Του Φώτη Βέργη
Τι είν’ η πατρίδα μου;
Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά, τα νησιά και τα ακρογιάλια στο μενού ενός Ταμείου Αξιοποίησης; Εκείνα τα έτοιμα να αξιοποιηθούν για ψίχουλα προς τέρψιν του ξανθού γένους, των Αράβων αδελφών και όλων των αρίστων που με ένα κοκτέηλ στο χέρι σημαίνουν την Ανάπτυξη, αναμένοντας ιθαγενείς να τους υπηρετήσουν;
Μην είναι οι θάλασσες και τα κύματά της; Που σκέπασαν τα δάκρυα και τις οιμωγές και κατάπιαν τα κορμιά των ικετών, απελπισμένων, μανάδων και πεντάχρονων, που ήρθαν να μολύνουν τα πεντακάθαρα νερά του έθνους και να απειλήσουν την ακόμα πιο γάργαρη Ευρώπη μας;
Μην είναι στην Βουλή οι αόρατοι υποκριτές πρωθυπουργοί, ο θεσμικός εξαίσιος θίασος και η αέναη κατάστασις εκτάκτου ανάγκης; Μην είναι αυτοί που τολμάνε ακόμα να επισκέπτονται τις αυλές που έβγαλαν Μπελογιάννηδες και να επικαλούνται το αίμα αγνών ονειροπόλων για να δικαιολογήσουν το μαγάρισμα της σκιάς του καλού ονόματος που άφησαν εκείνοι;
Μην είναι η κάθε λέξη ενός Συντάγματος που βιάστηκε, και έπειτα βιάστηκε ξανά, και ύστερα πάλι, με βιαιότητα, ώσπου πετάχτηκε σε μια ανήλιαγη γωνιά, μαράζωσε και υποτάχθηκε στην μοίρα που του είχαν τάξει οι νταβατζήδες του, να υπάρχει μόνο για να ξεδίνουν οι άρχοντες φαντασιακά αστικά απωθημένα;
Μην είναι δικαστές και νομομαθείς, σοφοί και δικαιοπλάστες και πατριώτες, που για δικαιώματα αναγνωρίζουν πια μόνο τα των δικών τους και ομοίων τους – γιατί σε αυτά στηρίζεται η πατρίς και άνευ αυτών θα κινδυνέψει; Μην είναι η Δικαιοσύνη της, θεοσεβής και εκκλησιαζόμενη, που υποκλίνεται ευλαβικά μπροστά σε πίστη βαθιά και θεόπεμπτη πως οι λίμνες εύκολα μεταμορφώνονται σε Ολυμπιακά Ακίνητα και ξενοδοχειακές εκτάσεις, πως offshore εμφανίζονται θαυμαστώ τω τρόπω ως καιόμενοι βάτοι, για να σβήσουν μόλις το θαύμα ολοκληρωθεί, και πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό;
Μην είναι οι ταγοί της, ανεξάρτητοι, αδέκαστοι και συνεπείς, που με ευκολία θα κατακεραυνώσουν τον εχθρό της Ανάπτυξης που πούλησε ματσάκια μαϊντανό χωρίς απόδειξη ή με πυγμή θα συντρίψουν εκείνον που τόλμησε να αμφισβητήσει το σύστημα που αναπαράγει τέρατα, αλλά θα αναγνωρίσουν πρότερο βίο ανθόσπαρτο στα καλά εκείνα κολεγιόπαιδα που με το σπρώξιμο του κράτους, οι αντικρατιστές, έστησαν πάρτι στην Μύκονο καίγοντας στην άμμο τα λεφτά των κορόιδων που άφησαν στο σκοτάδι;
Μην είναι οι φύλακες της ακεραιότητας του νομίσματος και των τραπεζών, του ύψιστου θεμελίου της, που αυστηρά επικυρώνουν την ανάγκη να σφίξεις το ζωνάρι, να περισταλούν κάποια από εκείνα τα παρωχημένα πια κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματά σου, αλλά με φωνή και κραυγή μεγάλη κράζουν «λύκος αντισυνταγματικός!» κάθε που απειλείται ζωνάρι δικαστικό και το ετήσιο πατροπαράδοτο έθιμο της απονομής των αναδρομικών τους;
Μην είναι η πατρίδα μου αυτοί οι γερασμένοι εντός τους θλιβεροί πορτιέρηδες στο θεσμικό μπουρδέλο όπου υπάκουα πια, ως καθημερινή ρουτίνα, βιάζεται επί πληρωμή το κακοποιημένο Σύνταγμά της;
Μην είν’ η πατρίδα μου εθνικοί εργολάβοι με κρατικά λεφτά και ευεργέτες εφοπλιστές που το Έθνος απαλλάσσει από τους φόρους λόγω της ευδοκίμου υπηρεσίας και υπάρξεώς τους;
