Του Σωτήρη Θεοχάρη
Η λάμψη του θειαφιού άστραψε κάτω απ τον μονόφθαλμο αυγουστιάτικο νυχτερινό ουρανό μιας τεράστιας δεσπόζουσας πανσέληνου.
Η βαθιά ρουφηξιά στο στραπατσαρισμένο άφιλτρο γαλλικό τσιγάρο κατάπιε τη φλόγα του σπίρτου. Άφιλτρο, χωρίς περιορισμούς και προφυλάξεις. Πίσα και νικοτίνη σε όρια που θα έκαναν σήμερα έναν αντικαπνιστή εισαγγελέα να ποινικοποιήσει, σε κακουργηματικού χαρακτήρα πράξη, την παραγωγή και την διάθεση των συγκεκριμένων κοντόχοντρων σιγαρέτων. Τι τον ένοιαζε, τον μετέφηβο νεαρό, η ασφάλεια και η υγεία όντας καθισμένος σε ένα τοιχίο, στον έβδομο όροφο μιας ταράτσας, με τα πόδια κρεμασμένα έξω στο κενό και ένα μπουκάλι μεσκάλ Gusano Rojo στο χέρι. Το χλιαρό απαύγασμα ενός μεξικάνικου κακτοειδούς κυλούσε στο λαρύγγι του ανακατεμένο με τον βαρύ καπνό του τσιγάρου, του οποίου η μυρωδιά θύμιζε πολύ περισσότερο μάλλινες κάλτσες που είχαν περάσει ένα καλοκαιρινό 12ωρο σε γαλότσες οικοδόμου, παρά ταμπάκο. Όπως και να χει ο φαιός καπνός σε κάθε εκπνοή σκέπαζε επιτυχημένα την μπόχα των σκουπιδιών της έρμης Αθήνας. Στον πάτο του μπουκαλιού με την κίτρινη, σχεδόν κίτς, σχεδόν λαϊκή τέχνη, σχεδόν αξιοπρόσεκτη, σχεδόν κωμική ετικέτα, το γνωστό νεκρό, αλκοολικά ταριχευμένο, σκουλήκι που φυλακίζεται σε κάθε μπουκάλι μεσκάλ που σέβεται τον εαυτό του. “Kάτουρο του φιδιού” το αποκαλούν οι παράνομοι ντεσπεράντος στα φτηνά τριτοκλασάτα γουέστερν της Τσινετσιτά, όπου το πίνουν στα σαλούν της τιχουάνα, παίζοντας χαρτιά και πυροβολόντας ταυτόχρονα με το ένα χέρι ενώ με το άλλο διορθώνουν προσεκτικά το καπέλο τους.
Με κομμένο το ρεύμα, χωρίς ψυγείο, θερμοκρασία ατμόσφαιρας στα επίπεδα μελιταίου πυρετού και άπνοια τέτοια που τα κυκλάκια του καπνού έμεναν σχεδόν ακίνητα και αδιάλυτα για τουλάχιστον 35 αναβοσβήματα του φλάς ενός ταξί, η λέξη κάτουρο ήταν μάλλον επιεικής για την υφή του μεσκάλ, το δε σκουληκάκι κόντευε να αλλάξει δέρμα σαν πραγματικό φίδι.
Πάντα άφηνε το σκουλήκι για το τέλος. Ήταν εκείνη η πίστη στην αστική μυθολογία που έλεγε πως όταν τρως το σκουλήκι αυτομάτως καθαρίζει το μυαλό σου και πως η υποτιθέμενη μεσκαλίνη που περιέχει σε κάνει “να την ακούς”. Παρ ότι το μεσκάλ και η μεσκαλίνη έχουν μεταξύ τους τόση σχέση όση έχει το φωνήεν όμικρον με τη λέξη “εγκατάλειψη”, η αυθυποβολή τον έκανε να την ακούει κάθε φορά. Γιατί να καταστρέψει εξ άλλου αυτόν τον όμορφο μύθο, πως υπάρχει ένα αβλαβές ναρκωτικό που ξεφεύγει απ το άγρυπνο βλέμμα του πουριτανού και του μεγαλέμπορα. Πως δήθεν γλιστρά εύκολα, εκείνος και οι “μυημένοι”, κάτω απ το συρμάτινο χαλί του νόμου. “Αφού λειτουργεί το σκατόπραμα μην το πειράζεις και μην το σκαλίζεις”, ήταν μια φράση που χρησιμοποιούσαν οι δεινόσαυροι της πληροφορικής κάποτε για προγράμματα που ήταν κακογραμμένα και αδόμητα, δεν είχαν καμία τεκμηρίωση, αλλά λειτουργούσαν. Το ίδιο έλεγαν και οι κομπογιαννίτες μηχανικοί αυτοκινήτων όταν δεν κατανοούσαν τις νέες τεχνολογίες. Εξ άλλου συνήθως μετά από ένα μπουκάλι αλκοόλ 40 βαθμών οι αστικοί μυθολογία γίνεται εύκολα πεποίθηση και λειτουργεί άψογα ως θέμα ακατάσχετης κουτοφιλοσοφίας.
