Η ζωή είναι η ανάμνηση της ανάμνησης ενός ονείρου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έχει ένα υπέροχο φεγγάρι απόψε.
Αλλά δεν έκατσα να γράψω γι’ αυτό. Έκατσα να γράψω για τον άνθρωπο που έχασε το φεγγάρι.
(Τι παράξενο λάθος! Για τον άνθρωπο που έχασε το φανάρι ήθελα να πω.)
~~{}~~
Είμαι μέσα στο αυτοκίνητο, σταματημένος στο κόκκινο. Καθώς αλλάζει το φανάρι και ξεκινάμε βλέπω έναν άνθρωπο, έναν νέο, που τρέχει να περάσει πριν ξεκινήσουμε.Καταλαβαίνει ότι δεν πρόλαβε και σταματάει στην άκρη του πεζοδρομίου απογοητευμένος, κάνοντας μια κίνηση με τα χέρια του και με ολόκληρο το σώμα, μια κίνηση που ακούγεται σαν “όχι, ρε γαμώτο!”
Η Νέλλη δίπλα μου γελάει. Το ίδιο κι εγώ. Κοιτιόμαστε. Έχουμε σκεφτεί το ίδιο πράγμα: “Τι χολοσκάς; Σιγά την απώλεια. Θα περάσεις δύο λεπτά αργότερα.”
~~{}~~
Αυτός ο νέος θα μπορούσε να είναι ο Μαρσέλ Μαρσό της “ανούσιας αγωνίας”.
Καθώς ζούμε εστιάζουμε την προσοχή μας και αγωνιούμε για πράγματα που είναι άνευ ουσίας. Αλλά εκείνη τη στιγμή μας φαίνονται τόσο σημαντικά, σαν να εξαρτάται όλο μας το είναι από αυτά.
Το παγωτό που σου έπεσε από το χέρι.
Το σπυράκι στο μέτωπο τη μέρα του πρώτου ραντεβού.
Ένα φάλτσο στην κιθάρα την ώρα της συναυλίας.
Το μάθημα που έχασες στο πρώτο εξάμηνο.
Η βροχή τη μέρα του γάμου σου.
Το παιδί σου που άργησε στο σχολείο.
Το γκαζάκι που τέλειωσε λίγο πριν φουσκώσει ο καφές.
Η ζυγαριά που δείχνει δύο κιλά παραπάνω.
Μια κουβέντα που σου είπε κάποιος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσες φίλο σου.
~~{}~~
Είναι αυτά τα πράγματα που φαίνονται να έχουν αξία εκείνη τη στιγμή -λες και η Γη σταματάει να γυρνάει όταν τελειώνει το γκαζάκι του καφέ.
Αλλά μπορεί και τα άλλα, τα πιο μεγάλα, να μην έχουν σημασία τελικά.
Τελικά;
Αναρωτιέμαι, όταν κάποτε θα φτάσουμε στο τέλος, στο τέλος μας ως άνθρωποι, και κοιτάξουμε πίσω, τι θα είναι αυτό που θα έχει σημασία;
Ενώ βρίσκομαι στου δρόμου τα μισά, αντιλαμβάνομαι ότι όλος αυτός ο δρόμος, όλα όσα πέρασαν, δεν είναι τίποτα άλλο από ανάμνηση. Ένα φάντασμα μέσα στον εγκέφαλο μου, τίποτα παραπάνω.
Τίποτα δεν με βεβαιώνει ότι στ’ αλήθεια τα έζησα αυτά τα σχεδόν σαράντα χρόνια.
~~{}~~
“Όταν θα πεθαίνουμε”, σκεφτόμουν το βράδυ που είδα τον άνθρωπο να χάνει το… φεγγάρι, “θα καταλάβουμε πως ό,τι ζήσαμε ήταν σκιές. Και κάτι λιγότερο, ένα όνειρο, σαν να μην πρόκειται να “κοιμηθούμε”, αλλά να ξυπνήσουμε”
Σκιάς όναρ άνθρωπος.
Την επομένη, στο Τρίτο Πρόγραμμα, άκουσα έναν ποιητή να διαβάζει κάποιο ποίημα του, ένα χρόνο πριν πεθάνει.
Κι έλεγε: “Η ζωή είναι η ανάμνηση της ανάμνησης ενός ονείρου”.
