Από το Πρόβατο όχι Αρνί
«Τι με κοιτάς;
Δεν με γνωρίζεις;
Είμαι εγώ που τη ζωή μου την ορίζεις»*
Κοίτα με καλύτερα αν έτσι θα βοηθηθείς. Βγες απ’ το γραφείο σου, πάρε τον απρόσωπο χάρτη από μπρος σου κι έλα λίγο πιο κοντά να με δεις. Πριν αποφασίσεις να διαλέξεις πλευρά, να εξοπλίσεις, να πατήσεις τα κουμπιά σου, έλα εδώ, περπάτα μια μέρα στους δρόμους μου, δες το γκρεμισμένο μου σπίτι, μίλα με τον τραυματισμένο γονιό μου. Πριν ξαναορίσεις τη ζωή μου, γνώρισέ με! Αυτό μόνο.
«Εγώ που πέθανα στα καταφύγια
Που βρήκα θάνατο μια μέρα ακαριαίο
Που ένιωσα πείνα στη ζωή μου την επίγεια
Εγώ που πνίγηκα μια νύχτα στο Αιγαίο»
Έλα! Να το βιογραφικό μου. Ένας κατ’ επανάληψιν θάνατος. Αλλάζουν οι τόποι, παραμένει το αποτέλεσμα. Περνάω τη συνέντευξή σου; Μη διστάζεις! Ρώτα με. Θα σου απαντήσω σε όλα. Βομβαρδίσατε τα χαρτογραφημένα καταφύγια αμάχων κι έτσι πέθανα εκεί. Ζητήσατε συγνώμη, δε λέω. Μιλήσατε και για παράπλευρες απώλειες. Τι βολικές τις φτιάχνετε τις λέξεις…
Έζησα βδομάδες με λίγο ψωμί και ένα μπουκάλι νερό. Κοιτούσα ψηλά για κάνα τσουβάλι εναέριας βοήθειας ή μακριά στους σκονισμένους δρόμους μήπως φτάσει το κονβόι κάποιας ανθρωπιστικής οργάνωσης. Πάντα όμως, πάντα άνθρωπέ μου, αργούσε. Πέθανα απ’ την πείνα, απ’ την δίψα, πέθανα γιατί αρρώστησα και δεν είχα μια ασπιρίνη, γιατί δεν πήρα ποτέ μιαν αντιβίωση, γιατί δεν έκανα ένα εμβόλιο. Και μετά ταξίδεψα. Με πήρε μια μάνα, ένας πατέρας, ένας θείος, κάποιος γνωστός.
Περπατήσαμε, περάσαμε όπως-όπως σύνορα και σύνορα και φτάσαμε σε μιαν ακτή. Και τότε τσουβαλιαστήκαμε σε μια βάρκα. Θες τη συνέχεια; Δεν έβλεπες πέρυσι όλο το χειμώνα ειδήσεις στη χώρα σου; Το καλοκαίρι δεν άνοιξες μια εφημερίδα, δεν μπήκες στο ίντερνετ; Κολυμπούσες μόνο; Ε, κι εγώ κολυμπούσα. Στην αρχή. Μετά ακίνητη μεν, αλλά επέπλεα. Δίπλα σου. Στη θάλασσά σου. Κι αυτό είναι το κλείσιμο του βιογραφικού μου: ο πνιγμός μου στο Αιγαίο (σου).
«Τι με κοιτάς; Μ’ αυτά τα μάτια
Είμαι εγώ που σου γκρεμίζω τα παλάτια
Εγώ που θα ‘ρχομαι στον ύπνο σου τα βράδια
Να σου ζητάω αγκαλιές και τρυφερότητα
Που όσο ζούσα δεν τα χάρηκα τα χάδια
Μα έγινα πρώτο θέμα στην επικαιρότητα»
Εφιάλτης! Το θες γράμμα-γράμμα; Συλλαβή-συλλαβή; Ε-ΦΙ-ΑΛ-ΤΗΣ. Δεν συγχωρώ. Αν συγχωρήσω θα ξεχάσω κι αν ξεχάσω δε θα μπορώ να κοιμηθώ εγώ μετά. Ε, λοιπόν, απ’ τους δυο μας, προτιμώ να μην κοιμάσαι εσύ. Να πετάγεσαι πάνω τα βράδια εσύ. Να ιδρώνεις, μόλις με αυτά τα μάτια σε κοιτάζω, εσύ. Να παγώνεις, μόλις με αυτά τα χέρια σε αγγίζω, εσύ. Αγκάλιασέ με! Ξέρω και ξέρεις: άργησες. Έλα όμως τώρα στην παραλία, στο βουνό, στη σκηνή, στο καμπ, στο σύνορο, στο άσυλο, έλα οπουδήποτε κι αγκάλιασέ με. Δεν πονάει. Ξυπνάει! Με ουρλιαχτά. Σαν κι αυτά που ξύπνησα εγώ ξανά και ξανά ώσπου να φτάσω εδώ. Αλλά κιόλας βοηθάει. Έχασα πριν. Χάσε κι εσύ τώρα μπας και βρούμε μια νίκη κι οι δυο μας κάπου μετά.
«Τι με κοιτάς; Τι με λυπάσαι;
Είμαι εκείνο που δεν θέλεις να θυμάσαι»
Δε θα ‘μαι καλή μαζί σου. Δεν έχω βάλσαμο για καμιά πληγή. Κοίτα με καλά στα μάτια. Είμαι η ενοχή της ανθρωπότητας. Είμαι το τραύμα του 21ου αιώνα. Είμαι το πύον στους παραδείσους των θρησκειών και ό,τι χαίνει απ’ το καθεμέρα κάθε ευτυχίας. Κοίτα με! Δεν ξεχνιέμαι. Είμαι το ανεξίτηλο της πένας του ιστορικού και το καταγεγραμμένο άθλιό σου στο άπειρο των από εδώ και πέρα αιώνων. Είμαι εγώ που θες να με πείσεις ότι η γεωγραφία της γέννησής μου ευθύνεται για την κατηγοριοποίησή μου σε προνομιούχο ή μη είδος ανθρώπου.
«Απ’ την ανατολή έτυχε να ανατέλλω
Και έτσι να δύσω σε κάποια γωνιά της δύσης»
Υγ. Τη φωτογραφία την έχει τραβήξει η Ιωάννα Πετρίτση. Το κορίτσι με τα πιο όμορφα στρογγυλά μάτια στον κόσμο ζωγραφίζει ένα ελικόπτερο που ρίχνει κάτι από ψηλά σε ανθρώπους χαμηλά.
*Τα πλάγια γράμματα είναι απ’ το τραγούδι του Σπύρου Γραμμένου «Τι με κοιτάς».
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 28.10.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.