“Στο τέλος μαζί εμείς φίλε” μίλησε στο σκουλήκι.
Χάζευε το κενό και σημάδευε με τις γόπες την σχάρα του υπονόμου, από το ύψος του ιλίγγου, χωρίς καμία επιτυχία στις τουλάχιστον 39 φορές που επιχείρησε “να νιώσει ένα με στόχο”, όπως είχε διαβάσει σε κάποιο “must” βιβλίο πως νιώθουν οι ζεν Ιάπωνες τοξοβόλοι. Οι καύτρες σκορπούσαν όλες πολλά μέτρα μακρυά απ το μαντεμένιο κάγκελο της φυλακής των αστικών αρουραίων. Το μπουκάλι άδειαζε με ρυθμό μιας γουλιάς ανά τρεις τζούρες τσιγάρο περίπου.
Γυμνός, μόνο με ένα παρδαλό μποξεράκι, στην άκρη ενός μονότουβλου τοιχίου, στην άκρη του ουρανού, στην άκρη της τρέλας, στην άκρη της μοναξιάς, στην άκρη της μέθης, στην άκρη της βαριεμάρας, στην άκρη του πότε, του ποιος, του γιατί και του τίποτα. Συνειδητοποίησε πως το ένα πόδι κρεμόταν μερικά χιλιοστά μακρύτερα απ το άλλο. Διόρθωσε σχεδόν τρομαγμένος τη στάση του, ξανά και ξανά, μέχρι τα δυο του πόδια να έχουν απόλυτη συμμετρία. Η συμμετρία ήταν ο δυνάστης θεός του. Τον καταπίεζε σε κάθε αισθητική επιλογή, των έτρωγε, τον εξαντλούσε και ταυτόχρονα τον προσδιόριζε. Θα μπορούσε να γκρεμίσει και να ξανακτίσει, αν ήταν στο χέρι του, όλη την πόλη για μην φαντάζει πως γέρνει μονόπατα απ τα Τουρκοβούνια προς τον Πειραιά. Ένα στραβό κάδρο μπορούσε να του γεμίσει το μυαλό με μίσος για την “αζύγιστη” κορνίζα, τον ξυλοκόπο που έκοψε το δέντρο απ το οποίο φτιάχτηκε και τον υπάλληλο ελέγχου ποιότητας της κατασκευάστριας εταιρίας στην Κίνα, για μέρες ολόκληρες. Φυσικά μίσος και για την πρόκα, το ντουβάρι και το μουνί που ξεπέταξε τον ζωγράφο της γκραβούρας που έκανε το ένα μάτι ελάχιστα μεγαλύτερο απ το άλλο, με αποτέλεσμα όταν ίσωνε το κάδρο να γέρνει … το θέμα.
Ζαβός.
Ναι ζαβός.
Η ζαβομάρα είναι η γλυκιά μανούλα της μοναξιάς όλων. Μόνο που αυτός μισούσε την μανούλα του με φανατισμό και απαράμιλλη συνέπεια από τότε που είχε συνείδηση του εαυτού του. Μισούσε ίσως και κάθε μανούλα που φερόταν σαν μανούλα, αλλά σίγουρα ακόμη περισσότερο μισούσε όποιον και όποια “μανούλα” προσπαθούσε να γίνει μανούλα του, προσπαθώντας να τον πείσει πως κάποιος άγραφος κώδικας στο DNA υπαγορεύει αξιωματικά πως όλες οι μανούλες είναι καλές, άγιες και αξιαγάπητες μανούλες επειδή είναι … μανούλες. Οι αυτοπροσδιοριζόμενες ως “γεννημένες μανούλες” του έφερναν περισσότερη αηδία ακόμη και από το καφέ χρώμα, το οποίο στο λαοδικείο του μυαλού του είχε καταδικαστεί σε παραδειγματική περιφρόνηση για συμμετοχή σε ασελγείς πράξεις κατά της ανήλικης αισθητικής.