~~{}~~
Οι ποιητές, όλοι οι ποιητές, είναι καταραμένοι. Δεν ξεχνάνε ποτέ ότι θα πεθάνουν.
Δεν μπορεί να τους ξεγελάσει ένα φανάρι ή μια κουβέντα ή ένα γκαζάκι. Ούτε καν μια επανάσταση.
~~{}~~
“Όσο κι αν κανείς προσέχει, όσο κι αν το κυνηγά, πάντα θα είναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει”.
Σε τι ηλικία, άραγε, έγραψε ο Ελύτης αυτούς τους στίχους; Στου δρόμου τα μισά; Κι όταν πέθανε, στο τέλος του δρόμου, άραγε τι να σκεφτόταν; Ότι είχε δίκιο, ότι πράγματι πάντα είναι αργά;
Ή μήπως, εκείνη την τελευταία στιγμή, θυμήθηκε ότι κάποτε είχε δει ένα υπέροχο φεγγάρι;
Μήπως θυμήθηκε έναν φίλο, ένα κορίτσι, ένα μπουκάλι κρασί με παρέα, τον ήλιο στο Αιγαίο μια μέρα του Αυγούστου;
Και μετά; Όταν έκλεισε τα μάτια όλα αυτά χάθηκαν;
~~{}~~
Οι άνθρωποι ζουν χωρίς να σκέφτονται.
Χωρίς να σταματάνε στο φανάρι για να κοιτάξουν γύρω ή μέσα τους.
~~{}~~
Πως θα ήταν μια υπαρξιακή πανδημία;
Όλοι εμείς που τρέχουμε κάτι να προλάβουμε, όλοι αυτοί που τρέχουν κάποιον να σκοτώσουν, όλοι, να στέκονταν ακίνητοι στην άκρη του πεζοδρομίου, στη μέση του δρόμου, στην ουρά του ΑΤΜ, πίσω από το γραφείο τους, στη διαδήλωση, στο μέτωπο, στο σούπερ-μάρκετ, και να αναρωτιόντουσαν ποιο είναι το νόημα της ζωής.
Θα βλέπαμε κάποιους να αφήνουν τις σακούλες με τα ψώνια και να βγαίνουν έξω κοιτώντας αφηρημένα το κενό;
Θα βλέπαμε τον αστυνομικό να παρατάει την ασπίδα του και να περπατάει σκεφτικός;
Θα βλέπαμε τους στρατιώτες να αφήνουν τα όπλα τους και να ακουμπάνε το πηγούνι τους στη γροθιά τους, ένας ολόκληρος στρατός από τον Στοχαστή του Ροντέν;
~~{}~~
Και αν η πανδημία εξαπλωνόταν, όλοι οι άνθρωποι θα γίνονταν ποιητές;
Ένας κόσμος ποιητών!
Συγχώρα με, ω θεέ των ποιητών, αλλά θα ήταν τόσο βαρετός αυτός ο κόσμος, τόσο στατικός.
~~{}~~
Ο ποιητής έχει αξία όσο είναι η εξαίρεση.
Και σε έναν κόσμο ποιητών, η εξαίρεση θα ήταν ο δολοφόνος.
~~{}~~
Το φεγγάρι είναι ακόμα εκεί, καρφιτσωμένο στο στερέωμα.Το φεγγάρι θα είναι εκεί και όταν εγώ θα φύγω. Αν ολόκληρη η ανθρωπότητα εξαφανιζόταν το φεγγάρι θα παρέμενε στο στερέωμα.
Γαμημένο φεγγάρι!
Ούτε που σε νοιάζει αν κάποιος σε κοιτάει.
Ούτε που σε νοιάζει αν κάποιος σε θυμάται πριν πεθάνει.
Γαμημένο φεγγάρι!
Εσύ δεν πεθαίνεις.
…
Αλλά ούτε ζεις.
~~{}~~
Οι ποιητές, όλοι οι ποιητές, είναι ευλογημένοι.
Δεν ξεχνάνε ποτέ ότι ζουν.
~~{}~~
Και ακούω, από το μπαλκόνι όπου κάθομαι, κάτω από το φεγγάρι, ένα παιδί να λέει στη γιαγιά του: “Σε αγαπώ”.
Ξέρω τι θα θυμηθεί αυτή η γυναίκα όταν θα κλείνει τα μάτια της.
Και κανένα φεγγάρι δεν ένιωσε ποτέ έτσι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~