Μην είναι ρασοφόροι με βλέμματα σκληρά και κοσμήματα στον λαιμό αγορασμένα από των φτωχών εύπιστων πιστών το υστέρημα να στριγκλίζουν σε άψογη χουντική καθαρεύουσα με μίσος, οι κήρυκες της αγάπης, εναντίον οποιουδήποτε αδυνάμου δεν κουβαλάει τα απωθημένα τους, αλλά με πάθος υπέρ της πατρίδος, των ισχυρών της και των φυλάκων της;
Μην είναι ο γείτονας που θα ξοδέψει το τελευταίο δεκάρικο του μήνα σε μηνύματα για να κρατήσει σε έναν μακρινό νησί έναν μάνατζερ καθρέφτη του εαυτού του; Μην είναι εκείνοι που διασκεδάζουν βλέποντας την πείνα άλλων για να ξεχάσουν την δικιά τους; Μην είναι εν τέλει η πατρίδα μου εκείνο το μακρινό νησί κάποιων άλλων υπηρετών της Ανάπτυξης, να μου αποδεικνύει πως, μέσα από τις φλόγες της θλίψης, την άρνησης, της οργής των πλατειών και των δρόμων, και της μεταδημοψηφισματικής κατάθλιψης περάσαμε πια στην αποδοχή της νέας μας διαστρεβλωμένης κανονικότητας; Μην είναι η πατρίδα μου ενός φυλακισμένου το υγρό όνειρο για μια χαραμάδα των περασμένων που δεν υπάρχει πια παρά μόνο στην οθόνη του κελιού του;
Μην είναι γονείς και νοικοκυραίοι καθωσπρέπει σε αίθουσες σχολείων και καφενεία να διατείνονται πως «οι Έλληνες δεν είναι ναζί και ρατσιστές», κι ας αλυσοδένονται σε σχολεία για να αποτρέψουν παιδιά που γλίτωσαν από φλόγες και θάνατο από το να ξαναγίνουν παιδιά, αυτοί που δεν αλυσοδέθηκαν ποτέ για να αποτρέψουν να ψηφιστούν εγκλήματα κατά «εθνικής ακεραιότητας» που επικαλούνται; Μην είναι αυτοί που τους βρωμάνε οι περίεργες ξένες μυρωδιές από την κουζίνα του διπλανού, αλλά δεν μυρίστηκαν τον διαγαλαξιακό πατερούλη που τους υπόσχεται δισεκατομμύρια μαζεμένα από την Ανατολή και από του Δία και του Απόλλωνα τα εργαστήρια; Που σκίζουν τα ρούχα τους για να υπερασπιστούν τον πολιτισμό τους, καθώς ουρλιάζουν ανορθόγραφα κατά εξάχρονων, την δημοκρατία, καθώς ψηφίζουν φασίστες, φανερούς και καθωσπρέπει, και το αίμα τους το καθάριο, καθώς, ψιθυρίζοντας στους αστυνομικούς «παιδιά, είμαι δικός σας», χύνουν το αίμα εκείνων που δεν διακρίνουν άλλο χρώμα στο αίμα των ανθρώπων παρά το βαθύ κόκκινο; Που «δεν είναι ναζιστές, όπως ήταν οι Γερμανοί», αλλά αγνοούν τα λασπωμένα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έχουν υψωθεί γύρω από τις γειτονιές τους για να φυλακίσουν ικέτες;
Μην είναι ασώματες κεφαλές στην τηλεόραση και η πατρίδα τους η Ευρώπη, αυτή με τις πολλές ταχύτητες και τους άξιους Βόρειους που πλήρωναν για να τα τρώνε οι ρέμπελοι Νότιοι σε ποτά και γυναίκες;
Μην είναι, λες, αγκυλωτοί σταυροί και Φοίνικες κρυμμένοι κάτω από κράνη και εξαρτύσεις και μυαλά εκείνων που λένε πως μας κρατάνε ασφαλείς; Μην είναι οι σιδηροί σταυροί τους, που ξεπηδούν από τα τατουάζ για να καρφωθούν σε ψηφοδέλτια, δίπλα σε ονόματα φασιστών;
Μην είναι τελικά η πατρίδα μου τα ΜΑΤ, που είναι παντού; Στους δρόμους, σε γωνίες, σε φούρνους, έξω από κανάλια και υπουργεία, δικαστήρια, σχολεία και γήπεδα και στρατόπεδα συγκέντρωσης δίπλα σε σπίτια αδιάφορων γειτόνων. ΜΑΤ σε πόλεις, χωριά, σε δάση, σε βουνά, σε ακτές και σε λιμάνια, να προστατεύουν την επιχειρηματικότητα της καταστροφής και την λίστα του μενού της «αξιοποίησης».
Είναι η πατρίδα μου αυτή η σιδερόφρακτη, με κλούβες σταθμευμένες παντού, με φύλακες που έχουν ζωστεί τα φισεκλίκια και κραδαίνουν αυτόματα και γκλομπ και άλλους, που τα έχουν κάνει μέρος τους, εξάρτηση της ψυχής και του μυαλού τους.