Η Αθήνα στα μέσα Αυγούστου είναι μια τεράστια μπετονιέρα που καλουπώνει τσιμεντένια εγχειρίδια επικών τρόπων διαφυγής για αρχάριους αυτόχειρες.
Αρχάριος.
Το τελευταίο τσιγάρο. Το τελευταίο τσιγάρο είναι πάντα μια τελετουργία. Ο καπνιστής που ξέρει πως έχει ξεμείνει από τσιγάρα το αντιμετωπίζει πάντα όπως το στερεότυπο, των ευθυτενών και πανέμορφων ανταρτών που αρνούνται να τους δέσουν τα μάτια μπροστά στο απόσπασμα και ζητούν πάντα, ως δικαιωματική τελευταία επιθυμία, ένα τσιγάρο το οποίο καπνίζουν σχεδόν με απόλαυση, υπερήφανοι αγέρωχοι και χωρίς αγωνία θανάτου. Ή το ακόμα κλασσικότερο στερεότυπο του βαριά τραυματισμένου, ετοιμοθάνατου, ηρωικού λοχία, ο οποίος αφού μόνος του έχει εξολοθρεύσει μια ίλη τεθωρακισμένων με δυο χειροβομβίδες και μια αυτοσχέδια σφεντόνα, κείτεται ημιθανείς περικυκλωμένος από τους θλιμμένους συντρόφους του, ψελλίζει το κατεβατό “πέστε στην γυναίκα μου πως πάντα την αγαπούσα και πως έχω κρύψει μερικά λεφτά στην εργαλειοθήκη στο κουτί με τις λαμαρινόβιδες Νο 6, ά πέστε της και να με συγχωρίσει που γαμιόμουνα με την ξαδέρφη της, ήταν μια στιγμή αδυναμίας, πέστε στην κόρη μου να δώσει το όνομά μου στο πρώτο της παιδί και να κόψη το λαιμό της να είναι αγόρι και πέστε και του γιου μου να γίνει ίδιος με μένα, να σταματήσει να βάφει τα χείλη του και να γίνει ποδοσφαιρισταράς να κονομίσει”, του βάζουν στο στόμα ένα αναμμένο τσιγάρο και κείνος ξεψυχά, σχεδόν ευτυχής, παίρνοντας μια βαθιά ηδονική τζούρα. Το τελευταίο τσιγάρο είναι σαν απόλυτο παυσίπονο ψυχής, σαν σιγαστήρας του άγχους, σαν αλεξίφοβο, σαν ιερό μαντζούνι, σαν αργόσυρτος οργασμός, σαν χωρισμός, σαν αρχαίο κέρμα στα μάτια του νεκρού, σαν επιθυμία για ζωή χωρίς αύριο.
Έτοιμος να κλωτσήσει τον κουβά.
Η δικός του κουβάς με τις τελευταίες επιθυμίες είχε το μέγεθος σοβιετικού πετρελαιοφόρου, συνεπώς το τελευταίο τσιγάρο έμοιαζε πιο εφικτό απ τις υπόλοιπες επιλογές εκείνη την ώρα.
Αναστέναξε, τσαλάκωσε το μαλακό γαλάζιο πακέτο, το τσαλάκωσε προσεκτικά και πάντα με μια προσπάθεια να σχηματίσει μια τέλεια σφαίρα. Αλίμονο η πανταχού παρούσα συμμετρία δεν του επέτρεπε προχειράντζες. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί αν ο ψυχαναγκασμός και η αυτοαναφορικότητα του υπάκουαν σε κάποια αόρατη συμμετρία. Απολύτως συμμετρικά η μια πατούσα του απείχε νοητά την ίδια απόσταση από το μαντεμένιο στόχο όση και η άλλη. Ξαναδιόρθωσε σχεδόν κατά μισό πόντο την δεξιά που του φάνηκε πως είχε λίγο ξεφύγει. Ακούμπησε το σχεδόν τέλεια σφαιρικά τσαλακωμένο πακέτο δίπλα του ευλαβικά. Άλλοι αφήνουν δακρύβρεχτες επιστολές, εκείνος άφησε ένα σκουπίδι.
