Του Πάνου Χριστοδούλου
Μια ανάλυση των κατηγοριών Πολάκη και του νομοσχεδίου για το εφημεριακό καθεστώς
Προσφάτως ο υφυπουργός εργασίας Παύλος Πολάκης, μέσα στο κρεσέντο ασυναρτησιών που συνηθίζει να εκστομίζει, δήλωσε ότι το 80% των γιατρών τα παίρνουμε με μια ποσόστωση στο ποιοι τα ζητάνε και ποιοι απλά τα δέχονται. Καταρχήν το παράδοξο της συγκεκριμένης δήλωσης είναι ότι προέρχεται από έναν άνθρωπο που συνδικαλιζόταν χρόνια με τη ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική αριστερά και προσφάτως ανέλαβε διοικητική θέση ευθύνης. Ένα πρώτο ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί τόσα χρόνια ενεργούς συνδικαλιστικής δράσης δεν στράφηκε εναντίον αυτών των διεφθαρμένων συναδέλφων του, καταγγέλλοντας και προσπαθώντας να αναλάβει δράση εναντίον αυτού του φαινομένου. Μια απάντηση είναι γιατί δε θα ήταν αρεστός οπότε πιθανό και να μην εκλέγονταν σε όργανα οπότε προτίμησε το δρόμο των συντεχνιακών κραυγών, μια δεύτερη απάντηση θα ήταν ότι θα ήταν και ο ίδιος διεφθαρμένος πράγμα που πιθανότατα δεν ισχύει και μια άλλη απάντηση θα ήταν ότι απλά απέτυχε. Ποια απάντηση ισχύει δε μπορούμε να γνωρίζουμε. Σε κάθε περίπτωση η δήλωση του δεν είχε ίχνος αυτοκριτικής για τη μακροχρόνια συνδικαλιστική του παρουσία. Ακόμα χειρότερα έγινε τη στιγμή που είναι πολιτικός προϊστάμενος αυτών των διεφθαρμένων συναδέλφων του, γεγονός που μια λογική αντίδραση θα ήταν εφόσον και πάλι τελικά απέτυχε να δηλώσει την παραίτησή του.
Στην ουσία της δήλωσής του ότι το 80% των γιατρών χρηματίζεται, παίρνει δηλαδή φακελάκι από τους ασθενείς. Καταρχήν το ποσοστό είναι αστείο αν συνυπολογίσουμε πως υπάρχουν ειδικότητες που ούτε για αστείο δε μπορούν ακόμα και αν ήθελαν να πάρουν φακελάκι: βιοπαθολόγοι (μικροβιολόγοι), ακτινολόγοι, ιατροδικαστές, κυτταρολόγοι, παθολογοανατόμοι, πυρηνικοί γιατροί, ακόμα και στις κλινικές ειδικότητες (παθολόγοι, παιδίατροι, πνευμονολόγοι, ρευματολόγοι, ενδοκρινολόγοι, αιματολόγοι) είναι σπάνιες οι περιπτώσεις χρηματισμού από ασθενείς. Άρα αμέσως το 80% είναι τελείως προβληματικό ως ποσοστό. Ας υποθέσουμε ότι ο υπουργός ξέχασε, χωρίς πρόθεση εντυπωσιασμού, να εστιάσει στις επεμβατικές-χειρουργικές ειδικότητες οπού όντως τα φακελάκια είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτά. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση βέβαια το 80% είναι υπερβολικό ως νούμερο. Αλλά εδώ ξεκινούν μεγαλύτερα προβλήματα που γεννούν περισσότερα ερωτήματα: αρκετές συνδικαλιστικές ενώσεις γιατρών καταδίκασαν (ορθά) τις δηλώσεις Πολάκη υπερθεματίζοντας στην τιμιότητα της πλειοψηφίας των γιατρών ιδιαίτερα υπό τις σημερινές αντίξοες συνθήκες, αλλά χωρίς να ζητούν πουθενά κάθαρση για τους υπόλοιπους γιατρούς που δεν είναι και τόσο τίμιοι. Αν συνυπολογίσουμε ότι και στις μη επεμβατικές-χειρουργικές ειδικότητες υπάρχει περιθώριο χρηματισμού, όχι από ασθενείς αλλά από φαρμακευτικές εταιρίες και εταιρίες μηχανημάτων, το ποσοστό μπορεί να μη φτάνει το 80%, αλλά σίγουρα αυξάνει σημαντικά.
