πέρναγε και η σκηνή δεν τελείωνε. Άσε που αρχίσαμε να μακιγιάρουμε το Θανάση, γιατί το μάγουλό του είχε κατακοκκινήσει από τα χαστούκια. Δεν θα το πιστέψετε αλλά έτσι «φάγαμε» ολόκληρη μέρα. Επιτέλους ένα απ τα περιβόητα χαστούκια ήταν πετυχημένο. Κι έτσι ανάσανε λυτρωτικά ο Θανάσης Βέγγος».[Κώστας Χατζηχρήστος, στο βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου «Ο Χατζηχρήστος τα λέει… όλα!», εκδόσεις Σμπίλιας, 1991]
Ο Βέγγος δεν έμπαινε σε σκηνοθετικά καλούπια, όχι από βεντετισμό, αλλά επειδή δεν χωρούσε σε αυτά. Δεν ήθελε να τον εκμεταλλεύονται υπό καμία έννοια. Προτιμούσε να εκμεταλλεύεται ο ίδιος, μόνος του, τον εαυτό του… Έγινε σκηνοθέτης και παραγωγός των ταινιών του και αυτό του κόστισε πολλές φορές υλικά και σε ψυχική υγεία. Όπως και στην προσωπική του ζωή ήταν τελειομανής, έδειχνε μεγάλη σημασία στην ευταξία, προσέχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Η ευσυνειδησία, η καλή του καρδιά, η ευαισθησία και το φιλότιμό του, δεν τον άφησαν να «τα κονομήσει». Ο Βέγγος είχε διαφορετική θεώρηση για την «επιτυχία» από τους περισσότερους συναδέλφους του.
Όπως αφηγείται ο Τάσος Ζωγράφος στο βιβλίο του: «Είναι μαγική η αγάπη του για τον άνθρωπο και η παντελής έλλειψη αίσθησής του για το χρήμα. Έχασε πολλά εκατομμύρια στη ζωή του. Σήμερα θα έπρεπε να έχει δέκα πολυκατοικίες. Γιατί οι ταινίες του δούλευαν καλά αλλά δεν εισέπραττε ποτέ αφού πουλούσε συνεχώς πόντους (σ.σ. ποσοστά τοις εκατό επί των κερδών) για να τις κάνει όπως ακριβώς ήθελε. Στο τέλος έμενε μόνο με τα σκηνοθετικά του. Ούτε καν με την αμοιβή του ηθοποιού. Η λεπτομέρεια και όλα τα γκαγκς κόστιζαν (…) Ή, ας πούμε, παντρευόταν ένας δεύτερος ηλεκτρολόγος και του έκανε δυο πόντους δώρο».
«Να ξέρατε με τι ευγένεια και τακτ συμπεριφερόταν πάντα! Στη Μακρόνησο, όταν ήταν εξόριστος, είχε συμπαρασταθεί σε πολλούς, όπως στον Κατράμπα, έναν παραγωγό που εγώ έκανα μαζί του τη “Στέλλα”. Απ’ όσο ξέρω, έπαιξε δωρεάν και στις ταινίες του. Μία φορά είδα τον Θανάση θυμωμένο. Οταν γυρίζαμε μια ταινία, τη “Μυρτιά”, εμπνευσμένη από ένα τραγούδι που μας είχε προσφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης. Ηταν μαζί μας και η Γκέλυ Μαυροπούλου. Κάποιος μας έφερε ζωντανά περιστέρια κι άρχισε να τα σκοτώνει μπροστά στα μάτια μας. Πετάχτηκε ο Θανάσης, τον έπιασε από τον γιακά και τον σήκωσε ψηλά με το ένα χέρι αυτόν τον άντρακλα! Του φώναξε “κάθαρμα, εγώ πηγαίνω και ταΐζω τα ζωντανά κι ήρθες να τα σκοτώσεις, εγκληματία!”.
Είδαμε και πάθαμε να τον γλιτώσουμε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο τρυφερός και ευαίσθητος είναι! Να φανταστείτε, μου έλεγε: “Κώστα μου, έκανα οικονομία και δεν έμαθα το τσιγάρο για να μπορώ να αγοράζω τσιγάρα για τον πατέρα μου, που ήταν φτωχός. Και τώρα που έπιασα λεφτά δεν ζει για να του προσφέρω λίγο καλύτερη ζωή. Δεν του πήγαινα τόσα τσιγάρα όσα έπρεπε”. Γι’ αυτό σας λέω, αυτός ο άνθρωπος δεν προσέφερε Τέχνη αλλά το αντίδωρο ενός πολιτισμένου ανθρώπου και μέσα στη δουλειά του και στην οικογένειά του. Οσο για τις αγαθοεργίες, πραγματικά, ο Βέγγος θα τις έκανε ανωνύμως και κρυφίως. Μυστικά πάντοτε θα έκανε κάτι τέτοιο. Δεν θα έφερνε ποτέ σε δύσκολη θέση τον ευεργετηθέντα».