Γιατί είναι η πατρίδα μου και τα της διανόησης και της «ελίτ» τα ΜΑΤ, να κάνουν πόρτα μην τυχόν και περάσει καμιά γνώμη απρεπής, εκτός γραμμής και ακαταλλήλως ενδεδυμένη, κάποιο χαμόγελο μη εγκεκριμένο, σε πρόσωπο ρυπαρό, με γένια και μαλλιά (μη επαρκώς ελληνοπρεπές), κάποια ιδέα που δεν φέρει αλυσίδα να τη συνδέει με τη σιδηρά μπάλα της αγοράς. Συνοφρυωμένοι αλλά καλοζωισμένοι άριστοι της μεταξύ των αριστείας, εραστές της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που έζησαν πάντοτε κρεμασμένοι από το κρατικό στήθος, υπέρμαχοι του trickle down φαντασιακού μιας Ευρώπης που δεν υπήρξε ποτέ, μπας και κατρακυλήσει και προς το μέρος τους, κατά την ορθόδοξη οικονομική θεωρία, κάποιο ψιχουλάκι που θα πέσει από το τραπέζι της.
Όλα αυτά είναι η πατρίδα μου, και ακόμα κι άλλα τόσα, ένα μεγάλο παρανοϊκό στρατόπεδο, με Αλφαμίτες και καραβανάδες, γεμάτο φαντάρους ιδιόμορφους που μπορεί να γκρινιάζουν στην σκοπιά, μα ούτε που διανοούνται να κάνουν μαντραπήδα.
Κι ας είναι η πύλη ξεκλείδωτη. Κι ας τη φυλάνε οι ίδιοι. Οι πιο γκρινιάρηδες και ονειροπόλοι από δαύτους μπορεί να διαμαρτύρονται για το συσσίτιο πού και πού, να τραγουδούν με μια κιθάρα τα ηλιοβασιλέματα που πέφτουν πίσω από τα σύρματα.
Αλλά κι αυτοί, μαζί με όλους, έχουν ξεχάσει πως υπήρχε κάποτε ζωή κι έξω από το συρματόπλεγμα, κι έφτασαν να θεωρούν ελευθερία το να κράζουν τους καραβανάδες και να εκλέγουν κάθε τόσο από δαύτους εκείνους που θα κάνουν τους δεκανείς αλλαγής στην επόμενη υπηρεσία.
Όλα αυτά είναι η πατρίδα μου.
Μια αρμαθιά σφαγμένα «ΟΧΙ», ξεχασμένα, κρεμασμένα στο τσιγκέλι στην έξοδο ενός αεροδρομίου, αποχαιρετισμό και υπόμνηση και απειλή μαζί:
«Αυτή είμαι η πατρίδα σου. Φύγε τώρα!»
Αλλά είναι και άλλα η πατρίδα μου «όχι», που δεν μαντρώθηκαν, που δεν έπεσαν ακόμα στο σφαγείο. Που είναι ακόμα ελεύθερα, σε πείσμα των καιρών. Μικρότερα, πιο σιωπηλά, πιο όμορφα. Όπως όλα τα μικρά σιωπηλά μυστικά.
Είναι η πατρίδα μου τα «όχι» που δίνουν το χέρι στον γείτονα και στον ικέτη, αντικρούουν τον «άριστο» με την γνώση που ποτέ δεν τους έδωσε, στέκονται δίπλα στον συνάδελφο που απολύθηκε, τον γείτονα που έμεινε άστεγος, το πιτσιρίκι που διψάει να μάθει, τον άρρωστο που ήρθε στην 20η ώρα της εφημερίας τους. Τα «όχι» που έφυγαν, να βρουν άλλες πατρίδες, και εκείνα που ήρθαν, να κάνουν πατρίδα την δικιά μας. Είναι η πατρίδα μου τα «όχι» που άοκνα, μέσα στην νύχτα, πολεμάνε να φτιάξουν στρατιές από μικρούς αντάρτες που θα αγαπούν το δίκιο, όχι τον Νόμο, την γνώση και την θεμελιωμένη αμφισβήτηση, όχι την αυθεντία, τον γείτονα, όχι τον «ομοαίματο», τα παιδιά, όχι «τα παιδιά μας».
Πάντα ήταν πατρίδα μου τα «όχι». Κι ας είναι κρεμασμένα στο τσιγκέλι. Πατρίδα μας ήταν πάντα οι αγορές οι λαϊκές, τα Καπάνια και οι Μοδιάνο, άναρχες, με μυρωδιές και ήχους και γεύσεις κάθε λογής, να έρχονται και να ξεχειλίζουν από παντού, όχι τα αποστειρωμένα σούπερμαρκετ όπου τα καρότσια γεμίζουν σιωπηρά μόνο οι λίγοι.
Γι’ αυτό, εκτός από την κραυγή της προειδοποίησης και του αποχαιρετισμού, ακούγεται από κάπου και ένας κρυφός ψίθυρος:
«Ένα όχι είμαι η πατρίδα σου. Έλα να με κατεβάσεις από το τσιγκέλι. Έλα, να με κατεβάσεις να παίξουμε. Έλα, είναι Άνοιξη. Πάμε να ανοίξουμε εμείς τον καιρό».
Φώτης Βέργης, για το Νόστιμον ήμαρ.