Παρουσίαση: Μουντούρης Παναγιώτης
ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΜΑ Το Λιθόστρατο – εκδόσεις Στερέωμα
Δυο γυναίκες ψηλές και αδύνατες. Όμορφες, καλοντυμένες, αριστοκρατικές ακόμη και αν ζουν με μια σύνταξη χηρείας. Μητέρα και κόρη συνθέτουν έναν αναγεννησιακό πίνακα επικών διαστάσεων που απαγορεύεται να πλησιάσεις και να αγγίξεις και με αυτό το προπέτασμα διατηρούν μια απρόσιτη και μυστηριώδη αίσθηση στη μικρή κοινωνία του Αργοστολίου.
Το “Λιθόστρατο” της Μαρίας Τσίμα αποτελεί ένα πόνημα συμπληρωματικότητας και αντιθέσεων. Είναι μια νουβέλα όπου κεντρική θέση κατέχει η συγχώνευση, η απόρριψη, η απώλεια και ο θρήνος. Οι ήρωες του βιβλίου παρουσιάζονται αιχμάλωτοι και δέσμιοι της ναρκισσιστικής ανάγκης η οποία έχει μεταποιηθεί σε αγάπη. Διατηρούν σχέσεις ασφυκτικές, υπερπροστατευτικές, δεμένες και συμβιωτικές, οι οποίες κληρονομούνται από τη μάνα στην κόρη και αυτή με τη σειρά της στη δική της κόρη σαν ένα πατρόν, ένα φιγουρίνι πάνω στο οποίο θα ξαναραφτεί το ίδιο σχέδιο, το ίδιο μοτίβο. Ο αναγνώστης γίνεται θεατής σε μια διαγενεακή αρχαία τραγωδία η οποία ξεδιπλώνεται εν ριπή οφθαλμού.
Η καθιερωμένη βόλτα της μάνας και της κόρης στο Λιθόστρατο του χωριού μοιάζει περισσότερο με μια τεθλασμένη τελετουργία. Ο δρόμος με τους φοίνικες, η κεντρική πλατεία, το Λιθόστρατο και η πλατεία της Καμπάνας. Όποιος τις παρατηρεί θα έλεγε ότι η μια είναι η σκιά της άλλης. Ότι η μια είναι ο καθρέφτης μέσα στον οποίο η άλλη καθρεφτίζεται. Ότι η μια είναι ο πνεύμονας και η άλλη το οξυγόνο που εισρέει μέσα στα σωθικά και δίνει ζωή. Ποια είναι όμως ο πνεύμονας και ποια το οξυγόνο; Ποια είναι ο καθρέφτης και ποια η καθρεφτίζουσα; Ποια είναι η αντανακλούσα σκιά και ποια η φιγούρα; Μια αδιαφοροποίητη μάζα μητέρας και κόρης. Μανοθυγατέρα.
«Περπατούσαν στο Λιθόστρατο και τρίζαν τα πλακάκια. Μανοθυγατέρα […] Η συνηθισμένη βόλτα τους […] τακα-τουκ, τακα-τουκ στο πλακόστρωτο. Μ’ένα ρυθμό πάντα τον ίδιο, ούτε γρήγορο ούτε και αργό. Συντονισμένα τα τακούνια ν’ακούγονται μαζί σαν ένα […] τακα-τουκ, τακα-τουκ σαν να μιλούσαν μεταξύ τους γιατί οι γυναίκες δε λέγαν και πολλά».
Μέσα σε αυτό το προστατευτικό συρματόπλεγμα που περικλείει μητέρα και κόρη ένας εισβολέας βρίσκεται προ των πυλών. Ο «γέρος» με εστιατόριο στην Αμερική. Τα φορέματα και τα λουστραρισμένα τακούνια του Αργοστολίου αντικαθίστανται με τις χωριάτικες και τα λαδόξιδα. Όχι όμως για πολύ. Η σαρκική επιθυμία οδηγεί την κόρη να εγκαταλείψει την Αστόρια και να περιπλανηθεί στην παράνομη ερωτική σχέση με τον ανιψιό του γέρου με τον οποίο θα αποκτήσει μαζί του ένα παιδί. Την Ζώη.
Από τις πρώτες στιγμές της κύησης μέχρι τον τοκετό ο ερχομός αυτού του παιδιού ξυπνάει στο ασυνείδητο της κόρης, αλλά, και της μέλλουσας μητέρας πλέον, την αρχετυπική σχέση με τη μητέρα της. Τον ερχομό του παιδιού και το πρώτο κλάμα αντί να τον υποδεχτούν η φωνή και η χαρά των δυο γεννητόρων το υποδέχεται ένας αρχαίος «χορός» στο πρόσωπο της γιαγιάς του. Με αυτό τον τρόπο αντί το παιδί να τοποθετηθεί αμέσως σε ένα παρόν που ανοίγεται στο μέλλον ανάγεται στους προγόνους του.
«Κι ο ανιψιός κοιτάει μια αυτή, μια τον υπέρηχο και μέσα του κάτι κλονίζεται. […] και ξαφνικά του΄ρχεται στα μάτια η πεθερά του. Όταν τις έβλεπε τις δυο τους να περπατούν και τακα-τουκ τα τακούνια στο Λιθόστρατο. Και ονειρεύτηκε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου άλλες δυο γυναίκες. Τη γυναίκα του και την κόρη του να κάνουν την ίδια διαδρομή».
Ο ανιψιός – πατέρας νιώθει αποκομμένος, παρείσακτος και παραγκωνισμένος. Ο κλοιός ανάμεσα στη γυναίκα του και το παιδί τους στενεύει ασφυκτικά απορροφώντας όλο το οξυγόνο. Η σχέση τους μοιάζει περισσότερο πλέον σαν μια απέραντη, βαθιά, θολή και μαύρη θάλασσα από την οποία κανείς προσπαθεί να βγει στην επιφάνεια για να πάρει ανάσα και να μην τα καταφέρνει.
«Δε σ’αντέχω. Όλο ψαρίλα και τίποτα δεν κάνεις κι όλο χάνεσαι. Πατέρας είσαι συ;
Κι εσύ πότε με υπολόγισες; Πόσον καιρό έχουμε να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον; Ούτε γυρίζεις να με κοιτάξεις. Με περιφρονείς. Εσύ κι η μάνα σου. Ξιπασμένες! Καλά μου λέγανε. Αλλά το παιδί δεν θα μου το κάνετε ίδιο».
Η τρομερή απόγνωση, η ζήλεια και ο φθόνος γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο πλέχτηκε η τραγωδία. Η παρείσφρηση του θανάτου στη μητρότητα φέρνει ένα ανείπωτο, σπαρακτικό και αβίωτο πένθος. Οι συνεχιζόμενοι και αστείρευτοι θρήνοι της μητέρας αποτελούν ίχνη μια ελπίδας για επανένωση με την κόρη της. «Πως αφήνεις ένα παιδί μόνο του; […] μήπως ντυνόμαστε στα μαύρα για να κουβαλάμε το σκοτάδι πάνω μας επειδή αφήνουμε μονάχους τους νεκρούς μας;» Οι οδυρμοί και οι θρηνωδίες εγκαθίστανται στην ψυχή της μητέρας και αποκλείουν τη διαδικασία του πένθους. Η απώλεια της κόρης για τη μητέρα μετατρέπεται σε μια ακαριαία διακοπή των κυττάρων της, η μητέρα χάνει την προβολή της στο μέλλον, χάνει το μέλλον της.
«Να πενθείς σημαίνει ότι πεθαίνεις κι εσύ μαζί με το χαμένο σου».