Σε αντίστοιχες περιπτώσεις δύο απαντήσεις υπάρχουν. Αφενός η θεσμοθέτηση αυστηρότερης νομοθεσίας (για παράδειγμα η δήμευση περιουσίας που θα προκύπτει από το πόθεν έσχες) και συστηματικότερου ελέγχου, πράγματα που θα έπρεπε να ζητούν οι ίδιες οι συνδικαλιστικές ενώσεις των γιατρών. Αφετέρου είναι να βρεθούν τα αίτια που οδηγούν τους γιατρούς να μετατρέπουν την εργασία τους από λειτούργημα σε εμπόριο και μάλιστα παράνομο και εκτός ηθικού πλαισίου, καθώς εκμεταλλεύονται την αγωνία του ασθενή για την υγεία του. Η αρχή της συζήτησης είναι με ποια κριτήρια επιλέγει κάποιος ή κάποια να ακολουθήσει το επάγγελμα του γιατρού: το κοινωνικό status του επαγγέλματος τα προηγούμενα χρόνια, τα όνειρα για πλούσια ζωή (όπως συνηθιζόταν για γιατρούς του παρελθόντος) με ακριβά αυτοκίνητα και κοστούμια υπερίσχυσαν σε ένα βαθμό της ανθρωπιστικής πλευράς του επαγγέλματος, γεγονός που αποτυπώνεται με τη μειωμένη συμμετοχή σε εγχειρήματα αλληλεγγύης. Οι ιατρικές σχολές ενέτειναν το παραπάνω φαινόμενο με τα κηρύγματα περί αφρόκρεμας της κοινωνίας και την έμπρακτη υπόδειξη παραδείγματος εκ μέρους μερίδας των καθηγητών που αντιμετώπιζαν τον ασθενή ως φακελάκι με πόδια. Δεν είναι τυχαίο που έρευνες δείχνουν ότι οι γιατροί απευαισθητοποιούνται και απομακρύνονται από τον ασθενή όσο περνούν τα χρόνια: ξεκινούν με μεγάλα ποσοστά ευαισθησίας και θέληση επικοινωνίας στα φοιτητικά χρόνια, η οποία σταδιακά μειώνεται στα χρόνια της ειδικότητας και σχεδόν εξαφανίζεται μετά, καθώς ο γιατρός πλέον βλέπει όχι τον ασθενή ως οργανισμό αλλά ως σύνολο συμπτωμάτων. Η λεγόμενη ασθένεια των γιατρών, το γεγονός ότι γνωρίζουν πολλά για το σώμα και λίγα για την ψυχή, καθιστά πιο εύκολη τη διαφορά τους καθώς απέναντί τους έχουν ένα σύμπτωμα και όχι έναν άνθρωπο. Ακόμα και για όσους δεν επιλέγουν την εμπορευματοποίηση της ασθένειας, τα ωράρια, οι αυξημένες υποχρεώσεις και οι ευθύνες και η αδικία που νιώθουν οδηγούν εύκολα σε φαινόμενα burn out.
Η πρώτη διαπίστωση με βάση τα παραπάνω είναι ότι οι δηλώσεις Πολάκη καθώς δεν εστιάζουν στην πηγή του προβλήματος, είναι κινήσεις δημιουργίας εντυπώσεων, την ίδια χρονική περίοδο που καταθέτει το νομοσχέδιο που αλλάζει το εφημεριακό καθεστώς των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας, γεγονός που πιθανόν δεν είναι τυχαίο. Το νομοσχέδιο από το πρώτο άρθρο του μας ενημερώνει ότι το ωράριο των εφημεριών δεν ισχύει σε περίπτωση καταστροφών, άρα θα μπορούσε χάριν αστεϊσμού να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι εξαρχής ανεφάρμοστο καθώς τα τελευταία χρόνια ζούμε σε μια περίοδο εκτεταμένης κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής. Αφού το άρθρο 2 φροντίζει να μας ενημερώσει για το πότε είναι μέρα και πότε νύχτα, προχωρά στο άρθρο 3 επεκτείνει τη μέγιστη δυνατότητα εργασίας ανά βδομάδα από 48 ώρες σε 60 ώρες (12 ώρες ανά εργάσιμη μέρα) με τη σύμφωνη γνώμη του γιατρού η οποία θα κατατίθεται εγγράφως και με την ταυτόχρονη δήλωση ότι είναι ο ίδιος υπεύθυνος για ότι συμβεί στις παραπάνω ώρες εργασίας. Γνωρίζοντας την πραγματικότητα στη λειτουργία των ελληνικών νοσοκομείων, η δυνατότητα άρνησης τις περισσότερες φορές θα είναι αδύνατη και μέσου εκβιασμού και πιέσεων ο γιατρός θα οδηγείται στο να υπογράφει πιστοποιητικά μετάνοιας. Το άρθρο 4 προβλέπει την παροχή αντισταθμιστικού χρόνου ανάπαυσης σε όσους υπερβαίνουν το ημερήσιο ωράριο, δηλαδή νομιμοποιεί την καταπάτηση του ωραρίου αντί να φροντίσει για την επαρκέστερη στελέχωση των νοσοκομείων. Τέλος τα επόμενα άρθρα καταργούν την 24ώρη εφημερία και θεσμοθετούν την 5ώρη (3-8) και 12ώρη (8-8). Είναι ένας ωραίος τρόπος για να εξαναγκάσει το ήδη υπάρχον προσωπικό να πραγματοποιεί περισσότερες εφημερίες (11 έως 14 το μήνα) με λιγότερα λεφτά, πιο σπαστά ωράριο και λιγότερα ρεπό.
Συμπερασματικά τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου φροντίζει να απαξιώσει το ιατρικό επάγγελμα ώστε να μπορεί να περάσει πιο αναίμακτα νομοσχέδια που επιβαρύνουν το ήδη υπάρχον προσωπικά, χωρίς να μπει ούτε σε διαδικασία αλλαγής της νοοτροπίας εκπαίδευσης, ψυχολογικής στήριξης των γιατρών και πάταξης της διαφθοράς. Στόχος είναι η νομιμοποίηση της υπέρβασης ωραρίου, χωρίς την αναδιανομή ή αύξηση του προσωπικού. Ζητούμενο είναι οι συνδικαλιστικές ενώσεις να μην αρκούνται σε αιτήματα που έτσι και αλλιώς δεν πρόκειται να δεχτεί η εν λόγω κυβέρνηση, αλλά να κινήσουν μια διαδικασία εσωτερικής κάθαρσης και στήριξης έμπρακτα των εργαζομένων γιατρών με στόχο την όσο το δυνατόν πιο ολιστική αντιμετώπιση του ασθενή.
*Ειδικευόμενος Ιατρικής Βιοπαθολογίας, Μεταπτυχιακός Φοιτητής Διοίκησης Μονάδων Υγείας