Από το Πρόβατο όχι Αρνί
-Ώχου μωρέ! Άλλες ερωτήσεις δεν έχεις; Κάτι καλύτερο; Κάτι με περισσότερο νόημα; Ένα ερωτηματικό που να πάρει τη σκέψη μου και να την κάνει εσώρουχο που πλένεται μόνο του σε υψηλές στροφές στο πλυντήριο; Που να την χτυπήσει από όλες τις πλευρές της, να την πονέσει, να της βγάλει κάθε λέξη που έκρυβε καλά στις εσώτερες ίνες της; Όχι; Επιμένεις ξεροκέφαλο κορίτσι; Πήρες ήδη θέση στην πολυθρόνα απέναντι, σαν εγγονός που με λαχτάρα προσμένει τον παππού να ανοίξει το στόμα και να ξεχυθούν δράκοι και φωτιές και βασιλιάδες και πικάντικες κουβέντες απαγορευμένες από τους ανέραστους γονείς; Νομίζεις ότι απ’ τη στιγμή που το «κοράκι» σφυρίζει τη λήξη του σαρανταπενταλέπτου, αυτοί οι εικοσιδύο κάνουν τρομερά πράγματα στα εσώτερα των γηπέδων; Ότι δεν ακούν απλά οδηγίες για κατατρόπωση ή αναχαίτιση του αντιπάλου, ότι δεν γκρινιάζουν για πάσες που δεν ήρθαν, για ντρίπλες που δεν κόπηκαν, για γκολ που χάθηκαν, ότι δεν αλλάζουν μουσκεμένες φανέλες και κάλτσες, δεν ισιώνουν πάλι τα μπερδεμένα τους μαλλιά; Τι περιμένεις δηλαδή να γίνεται εκεί μέσα που να αξίζει να ειπωθεί από έναν παραμυθά και να ακουστεί από μια φαντασιομανή;
-Πολλά! Ξεκίνα λέγε λοιπόν.
-Ε, ρε παιδί μου, δεν το γλιτώνω με τίποτα; Αφού το θες, αφού είσαι έτσι, αφού νομίζεις μπορείς να αντέξεις κάτσε κι άκου τι έμαθα πως έγινε σε έναν αγώνα πριν χρόνια. Μισό λεπτό μόνο να ανοίξω εκείνο το πολυκαιρισμένο μπουκάλι κονιάκ. Θα το χρειαστώ δεκανίκι στην πορεία.
Σε έναν τόπο που άλλοι λεν ήταν το Γουέμπλεϋ στην Αγγλία, άλλοι το Μαρακανά στη Βραζιλία κι άλλοι το Μπομπονέρα στην Αργεντινή, σε ένα γήπεδο χτισμένο ίσως στην Ατλαντίδα πριν να βυθιστεί, στη Σαμπάλα πριν γίνει αόρατη, στην Κθούλου πριν πέσουν τα πρώτα χιόνια, το ημίχρονο έληξε 6-6. Ο Διάβολος, είπαν, έκανε το κομμάτι του. Τα δυο εξάρια από μόνα τους ήταν το τρέιλερ, η φωτογραφία ενός άλμπουμ που όλοι (οι ανόητοι) περίμεναν να ανοίξει στο δεύτερο ημίχρονο. Κάποιοι έβγαλαν τα κομποσκοίνια τους κι άλλοι, περισσότερο θρήσκοι, ήπιαν απ’ τον αγιασμό που πάντα κουβαλούσαν στην τσέπη τους. Ενδόμυχα οι περισσότεροι πίστευαν στη θεία παρουσία της επανάληψης, στην αποτροπή της εμφάνισης του τρίτου εξαριού, της απτής απόδειξης του Κακού στον τόπο και στον χρόνο. Στον ορισμένο τόπο και τον ορισμένο χρόνο, σε αυτόν που βρίσκονταν όλοι τους παρόντες. Μα ο Κύριος αλλού ετύρβαζε εκείνο το απόγευμα. Άφησε όλα τα αρνιά του έρμαια μιας καλοακονισμένης τρίαινας και μιας γλώσσας διχαλωτής, μιας ομιλίας μπάσας και μιας ανάσας που μύριζε σπλάχνα της γης και ορυκτά και λάβα.
