Επιμέλεια: Χρήστος Διαμάντης για το Νόστιμον ήμαρ
Οι παρέες: που κάνουμε στη ζωή μας είναι λίγο παράξενες, όπως όλες οι παρέες. Οι παρέες του παρόντος φτιάχνουν τους δικούς τους μύθους, τη δική τους μουσική κι όταν μεγαλώσουν θέλουν να κάψουν τους δίσκους τους όλους και να ρουφήξουν τη στάχτη τους κλείνοντας το ένα ρουθούνι για να τραβήξουν τη σκόνη τους από το άλλο. Καταστρέφουν κι αυτοκαταστρέφονται, σπάνε τα αδιέξοδα και περπατάνε και στα ταβάνια. Αυτά τα παιδιά, όταν μεγαλώσουν, θα θελήσουν να φτιάξουν το πιο ωραίο τραγούδι, που να έχει από τη μια τα πιο ωραία ηχοχρώματα κι απ’ την άλλη στίχους, που να μιλούν μόνο γι’ αγάπη.
Και δεν θα σταματήσουν ποτέ! Ακούτε; Ακούτε; Θα τραγουδάνε ακόμη κι εκεί ψηλά στον ουρανό, γιατί αυτά τα παιδιά κλαίνε αλλά δεν κλαίγονται. Και σιγά μη φοβηθούν αυτά τα παράξενα παιδιά! Εκφράζονται, ερωτεύονται, αποστασιοποιούνται, μένουν πεισματικά το ένα δίπλα στον άλλο. Κάποια απ’ αυτά είναι τόσο ρομαντικά, που δεν αντέχουν την αδικία και έρχονται αντιμέτωπα με το νόμο, την κοινωνία, το μαχαίρι του φασίστα για την παραξενιά τους αυτή. Δίνουν τα χέρια και το εννοούν, δεν πιστεύουν, αγαπούν τους φιλοσόφους και τους ποιητές και δεν σκύβουν, ούτε δειλιάζουν, ακόμη και μπροστά στο δολοφόνο τους.
Κι όταν προσέξουμε το φασισμό που κρύβουμε όλοι μέσα μας κι όταν θα γεμίσει όλο το μέσα τους κι ύστερα όταν γεμίσει κι εσένα όλο το μέσα σου ΠΑΡΑΞΕΝΕ ΑΝΘΡΩΠΕ με το τραγούδι τους, τότε θα κάτσουμε όλες οι παράξενες παρέες δίπλα στα πικάπ που αγοράσαμε μαζί σ’ εκείνα τα δυτικά παζάρια, που τα’ χαν στοιβάξει οι πολυεθνικές, μαζί με άλλους δίσκους που είχαν μέσα και εκείνες, που είχαν κυνηγηθεί με εχθρότητα από το σύστημα και την κανονικότητα. Μουσικές φτιαγμένες από τις ανυπάκουες παρέες, που οι γονείς μας δεν μας άφηναν να τις πλησιάζουμε. Δίπλα σε βιβλία και κρεμασμένες πρόχειρα promo αφίσες – και μόλις η βελόνα κυλήσει στο αυλάκι κι όπως θα γυρίζει ο δίσκος – έτσι σύντομα, ανυποψίαστα, σαν θαύμα θ’ ακουστεί η φωνή του Παύλου Φύσσα, τα βήματα του Μιχάλη Καλτεζά, το γέλιο του Αλέξη Γρηγορόπουλου, η δυνατή κραυγή του Κάρλο Τζουλιάνι και μαζί με τον Ερρίκο Μαλατέστα να μας λένε: ”ΑΝ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ, ΘΑ’ ΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΤΗΣΟΥΜΕ ΚΡΕΜΑΛΕΣ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ, ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΧΑΣΟΥΜΕ”.
Ο Παύλος Φύσσας δεν ανήκε πολιτικά πουθενά: Ήταν ένας ράπερ, που, μέσω της μουσικής του, μιλούσε για τους αδικημένους από το κατεστημένο, για το σάπιο σύστημα, για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες για την ιερότητα της φιλίας και ήταν γνωστός επίσης για την αντιφασιστική δράση του. Αυτή ήταν που ενοχλούσε τους επίγονους ναζί και δολοφονήθηκε γι΄αυτό από τον Γιώργο Ρουπακιά, μέλος της εγκληματικής οργάνωσης (δεν χωράει κουβέντα γι’ αυτό. Γι’ αυτό σιχαίνεσαι ακόμη και τ’ όνομά της να πεις). Επιλέχθηκε ανάμεσα σε 400.000 χιλιάδες φασίστες – μέλη της να το κάνει ο πιο απελπισμένος. Οπλισμένος μ’ ένα μαχαίρι, σκότωσε αυτόν που δεν πίστευε στις νίκες, μπροστά στους αστυνομικούς της ομάδας Δίας.
