Tου Περικλή Κοροβέση
Το 1987, η Μάργκαρετ Θάτσερ, ήδη οκτώ χρόνια στην εξουσία, σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό «Woman’s own», εξηγούσε τη φιλοσοφία της όπως την είχε πραγματώσει στο κυβερνητικό της έργο.
«Τι είναι η κοινωνία; Δεν υπάρχει. Υπάρχουν άντρες, γυναίκες και οικογένειες. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτούς. Αυτό είναι έργο δικό τους». Και λιγάκι πιο κάτω εξηγούσε γιατί διέλυσε το κράτος πρόνοιας.
«Ερχεται ο άλλος και σου λέει: “Και σε τι μου χρησιμεύει να εργαστώ; Τα ίδια παίρνω από το ταμείο ανεργίας”. Δηλαδή η κοινωνία αποτελείται από μεμονωμένα άτομα. Επιβιώνουν αυτοί που το αξίζουν και οι άλλοι είναι άξιοι της τύχης τους». Η γυναίκα που εφάρμοσε πρώτη στην Ευρώπη το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού (μετά τον δικτάτορα Πινοσέτ και τον Ρίγκαν) είναι αξιοθαύμαστη για τον κυνισμό της.
Το λέει ορθά-κοφτά. Τα καλύτερα άτομα, δηλαδή η οικονομική και τραπεζιτική ελίτ, έχουν όλα τα δικαιώματα και μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Αν δεν μπορέσατε τώρα, εσείς οι υπόλοιποι, να γίνετε βιομήχανοι και χρηματιστές, είναι απόδειξη της ανικανότητάς σας.
Με μια πιο προσεκτική ανάγνωση αυτής της σκέψης, που εδώ που τα λέμε είναι διάχυτη και σε εμάς με τον λαϊκό αφορισμό «Οποιος θέλει δουλειά βρίσκει», είναι η προσαρμογή της θεωρίας των ανώτερων και κατώτερων φυλών στο δόγμα του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού.
Οι ανισότητες που υπάρχουν σήμερα σε όλον τον κόσμο, ακόμα και στον ανεπτυγμένο, δεν μπορούν να εξηγηθούν χωρίς αυτό το ναζιστικό θεωρητικό υπόβαθρο. Χωρίς να ταυτίζουμε ναζισμό και νεοφιλελευθερισμό, είναι δύο θεωρίες εξουσίας που έχουν τον ίδιο στόχο: τον εξοβελισμό των πολλών που ακούει στο ευγενικό όνομα λιτότητα.
Αντί να τα λένε προγράμματα καραμπινάτης φτώχειας και εξαθλίωσης, αλλάζουν το πραγματικό τους όνομα και το ξίδι το λένε γλυκάδι. Το 1979 που πήρε την εξουσία η Θάτσερ, η Ευρώπη έβλεπε τα πειράματά της σαν ακόμα μια παραξενιά των Εγγλέζων.
Ο Τσόρτσιλ μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου είχε δηλώσει πως «θέλουμε μια Ενωμένη Ευρώπη, αλλά εμείς δεν είμαστε Ευρωπαίοι». Προφανώς είχε στο μυαλό του τη Βρετανική Αυτοκρατορία που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’20 είχε κατακτήσει το 20% του πλανήτη.
Αλλά και ο Ντε Γκολ δεν ήθελε την Αγγλία στην Ευρώπη και είχε θέσει εγκαίρως το ερώτημα: «Η Αγγλία θα μπει στην Ευρώπη για να τη χτίσει ή για να την καταστρέψει;». Και έπεσε διάνα.
Το Brexit ήταν το πρώτο βήμα για τη διάλυση αυτής της Ε.Ε. Αλλά κανείς δεν περίμενε πως οι ιδέες της Θάτσερ θα γίνονταν η επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Να σημειώσουμε πως την ημέρα του θανάτου της Θάτσερ, οι κάτοικοι του Ηνωμένου Βασιλείου βγήκαν στους δρόμους και πανηγύριζαν. Εκεί δεν ισχύει το δικό μας «ο αποθανών δεδικαίωται».
Η πολιτική της Θάτσερ μέσω των μνημονίων εφαρμόζεται και στα καθ’ ημάς. Δεν είναι μόνο η οικονομία που καταστρέφεται. Είναι και η διάλυση των κοινωνικών θεσμών. Ζούμε μια καταστροφή που κάθε μέρα κερδίζει έδαφος χωρίς να υπάρχει στον ορίζοντα ορατό σημείο ανάκαμψης ή επιστροφής των κεκτημένων.
Η κατάθλιψη γίνεται εθνική μας συνείδηση και η μοναξιά απόδειξη της κατεστραμμένης κοινωνίας. Κι όπως πάμε δεν θα αργήσει η μέρα που οι ήδη υπολειτουργούντες θεσμοί θα μπουν σε πορεία μαραζώματος για να δοθούν βορά σε σαρκοφάγους επενδυτές.
Μια άλλη επίπτωση που είχε ο θατσερισμός με το δόγμα «ο καθένας για πάρτη του» ήταν η άνοδος της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας. Αυτό ήδη το διαπιστώνουμε και στην Ελλάδα. Ολοι στον περίγυρό τους έχουν κάτι να μαρτυρήσουν για μικροκλοπές στον δρόμο ή στις δημόσιες συγκοινωνίες ή ακόμα διαρρήξεις σε σπίτια. Από αυτές ένα υψηλό ποσοστό παραμένει ανεξιχνίαστο. Και αυτό σημαίνει πως ο κλέφτης, αν δεν είναι σεσημασμένος, έχει λίγες πιθανότητες να συλληφθεί.
Πράγμα που σημαίνει πως αυτό το επάγγελμα έχει μια σχετική ασυλία. Οπως μας έχουν δείξει οι κοινωνιολογικές μελέτες, οι παραβατικές πράξεις είναι η επιχειρηματικότητα των φτωχών. Δεν είχαν κι άλλη δουλειά να κάνουν και μπορεί κανείς να τους εντάξει στους αυτοαπασχολούμενους, κάτι που είναι τελείως συμβατό με το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού. Και αν κάποιοι από αυτούς προκόψουν και φτάσουν ψηλά, μπορεί να γίνουν και βαρόνοι στα ΜΜΕ.
Περιττό να πούμε πως σε αυτή τη μεθοδευμένη λαίλαπα, που φέρνει το ένα μνημόνιο πίσω από το άλλο, υπάρχουν αντιστάσεις, υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις, υπάρχουν και βιβλία που αναλύουν τη σύγχρονη πραγματικότητα και που θα μπορούσαν να ήταν στέρεες βάσεις για κοινωνική δράση. Αλλά δεν φτάνουν ποτέ σε αυτό που λέμε ευρύ κοινό.
Αυτό είναι προνόμιο της τηλεόρασης, που είναι ταυτόχρονα και ευαγγελιστής και χωροφύλακας, διαμορφώνοντας τη σκέψη μας και προκαλώντας ανήκεστο βλάβη. Λίγοι ξεφεύγουν από αυτή την παγίδα. Αλλά είναι οι μόνοι που μπορούν να κάνουν κάτι. Εχουν άλλη ματιά στα πράγματα. Αυτούς χρειαζόμαστε.