Στόχος η γρίλια της σχάρας του υπονόμου, μέσον ο νόμος της βαρύτητας, σκοπός άγνωστος.
“Γιατί ;”
Η εύκολη απάντηση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα μια νέα ερώτηση :
“και γιατί όχι ;”
Είχε να σηκώσει το βλέμμα πάνω από μια ώρα, το σήκωσε για να αντικρίσει λίγο τον ορίζοντα, κάτι σαν τελετουργία αποχαιρετισμού.
Οι στατιστικές λένε πως οι περισσότεροι φουντάρουν με την ανατολή του ήλιου. Μάλλον γιατί κάτι επικό και τραγικό έχει αυτό το σκηνικό της ανατολής. Για εκείνον ήταν σιχαμένα όλα τα επικά, τραγικά και μελό τερτίπια, ήταν κατά κάποιον τρόπο ασύμμετρα εγωιστικά και ασύμμετρα φωναχτά σε σχέση με την απλότητα και την ησυχία των μεγάλων αποφάσεων. Το ξημέρωμα αργούσε πολύ ακόμα, άρα για εκείνον ήταν ώρα.
Πριν φτάσει το βλέμμα στον ορίζοντα πάνω απ τις ρημαγμένες κεραίες, τα κουφάρια των σκουριασμένων ηλιακών θερμοσίφωνων και τις ξεχασμένες μπουγάδες των βιαστικών παραθεριστών, που κρέμονταν κοκαλωμένες στα σύρματα των ταρατσών, αντίκρισε ένα φωτισμένο μπαλκόνι απέναντι.
Μια μεσήλικη φιγούρα σιδέρωνε στο μπαλκόνι, πάνω στην ανοιγμένη σιδερώστρα ένα κατακίτρινο φόρεμα πιέζοντας με πάθος και επιμονή το ασθμαίνον σίδερο πάνω στο ρούχο.
2:45 το πρωί σιδέρωνε ένα κατακίτρινο φόρεμα με σχεδόν προσκυνιματική αφοσίωση, σε μια έρμη, σιχαμένα σιωπηρή πόλη, με πανσέληνο, μόνη, αυγουστιάτικα.
“Διάολε κι άλλη ζαβομάρα” σκέφτηκε.
Λίγο πριν πάρει το βλέμμα του για να το σύρει προς τα πάνω εκείνη ασυναίσθητα σήκωσε το σκυμμένο κεφάλι της καθώς κρατούσε τεντωμένο το κατακίτρινο φόρεμα μπροστά της, επιθεωρώντας το σχολαστικά. Τον είδε.
Σάστισε. Ένας ημίγυμνος νεαρός καθισμένος σχεδόν στο κενό, με επτά ορόφους να χάσκουν από κάτω του, με ένα μπουκάλι στο χέρι, στις 2:45 τα ξημερώματα, σε μια νεκρή πόλη, με πανσέληνο τον Αύγουστο, δε μπορεί να είναι για καλό. Καθένας θα έκανε αυτή τη σκέψη.
Ίσως εκείνη να μην έκανε μόνο αυτή τη σκέψη κοιτώντας τον ημίγυμνο νεαρό που έμοιαζε απ την γωνία που τον έβλεπε να σηκώνει στις πλάτες του το φεγγάρι και στο βλέμμα του να κουβαλάει το άλγος όλης της ανθρωπότητας.