Την επομένη 130 διαμαρτυρόμενοι για το φόνο του Παύλου προσήχθησαν στη ΓΑΔΑ και 34 συνελήφθησαν στην Αθήνα και χιλιάδες διαδήλωσαν σε όλες τις πόλεις της χώρας, ενώ οι φασίστες εξαπέλυαν επιθέσεις με πέτρες με την ανοχή και την κάλυψη των ΥΑΤ και την πλήρη ασυλία του τότε υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Υπάρχουν νόμοι που εξασφαλίζουν την ευημερία της πόλης και των πολιτών αλλά υπάρχουν και άγραφοι. Η σχέση ανάμεσα στο γραπτό και άγραφο δίκαιο απασχόλησε τους φιλοσόφους.
Ο πρώτος που αμφισβήτησε τους θεσμούς της κοινωνίας ήταν ο Αντιφών ο Αθηναίος. Κατά τον Αντιφώντα, οι πρωτόγονες φυλές βρίσκονταν πιο κοντά στην ευτυχία απ’ ό,τι οι πολιτισμένοι λαοί, γιατί ο πολιτισμός παραβιάζει τη φυσική δικαιοσύνη, αφού χαρακτηρίζεται από εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις. Ο Αισχύλος, στο έργο του «Επτά επί Θήβας», έγραψε για μια Αντιγόνη με αναρχική σκέψη, που είχε αρνηθεί να υπακούσει στη διαταγή του Βασιλιά Κρέοντα να μη θάψει τον αδερφό της ως τιμωρία για την επίθεσή του εναντίον των Θηβαίων και του είχε πει : «Πάνω μου έχω τον κίνδυνο, που μόνη μου θα πάρω, τον αδερφό μου θάβοντας, κι ούτε ντροπή μου το’ χω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στην πόλη».
Πολύ μεταγενέστερα, ο Τζακ Κέρουακ καλούσε τον κόσμο να πιει στην υγειά των τρελών αυτών, που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, που δεν σέβονται την τάξη. Γιατί οι άνθρωποι που είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, είναι αυτοί που στο τέλος το κάνουν.
Το Σεπτέμβριο του 1861 δημοσιεύεται το πρώτο αναρχικό άρθρο στην Ελλάδα από το ΦΩΣ του Περικλή Καρύδη με τίτλο Η ΑΝΑΡΧΙΑ. Το φύλλο είχε κατασχεθεί με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ το κείμενο ήταν ανυπόγραφο και η συνέχεια του άρθρου δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Κι ύστερα ο Ματαλέστα, άνθρωπος με αρχές, θα επέμενε πάντα στις αναρχικές του ιδέες όποια κι αν ήταν η κατάσταση. Είχε απορρίψει τα πολιτικά κόμματα και τις πολιτικές επαναστάσεις και οι συνδικαλιστές ήταν γι’ αυτόν από τότε ύποπτοι.
Προτιμούσε τις κοινωνικές επαναστάσεις καλύτερα. Στα δεκατέσσερά του είχε κιόλας συλληφθεί γιατί έγραψε και έστειλε ένα γράμμα στο βασιλιά Εμμανουήλ, όπου παραπονιόταν για την αδικία που επικρατούσε στην κοινωνία που ζούσε. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Νάπολης φαρμακευτική ωστόσο απεβλήθη το 1871, επειδή συμμετείχε σε διαδήλωση. Το 1872 γνώρισε τον Μιχαήλ Μπακούνιν και σε μια κίνησή του, μαζί με τους συντρόφους του, μπήκαν κι έκαψαν τα δημοτικά αρχεία, που περιείχαν τίτλους ιδιοκτησίας, καταγραφές χρεών και φόρων, ενώ είχαν τη λαϊκή στήριξη. Ακόμη κι ένας παπάς της περιοχής έδειξε τη συμπαράστασή του.
Εν συνεχεία ήρθαν οι μπάτσοι κυβερνητικοί και – όντας ανεπαρκώς εξοπλισμένοι – συνελήφθησαν. Μετά φυλακή, εξορία, διωγμός και ξανά φυλακή.
