του Νικήτα Φεσσά
Στο τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας του (σπόιλερ: όχι για πολύ ακόμα) σφυροφόρου μακρυμάλλη Νορμανδού θεού της Marvel, ο Kiwi indie σκηνοθέτης Taika Waititi (What We Do in the Shadows, The Hunt for the Wilderpeople) φέρνει μαζί του πράγματα που έλειπαν από τις δύο προηγούμενες βερζιόν, αυτή του Kenneth Brannagh (πολύ οπερατική-σαιξπηρική), και εκείνη του Alan Taylor (αναίτια σκοτεινή—το λεγε βέβαια και o τίτλος Thor: The Dark World). Το Ragnarok (μυθολογική παραπομπή στο κοσμογονικό συμβάν του θανάτου των θεών των Βίκινγκς) είναι κατά βάση buddy κωμωδία.
Εκτυφλωτικά πολύχρωμο, εξωφρενικό, ψυχεδελικό, με παρούσα τη sci-fi/fantasy αισθητική της δεκαετίας του ’80 (χωρίς ωστόσο να είναι μακελειό τύπου Stranger Things: Season 2, δηλαδή ένα κουραστικό νοσταλγικό pastiche-υπερhomage χωρίς πλοκή), είναι μια καλοδεχούμενα αναπάντεχη στροφή σε ύφος, και μια φρέσκια πνοή, το πιο τολμηρό και ‘αλλού’ φιλμ που μάς έχει δώσει το στούντιο μέχρι στιγμής, έστω στα safe πλαίσια πειραματισμού που επιτρέπει ένα μπλοκμπάστερ, και συνεπάγεται η λογική της ‘γραμμής παραγωγής’ υπερηρωικών ταινιών, στάνταρ και συμβάσεις του είδους, κλπ.
Στη διάρκεια των δύο ωρών και δέκα λεπτών της ταινίας πάντως δύσκολα βαριέσαι, και επίσης βλέπεις και πράγματα που δεν έχεις ξαναδεί, όπως: τον Θωρ να αλληλεπιδρά με τον Doctor Strange (είχες πάρει ήδη μια γεύση στη mid-credits σκηνή της ταινίας με πρωταγωνιστή τον Cumberbatch), τους Jeff Goldblum και Cate Blanchett σε φουλ camp mode, τον Mark Ruffalo να έχει επιτέλους την ευκαιρία κ τον χρόνο στην οθόνη να επιδείξει το αβίαστο ταλέντο του σε ταινία της Marvel, φορώντας δανεικό απ’ τον Tony Stark μπλουζάκι Duran Duran (ο ίδιος ο Downey Jr. απουσιάζει, αλλά κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά για τον έξυπνο—και οικονομικό—τρόπο που κατάφεραν να συμπεριλάβουν το διάσημο σιδηρούν alter ego του στην ταινία), τον Hulk μονομάχο σε ρωμαϊκη αρένα (από το στόρι Planet Hulk), τον Hulk γυμνό, και τον Hulk να τιθασεύει τεράστιο λυκόσκυλο, ένα θεότρελο cameo από Stan Lee, μερικά ακόμα αστεία cameos από πολύ γνωστούς ηθοποιούς που δεν θα αποκαλύψω εδώ και τα οποία παρωδούν ανοιχτά το πομπώδες και αναίτια τραγικό των προηγούμενων προσεγγίσεων της ιστορίας και του σύμπαντος του Θωρ, τον ίδιο τον σκηνοθέτη να δανείζει την φωνή και την προφορά του σε ξεκαρδιστικά σώφρον και -δυσανάλογα με τα όσα παλαβά συμβαίνουν στην ταινία- μετριοπαθές βουνό από πέτρες (για τους γνώστες: Korg), μια bad-ass διψομανή Βαλκυρία, και φυσικά τα ετεροθαλή αδέρφια Thor και Loki στα πιο φιλικά (και αστεία) τους.
Δεν λείπουν ωστόσο οι συγκινητικές (μετά από μια αστεία στην εισαγωγή) σκηνές με τον Anthony Hopkins ως Odin. Ο ρόλος του Idris Elba λίγο πιο σημαντικός αυτή τη φορά (μάλλον εισακούστηκαν τα παράπονα που είχε από τον τρόπο που τον μεταχειρίστηκε το στούντιο).
Επίσης, εκτός από οπτικά σε σημεία πολύ εντυπωσιακό (βλ. 300 και Immortals), το Thor του Waititi περιέχει μια από της πιο κουλ χρήσεις τραγουδιού των Led Zeppelin σε ταινία.
Θα ήθελα εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση και να αναφερθώ σε κάτι που έχω επισημάνει και σε προηγούμενη κριτική και τείνει να εξελιχθεί σε μάστιγα—και πιθανόν και σε ξεχωριστή στήλη στο Ήμαρ με τίτλο ‘Μεταφραστές-Υποτιτλιστές για Κλάματα’. Από ό,τι φαίνεται η κρίση έχει χτυπήσει τις ελληνικές εταιρείες διανομής, οι οποίες, τσιγκουνευόμενες δυο φράγκα, αναθέτουν σε άτομα που δεν γνωρίζουν βασικά αγγλικά να κάνουν την απόδοση εξ ακοής. Έτσι, στο Ragnarok το ‘blame’ (=κατηγορώ/ρίχνω την ευθύνη) μεταφράστηκε ως ‘τιμωρώ’, το ‘haven’ (απάγκιο, ασφαλές λιμάνι) μεταφράστηκε ως ‘ουρανός’ (προφανώς ο μεταφραστής-υποτιτλιστής άκουσε ‘heaven’), και το χειρότερο και λιγότερο πολιτικά ορθό απ’όλα: το ‘moron’ ως κοροϊδευτική βρισιά προς τον Hulk μεταφράστηκε ως ‘καθυστερημένος’, αποκαλύπτοντας, εκτός από άγνοια της αγγλικής γλώσσας, και άγνοια της έννοιας του ableism.
Επιστρέφοντας στην ταινία, δεν έχει νόημα να ψάξει κανείς για βαθιά νοήματα εδώ, ούτε φυσικά να πάρει οτιδήποτε στα σοβαρά. Πρέπει να χαλαρώσει και να απολαύσει τη βόλτα, και την ανάλαφρη αίσθηση καραμελένιας κενότητας που θα μείνει μετά. Το Thor: Ragnarok θυμίζει μια πιο αξιοπρεπή (και ακριβή) εκδοχή του live-action Masters of the Universe, που γύρισε η Cannon στα 80s. Γενικά έχει αυτό το feeling ταινίας της Cannon, με πολλαπλάσιο όμως budget. Θυμίζει επίσης Flash Gordon και Big Trouble in Little China. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα αφρώδες κοκτέιλ απόδρασης από την πραγματικότητα, μια προσθήκη στο κινηματογραφικό υπερηρωικό είδος – που έχει αρχίσει να δείχνει σημάδια κόπωσης – με χαρακτήρα και μπρίο, και από την οποία αυτή συγεκριμένη εκδοχή του (που βρίσκεται στον αντίποδα του ‘dark & gritty’ trend), με ελάχιστες μικροβελτιώσεις (ένα λιγότερο εμφανές green screen εδώ, ένα κλισέ λιγότερο εκεί), ελάχιστα παραπάνω πράγματα μπορεί να ζητήσει κανείς.
Ragna-rocks!
Βαθμολογία 4.5/5