Ο φόβος δεν επέτρεψε σε κανέναν να συνειδητοποιήσει ότι το τρίτο εξάρι ήδη ήταν παρόν. Ότι οι ποδοσφαιριστές δεν κατευθύνονταν στα αποδυτήρια, ότι η φυσούνα δε θα τους οδηγούσε στα ντους και τα φυσιοθεραπευτήρια, ότι μια πύλη είχε ανοίξει κι αλίμονο σε αυτόν που θα την περνούσε χωρίς τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα για τη ζέστη στην από εκεί μεριά! Τα γκολ των δύο ομάδων είχαν σκοράρει ο Paul Breitner κι ο Antonio Cabrini. Κατά μια… σατανική σύμπτωση και οι δύο φορούσαν τη φανέλα με το νούμερο 3 στην πλάτη. Η πρόσθεση τους ήδη γινόταν στα κοσμικά κομπιουτεράκια. Το «ίσον» πατήθηκε ταυτόχρονα με το σεισμό που έσκισε το γήπεδο στα δύο!
Οι ποδοσφαιριστές έχοντας κιόλας μπει στη φυσούνα δεν κατάλαβαν τίποτα απ’ ό,τι συνέβη έξω. Σαν προστατευμένοι από έναν χαμό αλλόκοσμο, σαν ψυχές που έπρεπε να παραδοθούν ανέγγιχτες, περπατούσαν σκυφτοί και χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους με ένα παράξενο βουητό στα αφτιά. Έναν βόμβο που κάλυπτε τον οδυρμό της εξέδρας, τις βουτιές στο χάσμα προς την άβυσσο που δημιουργήθηκε, το ποδοπάτημα, το θάνατο. 66.000 φίλαθλοι χάθηκαν μέχρι τελευταίου χωρίς ποτέ να μάθει κανείς τίποτα για αυτούς… Ανυποψίαστοι ακόμη ακολουθούσαν τους σκόρερ και αρχηγούς τους, Breitner και Cabrini, βηματίζοντας στο δρόμο που τους έδειχναν, χνάρια στα χνάρια τους. Η ζέστη μεγάλωνε αλλά όλοι, τόσο ιδρωμένοι απ’ τα χιλιόμετρα του αγώνα, νόμιζαν φυσιολογικό ακόμη και που τα σορτσάκια τους κόντευαν να λιώσουν.
Μη σου κάνει εντύπωση, τι κουνάς δύσπιστη το κεφάλι σου; Ποτέ δεν υμνήθηκαν για την ευφυΐα τους οι ποδοσφαιριστές. Ποτέ ο κόσμος δε γύρισε έστω και μισή βόλτα εξαιτίας τους (εξαιτίας των περισσότερων τουλάχιστον). Άκου τη συνέχεια λοιπόν. Ο Ιταλός, ο Cabrini, έχοντάς τους πλάτη είχε ήδη πάρει τη μορφή του αφέντη του. Αρκούσε το διπλό χατ τρικ του στο πρώτο ημίχρονο, το χεράκι που έβαλε για να ανοίξει η Πύλη, ώστε να γλιτώσει το αιώνιο κυνηγητό, τα σε άπειρη διάρκεια βάσανα, τις μάταιες κραυγές του άψυχου κορμιού του προς μια οποιαδήποτε λύτρωση. Θα περνούσε την αιωνιότητα ως βοηθός Βελζεβούλ στην Κόλαση. Και το «καλημέρα» της νέας του δουλειάς, την πρώτη του κάρτα θα την χτυπούσε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ανοίγοντας αυτός την Πύλη, την Πόρτα προς τον Εξαποδώ.
Η κίνησή του ήταν δουλική σαν groom boy ξενοδοχείου παλιάς ελληνικής ταινίας. Γύρισε απότομα, λύγισε τα γόνατα, έπιασε το πόμολο, τράβηξε και με χαμόγελο «από δω φίλοι μου, ο Δάσκαλος σας περιμένει», άφησε εμβρόντητους είκοσι πρώην συναθλητές. Λέω είκοσι γιατί ο Breitner είχε κερδίσει παρόμοια θέση με τη δικιά του εξάρα. Απλά, με ίχνη ζήλειας που ο Ιταλός ήδη είχε αρχίσει τις παγαποντιές, ορκίστηκε στα άρτι αφιχθέντα στο μέτωπό του κέρατα, στην πρώτη ευκαιρία να τον ρίξει σε κάνα αχνιστό καζάνι.