Από τον ιταλικό νότο πήγε στην Αίγυπτο, όπου εκδιώχθηκε για τη δράση του από τον πρόξενο, τρύπωσε σ’ ένα πλοίο και φθάνοντας, του απαγόρευσαν την είσοδο στη Συρία, την Τουρκία και την Ιταλία. Αποβιβάστηκε στη Μασσαλία και τον έστειλαν στην Ελβετία, στη Γενεύη, στο τότε ιδιότυπο αναρχικό στέκι της εποχής. Εκεί βοήθησε στην έκδοση του περιοδικού L’ anarchia, ωστόσο σύντομα απελάθηκε και τελικά ταξίδεψε στο Λονδίνο το 1880 δια μέσου της Ρουμανίας, του Παρισιού και του Βελγίου και συμμετείχε το 1881 στη συνέλευση της Διεθνούς, που γέννησε την Αναρχική του St. Imier..
Αργότερα στη Φλωρεντία ίδρυσε την αναρχική εβδομαδιαία εφημερίδα La Questione Sociale (Το κοινωνικό ζήτημα) και για μία ακόμα φορά έφυγε από την Ιταλία για να γλιτώσει τη φυλάκιση και πήγε στη νότια Αμερική . Έζησε και συνέχισε την έκδοση της La Questione για τέσσερα χρόνια.
Επέστρεψε στην Ευρώπη και εξέδωσε μια εφημερίδα που λεγόταν L’ Associazione, μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει για το Λονδίνο κι έπειτα στο Άμστερνταμ, όπου πήρε μέρος στο Διεθνές συνέδριο Αναρχικών, στη διάρκεια του οποίου είχε έντονες διαμάχες με τους αναρχοσυνδικαλιστές και ιδιαίτερα με τον Πιέρ Μονά για τη σχέση ανάμεσα στον αναρχισμό και τον συνδικαλισμό (τον αναρχοσυνδικαλισμό). Διαφωνούσε με αυτό.
Το 1921 επέστρεψε στην Ιταλία και η ιταλική κυβέρνηση τον φυλάκισε. Αποφυλακίστηκε το 1924, λίγο πριν ανέβουν οι φασίστες στην εξουσία και ο Μουσολίνι φιμώσει όλα τα ανεξάρτητα κόμματα μέσα στη χώρα.
Ο Μαλατέστα, παρ’ όλες της απειλές και το καθεστώς λογοκρισίας, εξέδωσε το περιοδικό Pensiero evolonta και επέμεινε πάντα στις αναρχικές του ιδέες, σε κάθε κατάσταση, μέχρι το θάνατό το 1932. Λίγο πριν, άφησε αυτό για όλους εμάς ως παρακαταθήκη και αξίζει να το έχουμε όλοι διαβάσει:
ΑΝΑΡΧΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΜΗ ΒΙΑ, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός ή περισσοτέρων στους υπολοίπους. Είναι μόνο μέσω της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελούσιας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες τη μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία.
Υπάρχουν σίγουρα άλλοι άνθρωποι, άλλες παρατάξεις, άλλες σχολές τόσο ειλικρινώς αφιερωμένες στο γενικό καλό, όσο μπορούν να είναι οι καλύτεροι ανάμεσά μας. Αλλά αυτό που διακρίνει τους αναρχικούς απ’ όλους τους άλλους, είναι ακριβώς ο φόβος της βίας, η επιθυμία και η πρόθεση να εξαλειφθεί η βία, δηλαδή η υλική δύναμη, από την ανθρώπινη άμιλλα. Θα μπορούσαμε, ως εκ τούτου, να πούμε ότι η ιδιαίτερη ιδέα, που διακρίνει τους αναρχικούς, είναι η κατάργηση του χωροφύλακα, ο αποκλεισμός από τους κοινωνικούς συντελεστές του κανόνα, που επιβάλλεται μέσω της κτηνώδους, είτε νόμιμης, είτε παράνομης, δύναμης .
Αλλά τότε θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: Γιατί στο σημερινό αγώνα, εναντίον των κοινωνικοπολιτικών θεσμών, που θεωρούν καταπιεστικούς οι αναρχικοί, έχουν κηρύξει και ασκήσει, κηρύττουν και ασκούν, όταν μπορούν, τη χρήση βίαιων μέσων, κάτι το οποίο προφανώς αντιφάσκει με τους σκοπούς τους; Κι αυτό σε βαθμό που, κάποιες φορές, πολλοί καλόπιστοι, όπως και όλοι οι κακόπιστοι αντίπαλοί τους, να πιστεύουν ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Αναρχισμού ίσως να είναι ακριβώς η βία;
Το ερώτημα μπορεί να φαίνεται ότι προκαλεί αμηχανία, αλλά μπορώ να το απαντήσω με λίγα λόγια. Για να ζήσουν δύο εν ειρήνη, πρέπει να το θέλουν αμφότεροι. Αν ένας από τους δύο είναι ισχυρογνώμων και θέλει με τη βία να επιβάλλει στον άλλο να δουλεύει για λογαριασμό του και να τον υπηρετεί, αυτός ο άλλος, αν θέλει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και να μην περιπέσει στην πλέον ταπεινή δουλεία, παρ’ όλη την αγάπη του για την ειρήνη και την ομόνοια, είναι υποχρεωμένος ν’ αντισταθεί στη δύναμη μ’ όλα τα πρόσφορα μέσα.
