Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ – Αιγαίο, Μέρες του 2016 μ.Χ
Εν έτει 1969, και σε καιρούς δίσεκτους, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης – θα τολμούσα να πω – σχεδόν διακτινίζεται 47 ολόκληρα χρόνια προς το μέλλον, σκιαγραφώντας με λόγο προφητικό όλα όσα διαδραματίζονται ενώπιόν μας:
«Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών…
– εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
– εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία
τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.»
Η Ελλάς των Ελλήνων! Και τότε – για όσο κράτησε η επτάχρονη νύχτα – η χώρα μας, δέσμια των ντόπιων τύραννων και των πολιτικών τους προϊσταμένων. Και τώρα – για όσο κρατά ξανά η επτάχρονη νύχτα – και πάλι η χώρα μας, δέσμια ενός θιάσου που απλώς άλλαξε ονοματεπώνυμα… Το μέγαρο Μαξίμου και η Τράπεζα συναλλαγών. Πολιτικοί δράκοι και πολιτικοί νάνοι. Στημένα παιχνίδια και άθλια αλισβερίσια. Σκοτεινά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
«Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε…
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται…
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει ἡ αλυσίδα…»
Και η αλυσίδα δεν σταμάτησε ποτέ. Μέχρι που ο χρόνος κυλά και το ημερολόγιο γράφει Δευτέρα Απριλίου 2016. Είναι η μέρα εκείνη που μία χούφτα λεγεωνάριων, εντεταλμένων του νεοδιόριστου Καίσαρα του φαυλοκράτη, συνάζουν στην προκυμαία τους μελλοθάνατους. Μοιράζουν τα ζάρια και πειράζουν την παρτίδα. Διαβάζουν τη λίστα και χαράζουν το σύνορο. Κόβουν στη μέση το κοπάδι, φωνάζουν ονόματα και σβήνουν ζωές. Ο Χρόνος γράφει 4 – 4 – 2016. Μία απροσδιόριστη, θα πεις, χρονολογία, κι όμως «τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες (ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)»:
«Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι
Δίχως τον παραμικρότερο ήχο
(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)
Έμεινε το συρτάρι μας όπως το αφήσαμε.
Ίσως -λες- πως δεν ήτανε καν μία μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί…»
Τα ζάρια έπεσαν τελικά, αλλά ο εκκωφαντικός τους θόρυβος θα συντροφεύει για πάντα όσους νογούν σε τούτον τόπο. Στον ίδιο τόπο που γέννησε μιαν Αντιγόνη. Στις ίδιες εκκλησίες που προστάτεψαν τους ικέτες. Στα ίδια σπίτια που έθρεψαν τους ξένους. Μα και στη θάλασσα που έπνιξε τα όνειρα. Στις αμμουδιές που ξέβρασαν νεκρά παιδιά και προδομένες ελπίδες.
Όταν το καράβι σάλπαρε για την απέναντι όχθη, το ναύλο ήταν βαρύ για τους κατατρεγμένους, μα η ενοχή ασήκωτη για τους διώκτες. Και τότε, μία επιθανάτια σιωπή απλώθηκε σαν σάβανο παντού, πάνω απ’ το Αιγαίο: «Γιατί;» «Με ποια εξουσία;» «Στ’ όνομα ποιας δικαιοσύνης και ποιου Θεού;» «Για να σωφρονίσετε ποιους;» «Για να γλυτώσετε από ποιον κατακλυσμό;» «Για να προστατέψετε ποια αγαθά;» «Για να ασφαλίσετε ποιο παρόν και ποιο μέλλον;»… Χαράματα Δευτέρας, 4 – 4 – 2016. Η μνήμη πονά, η μνήμη κραυγάζει, και η φωνή σβήνει με τον ίδιο απαράλλαχτο λυγμό: «Πόσο σας κόστισαν τα όνειρά μας;»
Την επόμενη, κιόλας, μία μέρα μετά το πρωινό της ντροπής, ο Ήλιος τράβηξε κατά τον Βορρά. Τα παιδιά των προσφύγων της Ειδομένης μαζεύτηκαν και περπάτησαν ξανά, μέχρι το φράκτη που τα χωρίζει από τη δικιά τους «ταπεινή» Ιθάκη. Στους σιδερόφρακτους φύλακες δεν είχαν να προσφέρουν κάτι άλλο, παρά να πετάξουν τα λουλούδια του Απρίλη. Τη στιγμή που τα λουλούδια τους χτύπησαν στα σύρματα και έπεσαν στη γη, ακούστηκε επιτέλους η φωνή του ποιητή δικαιωμένη:
«Κι ήθελε ακόμη πολὺ φως να ξημερώσει. Όμως εγὼ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιὲς νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγὲς αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικὸ που στραγγαλίζει την καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ εξώστες, με σπουδὴ φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει ἡ πόλις.
Εκεί προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιὰ το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.»
Γιάννης Δημογιάννης, αποκλειστικά για το Νόστιμον ήμαρ