Εκείνος είδε τα σημάδια της αγωνίας και της αμηχανίας στο υποφωτισμένο πρόσωπο της. Απροσδιόριστη μέση ηλικία ίσως κοντά στα 50, τσουπωτή, με μεγάλα στήθη, ανοιχτόχρωμη και … και βαμμένη ; Πώς ; Ναι βαμμένη έντονα. 2:45 το ξημέρωμα βαμμένη στην τρίχα. Πλατινέ μαλλιά, με έντονο κόκκινο κραγιόν, χτένισμα κομμωτηρίου, βαμμένα μάτια, έντονες βλεφαρίδες, φορώντας ένα εντελώς αναντίστοιχα ταλαιπωρημένο νυχτικό. Συνέχισε να την καρφώνει καθώς έβλεπε ότι και κείνη τον κοίταζε πια ευθεία στα μάτια και με την γλώσσα του σώματος που κραύγαζε “μη, τι πας να κάνεις ;”.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σήκωσε απότομα το δεξί της χέρι και του έκανε ένα νόημα που θα αντιστοιχούσε στη λέξη “περίμενε”, έκανε μεταβολή και χώθηκε γοργά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα πίσω της κρατώντας το καλοσιδερωμένο φόρεμα στ αριστερό, κάνοντας το να ανεμίζει όπως η κάπα ενός ατάλαντου ταυρομάχου που τρέχει να σωθεί απ την οργή του ταύρου. Για λίγο χάθηκε στο δωμάτιο και η σκιά της έπαιξε πάνω στην σιδερώστρα και στον ατμό που διέφευγε απ το ξεχασμένο σίδερο. Στιγμιαίες σκιές ενός ρούχου στον αέρα, σκιές γύμνιας για μια ελάχιστη στιγμή και μετά σκιές πόζας σε καθρέφτη. Δεν πήρε το βλέμμα του από κει ούτε στιγμή. Ένα ποσοστό περιέργειας και ένα ποσοστό ηδονοβλεψίας που δεν μπορούσε να ελέγξει πάλεψαν μέσα του για το ποιος κάνει κουμάντο τελικά στην όραση του, στο κορμί του και στο μυαλό του. Αδιάφορο το αποτέλεσμα, λίγο πριν μπορέσει να προσδιορίσει το γιατί κοιτούσε εκεί που κοιτούσε, εκείνη επέστρεψε. Φορώντας το φανταχτερό κοντό κίτρινο φόρεμα, χωρίς σουτιέν, με το ντεκολτέ βαθύ και επιτηδευμένα αποκαλυπτικό, με βλέμμα σιγουριάς ακριβοπληρωμένου φωτομοντέλου σε πασαρέλα των Παρισίων, με μερικές ραγάδες, λίγη κυτταρίτιδα και την φυσική φθορά της ηλικίας όλα πρόστυχα ακάλυπτα χωρίς φτιασίδια να φαντάζουν αμελητέα και με ψηλοτάκουνες γόβες. Με το δεξί της χέρι κατέβασε το αριστερό τιραντάκι και τον κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια τόσο έντονα και διαπεραστικά που ένιωσε τη ματιά της να χτυπά στο πίσω μέρος του κρανίου του.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως η ανεπαίσθητη κίνηση της να κατεβάσει το τιραντάκι έκανε τα στήθη της να δείχνουν απολύτως συμμετρικά. Απολύτως ασυνήθιστα συμμετρικά. Απολύτως καυλιάρικα συμμετρικά, σε μια απολύτως συμμετρική δήλωση πόθου, συμμετρικά ακόμη και ως προς το οριζόντιο κάγκελο του μπαλκονιού. Συμμετρικά ως προς κάθε πιθανό άξονα, ακόμα και οι ραγάδες έμοιαζαν όλες δίδυμες μεταξύ τους. Εκείνος σάστισε … συμμετρικά.
Πρέπει να κοιτιόντουσαν σιωπηλοί μια στα μάτια και μια στα σώματα, εναλλάξ, για όχι παραπάνω από από ένα λεπτό.