Το αίμα των ποδοσφαιριστών ξεκίνησε πορεία αντίστροφη. Η καρδιά σχεδόν όλων αύξησε τους ρυθμούς της σε νούμερα τετραψήφια. Των υπολοίπων απλά σταμάτησε βάζοντάς τους στη μακριά λίστα αυτών που άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα ή πέριξ του αγωνιστικού χώρου. Ουρλιαχτά γέμισαν τον τόπο και μια μαζική προσπάθεια φυγής με ταυτόχρονη μεταβολή στέφθηκε από απόλυτη αποτυχία. Ο Δάσκαλος εμφανίστηκε μπρος τους με την ατάκα στα χείλη: «Καλοί μου, στο Διάολο όλοι κάποια στιγμή της ζωής σας πηγαίνετε, από εκεί όμως κανείς ποτέ δεν φεύγει»! Σαν φίδι η τεράστια ουρά του τους γράπωσε όλους, ζωντανούς και νεκρούς και τους τράβηξε κοντά του, σε χώμα Κόλασης πλέον. Τα τσιράκια, Breitner και Cabrini, έκλεισαν και μαντάλωσαν την πόρτα και πλησίασαν. Ήξεραν πως θα έκανε καιρό ο Αφέντης να ξαναρίξει τα δίχτυα του προς άγραν ψυχών. 22 από αυτές ήταν αρκετές να θρέψουν τη δικιά του (αλλά και τη ματαιοδοξία του) για τουλάχιστον 666 χρόνια.
Η ζέστη δε θα χαρακτηριζόταν αφόρητη για τους άμαθους σε αυτή. Κρίνοντας απ’ τις σάρκες που είχαν λιώσει και τα κόκκαλα που βρίσκονταν σε πρώτη θέα θα έλεγα ότι οι πρώην ποδοσφαιριστές ήταν νυν σκελετοί ικανοί –δυστυχώς γι’ αυτούς- να συνεχίζουν να πονάν, να σκέφτονται, να νιώθουν! Αλυσοδεμένοι με μαγεία και δύναμη του Σκότους μπήκαν σε ένα πύρινο ποτάμι με σκοπό να κολυμπήσουν (ή να παρασυρθούν) προς το πρώτο τους βασανιστήριο. Όπως είχαν πληροφορηθεί ούτε που θα καταλάβαιναν πότε θα έφταναν στον τροχό με τα αλυσοπρίονα. Τα 300 χρόνια της υγρής και κυριολεκτικά καυτής διαδρομής δεν ήταν τίποτα μπροστά στα άπειρα που είχαν μπρος τους για να υποφέρουν! Από κοντά, μέσα σε ένα βαρκάκι με το όνομα “Red Hell” στην πλώρη του, δυο απ’ τα καλύτερα τριάρια που πέρασαν απ’ το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο κωπηλατούσαν σιωπηλά και σκέφτονταν ματς ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιταλία που είχαν χαρακτηριστεί «κολασμένα». «Οι ανίδεοι», είπαν ταυτόχρονα κι έξυσαν με τις οπλές τους τα κόκκινα κεφάλια τους…
Αν ήταν παραμύθι θα έκλεινα λέγοντάς σου «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» αλλά όπως ξέρεις οι δικές μου ιστορίες σπάνια αφήνουν την αλήθεια χάριν της όμορφη αφήγησης. Ας μείνει λοιπόν δίχως συμπέρασμα το τέλος της αν και κάτι μου λέει ότι ετούτη τη φορά οι πρωταγωνιστές της δεν ξεχειλίζουν κι από ευτυχία.. Χόρτασε πάντως και σήμερα τη λαίμαργη φαντασία σου κι από βδομάδα ετοίμασέ μου καινούρια ερώτηση. Μην αγχώνεσαι, δε στερεύω εγώ. Πολλά εξάλλου έχουν συμβεί στον κόσμο του ποδοσφαίρου κι είμαι έτοιμος να σου τα διηγηθώ ένα προς ένα!