Η ρίζα των κακών που ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα, εκτός εκείνων εννοείται που εξαρτώνται από τις αντίξοες δυνάμεις της φύσης, βρίσκεται στo ότι οι άνθρωποι δεν έχουν κατανοήσει πως η συμφωνία και αδελφική συνεργασία είναι τα καλύτερο μέσα για την εξασφάλιση στους πάντες του μέγιστου δυνατού καλού, με αποτέλεσμα οι πιο δυνατοί και πιο πανούργοι να θέλουν να υποτάξουν και να εκμεταλλευθούν τους υπολοίπους. Κι όταν καταφέρουν ν’ αποκτήσουν κάποιο πλεονέκτημα, θέλουν να το εξασφαλίσουν και να το διαιωνίσουν, δημιουργώντας για την υπεράσπισή του κάθε μορφής όργανα συνεχούς καταναγκασμού.
Εξ αυτού ολόκληρη η ιστορία είναι γεμάτη αιματηρές συγκρούσεις: Αυταρχικές ενέργειες, αδικίες, άγρια καταπίεση από τη μια πλευρά, εξεγέρσεις από την άλλη. Δεν προτίθεμαι να κάνω διακρίσεις μεταξύ των παρατάξεων: Οποιοσδήποτε θέλει να χειραφετηθεί, ή να προσπαθήσει να χειραφετηθεί, οφείλει να αντιπαρατάξει τη δύναμη στη δύναμη, τα όπλα στα όπλα. Όμως ο καθένας, ενώ βρίσκει αναγκαίο και δίκαιο να χρησιμοποιεί τη δύναμη για να υπερασπίσει την ελευθερία του, τα συμφέροντά του, την τάξη του, τη χώρα του, καταδικάζει, στο όνομα μιας ιδιαίτερης ηθικής που τον διακρίνει, τη βία, όταν αυτή στρέφεται εναντίον του για την ελευθερία, τα συμφέροντα, την τάξη, τη χώρα κάποιων άλλων. […]
Θυμίζω ότι επ’ ευκαιρία μιας πολύκροτης αναρχικής απόπειρας, κάποιος που φιγουράριζε τότε στις πρώτες γραμμές του σοσιαλιστικού κόμματος και είχε επιστρέψει φρέσκος-φρέσκος από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, κραύγαζε δυνατά, με την έγκριση των συντρόφων του, ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και δεν πρέπει να αφαιρείται ούτε για την υπόθεση της ελευθερίας. Φαίνεται ότι εξαιρείται η ζωή των Τούρκων και η υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Παραλογισμός ή υποκρισία; Ωστόσο η αναρχική βία είναι η μοναδική που δικαιολογείται, η μοναδική που δεν είναι εγκληματική. Μιλώ φυσικά για τη βία που έχει όντως αναρχικά χαρακτηριστικά, και όχι για κάποια τυφλή ή παράλογη βίαιη ενέργεια η οποία αποδίδεται στους αναρχικούς, ή για εκείνη που πιθανώς διαπράττεται από πραγματικούς αναρχικούς, ωθούμενους στην παραφορά από άδικες καταδιώξεις, ή τυφλωμένους, λόγω υπερβολικής ευαισθησίας που δεν μετριάζει η λογική, από τη θέα των κοινωνικών αδικιών, από τη λύπη για τη λύπη των άλλων.
Η πραγματική αναρχική βία είναι αυτή που σταματά, όταν σταματά η ανάγκη υπεράσπισης της ελευθερίας. Αυτή μετριάζεται από τη γνώση ότι τα άτομα ξεχωριστά, λόγω κληρονομικότητας και περιβάλλοντος, είναι ελάχιστα υπεύθυνα για τη θέση που βρέθηκαν· αυτή δεν την εμπνέει το μίσος, αλλά η αγάπη· και είναι ιερή, εφόσον σκοπεύει στην απελευθέρωση των πάντων και όχι στην αντικατάσταση της κυριαρχίας των άλλων με τη δική του.