Είχα ακόμα το μαγαζί. Ετοιμοθάνατο. Όποιος φίλος ερχόταν, ήταν για να πιούμε κάνα μπουκάλι από την ρημαγμένη κάβα, μόνο και μόνο για να το αναπληρώσω την άλλη μέρα. Κατάσταση ακαθόριστη.
Κατάσταση ακαθόριστη, είναι κάθε κατάσταση που δεν ξέρεις αν σε εκδικούνται τα πράγματα ή εσύ τα εκδικείσαι.
Ο καλύτερος των φίλων, ο Γ, λίγες μέρες, πριν, είχε φύγει. Στην μπάρα ήμουν εγώ κι ο Κ.
Όρεξη για κουβέντα δεν υπήρχε κι όποια υπήρξε, ήταν γύρω από την ερώτηση… Τι πληρώθηκε από λάθος;
Ο Κ. με κοίταξε κι εκείνα τα θλιμμένα, όλο groove μαγκιά μάτια του, ψιλογυάλισαν.
“Θες να ακούσεις, το τελευταίο τραγούδι που μου έστειλε, λίγες ώρες πριν το ατύχημα;”
“Θέλω.”
“Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου ‘λεγε: Το Μάρτη…Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.Να πεις σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη,
πως μ’ ένα φορτηγό -πες της- μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει…”
Τι πληρώθηκε από λάθος; Κοιτάζαμε, διαφορετικές γωνίες ο καθένας και ήταν σαν να παλεύαμε να μην κοιτάξουμε το ίδιο σημείο. Στην τελευταία νότα, χτύπησε άτσαλα το ποτήρι μου.
“Κρετίνος, ως και στον θάνατο…”, είπε.
“Κρετίνος…”
Ντυμένη στιγμή, με την φωνή του Ανεστόπουλου. Πώς αλλιώς; Χαραγμένη.
Κι άλλες πολλές. Κι ένα τραγούδι χωρισμού, όταν πνιγόταν από αγάπη και δεν μπορούσε να την διαχειριστεί κι αυτή η αγάπη την έπνιγε και μου χε φυλάξει ένα δάκρυ κοραλλένιο κι εμένα μου πήρε, πολύ καιρό μέχρι να μπορέσω να της πω… που να το βάλει εκείνο το δάκρυ.
Στιγμές. Ντυμένες με την φωνή του Ανεστόπουλου. Όλες με την ίδια ερώτηση. Τι πληρώθηκε, από λάθος;
Αυτό είναι το μαγικό του καλλιτέχνη. Όταν σ αυτόν τον μεταξύ σας διάλογο, γιατί κι εσύ του λες, σου σφραγίζει την στιγμή.
Ο Θάνος, πάντα το έκανε. Από τότε που, πρωτόρθε κοντά μας, με το μαύρο πανωφόρι του να μυρίζει γιασεμί σαν του Αττίκ, με εκείνη την σπηλαιώδη φωνή του, (κάπου σχετικά με τον Πόε, είχα διαβάσει τον χαρακτηρισμό και μου άρεσε) και τα μεθύσια μας, που είχαμε την ψευδαίσθηση πως στο επόμενο ποτήρι θα τα πούμε με τον Μπωντλαιρ.
Η στιγμή έρχεται κι εσύ κλείνεις τα μάτια, όσο να κρατήσει το download. Κρυφακούνε οι τύψεις, δεν βλέπεις τα δόκανα κι όλα τρέχουν σαν άμμος από την τσέπη σου. Σαν παλιοχρέη. Δεν είναι θρίλερ. Και πάλι κανονικός θα είσαι. Αν ήσουν. Το τραγούδι όμως θα έρχεται, πάντα σαν υπενθύμιση πως… υπάρχει μια περιοχή του μυαλού που μας θέλει ταξιδιώτες μοιραίους, ακόλουθους ενός ήλιου, πιασμένους απ’ τις ακτίδες του. Παντού.
Να τρώμε στίχους, να πίνουμε μουσική και να γεμίζουμε σημειωματάρια. Να νοιώθουμε ότι γίνεται με το κορμί. Να καιγόμαστε και να καίμε. Να τρέμουμε για τους ανθρώπους και να τους κάνουμε να τρέμουν. Όλοι οι βυθοί να μας είναι γνώριμοι κι όλες οι βάρκες από τα χέρια μας φτιαγμένες.
Σ αυτήν την περιοχή, έζησε ο Ανεστόπουλος.
Έφτιαχνε κάστρα από καπνό και είχε τα κλειδιά. Είπε τραγούδια πικρά χαμόγελα,
πανάκριβα ταξίδια. Για την ζωή, για την πνοή, το θαύμα το αιώνιο.
Μπορεί ναι. Μπορεί όχι. Μπορεί να λέω βλακείες. Δεν με νοιάζει. Εκείνο το βράδυ, με το γράμμα του Καββαδία, ήταν η τελευταία φορά που έδωσα κομμάτι από δική μου απώλεια. Αν το διαβάσεις όμως… πιες μια γουλιά απόψε και για κείνους.
Τι πληρώθηκε από λάθος;