Σινεμά

Τhe Post [κριτική]

By Νικήτας Φεσσάς

January 16, 2018

του Νικήτα Φεσσά

Η νέα ταινία του Steven Spielberg είναι ένα δημοσιογραφικό έπος που τελειώνει εκεί που αρχίζει το Όλοι Οι Άνθρωποι του Προέδρου (που έθεσε εν πολλοίς και τα στάνταρ του υπο-είδους), του Alan Pakula : με την υπόθεση Watergate, που αποτέλεσε και την αρχή της πτώσης του Richard Nixon.

To Τhe Post ξεκινάει με μια πυρετώδη σκηνή στη ζούγκλα, όπου οξυδερκής ειδικός απεσταλμένος- αναλυτής καταγράφει, λίγα μέτρα από την κόλαση της μάχης, την εμπειρία του για το τί συμβαίνει στον αμερικανικό στρατό στο Βιετνάμ επί προεδρίας Nixon.

Στη συνέχεια, αηδιασμένος από τα fake news με τα οποία θα τροφοδοτήσει τον Τύπο ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Robert McNamara (δείτε και το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ Η Ομίχλη του Πολέμου, με πρωταγωνιστή τον ίδιο, να κλαίει μπροστά στην κάμερα δεκαετίες αργότερα), αποφασίζει να διαρρεύσει την έκθεσή του σε δημοσιογράφο των Times. Στους πολυάριθμους αυτούς ογκώδεις τόμους που θα μείνουν στην Ιστορία ως Pentagon Papers, αποκαλύπτεται ξεκάθαρα ότι επί 22 χρόνια η ηγεσία των ΗΠΑ, όλοι οι πρόεδροι που πέρασαν (Eisenhower, Truman, JFK, Lyndon Jonson), γνώριζαν  ότι η εμπλοκή της χώρας τους στην Ινδοκίνα ήταν ένας πόλεμος που δεν θα μπορούσε να κερδηθεί—και όμως έστελναν κι άλλους φαντάρους προς σφαγή προκειμένου να μη χαθεί το γόητρο της Αμερικής.

To The Post αφηγείται την αγωνιώδη ιστορία της δημοσίευσης αυτών των εγγράφων από την εφημερίδα Washington Post, επικεντρώνοντας στον θρυλικό δημοσιογράφο Ben Bradlee (Tom Hanks—στο All the Presidents Men τον είχε υποδυθεί ο Jason Robards, κερδίζοντας Όσκαρ για την ερμηνεία του), και την ιδιοκτήτρια της Post, Katharine Graham (Meryl Streep) , η οποία κληρονόμησε την εφημερίδα από τον άνδρα της που αυτοκτόνησε, και βρέθηκε ξαφνικά να παλεύει να σταθεί σε έναν ανδροκρατούμενο πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο που επιχειρεί διαρκώς να την πατρονάρει ανοιχτά. Graham και Bradlee θα συγκρουστούν αρχικά (και μαλακά), αλλά γρήγορα θα ενώσουν τις δυνάμεις τους ο καθείς/καθεμιά από το πόστο του/της. Θα έρθουν όμως αντιμέτωποι και με την απειλή όχι μόνο του κλεισίματος της εφημερίδας, αλλά και φυλάκισης, καθώς ο Nixon, προκειμένου να γλιτώσει το σκάνδαλο δεν έχει πρόβλημα να αναστείλει το λεγόμενο First Amendment, με το πρόσχημα ότι αποκαλύπτονται απόρρητα μυστικά που θέτουν σε κίνδυνο ζωές στρατιωτών και το ίδιο το αμερικανικό Κράτος.

Όπως θα περίμενε κανείς από τον Spielberg και τους υπόλοιπους συντελεστές (η βετεράνος Ann Roth στα κουστούμια, Janusz Kaminski στην κινηματογράφηση) και το επιτελείο των ηθοποιών (εκτός από τους πρωταγωνιστές, ένα πλήθος καταξιωμένων τηλεοπτικών ηθοποιών σε υποστηρικτικούς αλλά σημαντικούς ρόλους), το τελικό προϊόν είναι ιδιαίτερα καλοφτιαγμένο και εξαιρετικά προσεγμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια, ειδικά στην αναπαράσταση των γραφείων των εφημερίδων της εποχής, όπου επικρατούσε φρενίτιδα, ενθουσιασμός, και μπόλικη κάπνα.