[Κώστας Κακαβάς, ηθοποιός και φίλος του Θ. Βέγγου. (Εφημ. Espresso, 13/11/2009)]
Η στα όρια της εμμονής αδυναμία του με την καθαριότητα και την ευταξία από το αντίσκηνο της Μακρονήσου τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή: «Δεν είμαι σωστός καλλιτέχνης. Δεν είμαι δηλαδή επαγγελματίας ηθοποιός. Καθαρά και ξάστερα. Είμαι ερασιτέχνης. Ενας ερασιτέχνης που είναι παθιασμένος με τη δουλειά του. Είμαι ένας άνθρωπος που δίνεται ολόκληρος σε αυτό που κάνει. Και πάθος για την τελειότητα. Την τελειότητα που πολλές φορές δεν χρειάζεται… Δεν χρειάζεται να ξεσκονίζω το ντεκόρ πριν από το γύρισμα ενός πλάνου. Εγώ το ξεσκονίζω. Κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο να ξεσκονίσει τις Θερμοπύλες. Ναι, μα τον Θεό. Ξεσκονίσαμε τις Θερμοπύλες».
Ο ίδιος δεν πίστευε ότι είχε σπουδαίο ταλέντο. Υποστήριζε ότι είχε απλά το χάρισμα να μπορεί να κάνει τους άλλους να γελούν. Με την καθοδήγηση του Ντίνου Κατσουρίδη μπόρεσε να ξεδιπλώσει το μεγαλείο του ταλέντου του και να αναδείξει το τραγικό μέσα από τους κωμικούς ρόλους του, δημιουργώντας μοναδικά συναισθήματα συγκίνησης στον θεατή. Οι ταινίες του Κατσουρίδη ήταν αυτές που «αποκάλυψαν» τον «Θανάση» που όλοι αγαπήσαμε.
Ο Βέγγος, με την καλλιτεχνική του πορεία και τον τρόπο ζωής του που καθόριζε μια θεώρηση «διαφορετική» και «μακρινή» για τους περισσότερους, έχτισε το μύθο του και τον διατήρησε ατόφιο μέχρι το τέλος. Ήταν τόσο αυθεντικός και αληθινά μεγάλος για να χωρέσει στα «ρεύματα» και τα «είδη» της τέχνης του. Με τη διαδρομή του έμοιαζε σα να ξεπήδησε από μια αρχαία παράσταση, να διέσχισε με το νευρικό του βηματισμό τους αιώνες συγκεντρώνοντας όλα εκείνα τα στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού και τις μνήμες που συνθέτουν το παρόν και φωτίζουν το μέλλον μας. Αυτά τα στοιχεία, με ευγένεια και σεμνότητα, με γλυκύτητα και τρυφερότητα, με σεβασμό και αγάπη, έβγαλε από το δισάκι του και μάς τα πρόσφερε, τέρποντας τις αισθήσεις και παιδεύοντας την ψυχή μας.
«Ο αρχαίος Έλληνας είναι ωραίος, αθλητικός, με νου και σώμα υγιές. Ο διαχρονικός Έλληνας είναι κι αυτός ωραίος, σαν Έλληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, σαν τον Σίμωνα Μπολιβάρ. Ο Νεοέλληνας πώς είναι; Σαν το Θανάση Βέγγο, σκονισμένος. Κάτι ψάχνει αυτός ο άνθρωπος, επίμονα κάτω απ’ τη σκόνη, με την ιστορική βοή να ηχεί στα αυτιά του εφιαλτικά…»
[Γιάννης Σολδάτος, «Ένας άνθρωπος παντός καιρού»]
Αεικίνητος μέχρι το τέλος, πάντα «στην τσίτα», όπως έλεγε, ασυμβίβαστος εχθρός της στασιμότητας και της συνήθειας, ο Βέγγος απεχθανόταν τα φώτα της δημοσιότητας και τις πολλές συναναστροφές. «Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος. (…) δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους αν δεν μου εμπνέουν εμπιστοσύνη».
Τα μόνα φώτα που άφηνε να τον φωτίσουν ήταν του πλατό ή της σκηνής. Δεν έπαιξε ποτέ στο παιχνίδι της δημοσιότητας, της «σόουμπιζ», δεν έδινε συνεντεύξεις παρά ελάχιστες φορές. Δεν ήθελε να μιλάει για τον εαυτό του. Αυτός ο Βέγγος, ο απόμακρος και αθέατος (όταν δεν δημιουργούσε), ήταν πάντα ο αγαπημένος Θανάσης του λαού. «Κάποιο βράδυ με πλησιάζει έξω από το σινεμά ένας γέρος. “Καλέ μου άνθρωπε”, μου λέει, “είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω από το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες”. Αυτό το “καλέ μου άνθρωπε” έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση. Ετσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στον χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στο σινεμά κ.α.».
«Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω ταλέντο κανένα, μόνο αυτή τη φάτσα που, κοίταξέ την, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα».*
* Τα αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του Θ. Βέγγου δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Το Βήμα (8/5/2011)
Πηγή:atexnos.gr