Εντελώς ξαφνικά εκείνη αναψοκοκκίνισε, κάλυψε τα στήθη της με τα χέρια της, σαν να ξύπνησε γυμνή στη μέση ενός κατάμεστου, με πρώτου βαθμού συγγενείς της, ποδοσφαιρικού γηπέδου, απόστρεψε το βλέμμα από πάνω του και έτρεξε γεμάτη ντροπή στο δωμάτιο. Εκείνος πάνω στο φευγιό της είδε το σώμα της να χάνει κάθε περηφάνια, να ξεφουσκώνει και όλα τα σημάδια της ηλικίας να δείχνουν τώρα ξαφνικά πιο έντονα και χωρίς καμία χάρη. Σαν να έχασε σε μια στιγμή κάθε κύτταρο της την επιθυμία για ζωή, την επιθυμία που λίγο πριν την έκανε θελκτική γυναίκα στα ηδονοβλεπτικά μάτια του κατά πολύ μικρότερου σε ηλικία νεαρού απέναντι. Υπέθεσε ασυναίσθητα πως το πρόσωπό της θα είχε τώρα την έκφραση που έχει κάποιος που βλέπει τη ζωή του να χάνεται χωρίς να μπορεί το εμποδίσει. Ίσως να είχε την έκφραση κάποιου που πηδά στο κενό αλλά μετανιώνει κατά τη διάρκεια της πτώσης. Εκείνη κατέβασε τα ρολά, βρόντηξε τις μπαλκονόπορτες με βιασύνη και μαντάλωσε. Οι θόρυβοι αυτοί ήταν εδώ και ώρες η μόνη ένδειξη ζωής στην γαμημένη αυτή πόλη. Εκείνος δεν είχε καν προλάβει να συνειδητοποιήσει για πότε έμεινε μόνη μια σιδερώστρα με ένα αχνίζον σίδερο στο απέναντι μπαλκόνι και προσπάθησε να ψελλίσει “στάσου”, όταν εκείνη έσβησε και όλα τα φώτα.
“Η ζωή χάθηκε”. Την είχε ήδη βαφτίσει “ζωή”.
“Άλλη μια χαμένη, ζαβή, ζωή πήδηξε απόψε απ τον ουρανό στον υπόνομο” σκέφτηκε.
“2:45 το πρωί να σιδερώνεις την κίτρινη μοναξιά σου είναι φρικτός τρόπος να πεθαίνεις για το υπόλοιπο της ζωής σου, ζωή”
Ξανακοίταξε το κενό και την σχάρα του υπονόμου. Έβαλε στα χείλη του το μπουκάλι και κατέβασε μερικές συνεχόμενες γουλιές μεσκάλ. Στην τελευταία γουλιά ήρθε στα χείλη του το σκουλήκι. Σταμάτησε. Το άφησε να γλιστρήσει πίσω στο μπουκάλι. Κοίταξε με το ένα μάτι μέσα απ το λαιμό του μπουκαλιού το νεκρό, ταριχευμένο, αλκοολικό σκουλήκι και του ψιθύρισε “Για απόψε φίλε μου, για απόψε και μόνο για απόψε και μόνο για χάρη της, τη γλύτωσες φιλαράκο μου”.
Θα πέθαινε για ένα τσιγάρο τώρα αλλά είχε ήδη πεθάνει και αναστηθεί μια φορά απόψε.
Άναψε ένα σπίρτο και το άφησε να πέσει φλεγόμενο στο κενό. Αυτή τη φορά χωρίς σημάδι και χωρίς καμία προσπάθεια εκείνο πήγε και έπεσε κατευθείαν στον υπόνομο όπου έσβησε σιωπηρά. Σαν το βέλος του ζεν τοξοβόλου …
“Σε ευχαριστώ” κραύγασε με όλη τη δύναμη που είχε στα πνευμόνια του προς το απέναντι μπαλκόνι, μετά τον πλημμύρισε μια περίεργη ανεξέλεγκτη ντροπή, καβάλησε πανικόβλητος το τοιχίο και έφυγε τρέχοντας.
Είναι αληθινή αυτή η ιστορία ;
Τι να σας πω δεν είναι δική μου. Και γω από αλλού την άκουσα και είπα να σας την αφηγηθώ.
Πριν μερικά χρόνια μεθυσμένος τύφλα, χαμένος σε μια γειτονία που τώρα δεν θυμάμαι, βρήκα μέσα σε ένα συντριβάνι που υπολειτουργούσε και κόχλαζε λασπόνερα να επιπλέει ένα μισοάδειο μπουκάλι μεσκάλ. Την ιστορία μου την είπε εκείνο το βράδυ το νεκρό, ταριχευμένο, αλκοολικό σκουλήκι που είχε μέσα το μπουκάλι. Οι αστικοί μύθοι λένε πως τα νεκρά, ταριχευμένα αλκοολικά, σκουλήκια που φυλακίζονται σε μπουκάλια του μεσκάλ δεν λένε ποτέ ψέματα. Το πίστεψα.
Αφού μου χάρισε την ιστορία εγώ του άνοιξα το μπουκάλι και το άφησα ελεύθερο σε μια γλάστρα με παχύφυλλα κακτοειδή.
Απ ότι φαίνεται αυτό το σκουλήκι την γλύτωσε για πάντα.