Το The Post παρακολουθείται ευχάριστα ως πολιτικοδημοσιογραφικό θρίλερ της κατηγορίας του Spotlight (ο σεναριογράφος είναι ο ίδιος), και είναι πιο κοντά σε ταινίες του Spielberg όπως το Munich, ωστόσο εξαρχής γίνεται εμφανές, παρά το ‘70s σκηνικό, ότι προορίζεται ως επείγον σχόλιο για αυτά που γίνονται στην Αμερική σήμερα. Και κάνει γνωστή αυτή του την πρόθεση με όχι και τόσο λεπτό τρόπο, με τους ήρωες να βγάζουν ανά διαστήματα μίνι λογύδρια για την εξουσία του Τύπου που οφείλει να ελέγχει τους κρατούντες, και ούτω καθεξής.

Η ταινία σε βάζει λοιπόν σε ένα σχεδόν Capra mood (βοηθάει και ο Hanks, που είναι το σύγχρονο all-American ανάλογο του Jimmy Stewart), με την έννοια ότι η αισιοδοξία, πεποίθηση, και η πίστη στο τι μπορεί να καταφέρει η αμερικανική Δημοκρατία όταν το θελήσει δεν αφήνει περιθώρια εδώ παρά μόνο για ελάχιστο και επιφανειακό, εν τέλει, κυνισμό, και σαρδόνια ειρωνεία (τα οποία εκπροσωπεί εν μέρει ο Hanks) για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Είναι δηλαδή πολύ μακριά από ταινίες όπως το Sweet Smell of Success, ή το Network. Ο Robards στο Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου είχε επίσης εμφανώς πιο κυνικό attitude από ό,τι ο Bradlee του Hanks.  Και σε εκείνη την ταινία πρωταγωνιστούσε liberal (η έννοια  του φιλελεύθερου στην Αμερική συμπίπτει μόνο μερικώς με το πώς χρησιμοποιείται στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ο όρος, στην Αμερική έχει εμφανώς πιο ‘αριστερές’ συμπαραδηλώσεις) είδωλο—ο Robert Redford. Όμως εδώ έχουμε επίσης -αν όχι περισσότερο πλέον- αναγνωρίσιμους εκπροσώπους του φιλελεύθερου Αμερικανικού κατεστημένου, την Streep (την οποία ο Trump έχει αποκαλέσει την ‘‘πιο υπερεκτιμημένη ηθοποιό στο Χόλιγουντ’’), και τον επίσης liberal πεποιθήσεων Hanks—και φυσικά τον ίδιο τον Spielberg.

Από μόνη της λοιπόν αυτή η εγγραφή στο φιλμικό κείμενο, και η αλληλεπίδραση στο μυαλό του θεατή αυτού που βλέπει στην οθόνη με την εξωφιλμική πολιτική οντότητα των πρωταγωνιστών ενδέχεται να λειτουργήσουν απωθητικά για κάποιους/ες πιο ριζοσπαστικών πεποιθήσεων, με την έννοια του ότι ήταν ακριβώς το υποκριτικό, λευκό, υπεροπτικό liberal self-righteousness αυτό που σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε τα αντανακλαστικά που έδωσαν στον Trump την Προεδρία εξαρχής (αλλά δυστυχώς ακόμα να το χωνέψουν κάποιοι σαν την Streep, που εθελοτυφλούν βλέποντας παντού δάκτυλους Πούτιν).

Ωστόσο, αν και αναμενόμενα τοποθετεί τη σκιώδη φιγούρα του Tricky Dick (και μετωνυμικά του Trump) ως τον υπέρτατο κακό, η ταινία κάνει έμμεση κριτική και στον JFK, αλλά και (αυτο)κριτική στους σταρ δημοσιογράφους όπως ο Bradlee, που ήταν κολλητοί με τη liberal εξουσία και μπαινόβγαιναν στα αστικά σαλόνια—και γι’ αυτό υπήρξαν ‘μαλακοί’ μαζί της. Το μήνυμα του The Post είναι ότι ήταν σφάλμα οι δημοσιογράφοι να χαρίζονται για να μη χαλάσουν φιλίες και χάσουν χορηγούς και τις τράπεζες από μετόχους, και ότι πρέπει να ελέγχουν τους liberal Democrats (άραγε ο Spielberg και η Streep θα έβαζαν ανάμεσα σε αυτούς και τη Hillary;) με την ίδια σφοδρότητα που ελέγχουν τους Ρεπουμπλικάνους. Και αυτό είναι ίσως όσο μακριά είναι διατεθειμένος ο Spielberg –ο οποίος τυπικά θέλει κυρίως να ευχαριστεί το κοινό– να πάει.

Βαθμολογία 4/5

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Τρία Αστέρια για τη φιλοξενία